Ο Ντασέν σε πρώτο πλάνο και στο φόντο με τη Μελίνα σε... σουβλατζίδικο. «Ο πατέρας μου είναι ένας από τους πιο έξυπνους και δυνατούς άνδρες που γνωρίζω», είχε πει γι' αυτόν ο γιος του Τζο Ντασέν | CreativeProtagon
Θέματα

Ο κύριος… «ήμουν Ελληνας πριν γνωρίσω τη Μελίνα»

Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο Μάρλον Μπράντο, η Μπέτι Ντέιβις, η Φρανσουάζ Σαγκάν, το Χόλιγουντ, ο μακαρθισμός, ο δειλός Χόμερ και η τολμηρή Ίλια. Και πάνω απ’ όλα ο έρωτας. Για τη «γυναίκα της ζωής του», Μελίνα Μερκούρη. Η επέτειος των 13 ετών από την αποδημία του Ζιλ Ντασέν (31 Μαρτίου 2008) μας προκαλεί να ξεδιπλώσουμε ιστορίες, από εκείνες που δεν ακούμε πια…
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Ενα, παράξενο, παιχνίδι αριθμών, για αρχή. Μάλλον του αριθμού: Του 18. Στις 18 Δεκεμβρίου 1911 είχε γεννηθεί ο Ζιλ Ντασέν, 8ο παιδί ενός εβραίου κουρέα, μετανάστη στο Μιντλτάουν του Κονέκτικατ των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στις 18 Νοεμβρίου είχε γεννηθεί ο πατέρας του, Σάμιουελ, με καταγωγή από την Οδησσό. Στις 18 Ιουνίου είχε γεννηθεί η σύζυγός του, από το 1937, και μητέρα δύο παιδιών του, αλλά και παιδική του φίλη, η Νεοϋορκέζα βιολονίστρια Μπεατρίς Λονέρ.

Στις 18 Νοεμβρίου 1980 είχε μιλήσει τελευταία φορά με τον αγαπημένο του γιο, τον τραγουδοποιό Τζο Ντασέν. Για έναν ανεξήγητο λόγο, κλείνοντας το τηλέφωνο ο Τζο του είχε πει «Αντίο», αντί για ένα απλό «γεια» ή «τα λέμε», όπως έλεγε ο σκηνοθέτης πατέρας αργότερα. Δυο μέρες μετά, ο Τζο υπέκυψε σε καρδιακή προσβολή, στα 41 του, ενώ βρισκόταν για διακοπές στην Ταϊτή.

Στις 18 Μαΐου 1955 πρωτοσυνάντησε στις Κάννες τη «γυναίκα της ζωής του». Τη Μελίνα Μερκούρη. Λίγο καιρό αργότερα, στην Αθήνα πια, εκείνος με ένα φθαρμένο καμηλό σακάκι και ένα βλέμμα «τόσο γαλάζιο που δεν το άντεχες», όπως έλεγε αργότερα η Μελίνα, συζητούσε μαζί της για την προηγούμενη ζωή τους και τους έρωτές τους. Στο πρώτο τους «ραντεβού».

Κι αίφνης, εκείνος γυρνάει και τη ρωτάει: «Πότε γεννήθηκες;». «Στις 18 Οκτωβρίου». Ο Ζιλ Ντασέν χαμηλώνει το βλέμμα, ακούγοντας αυτό το 18, και ψελίζει ανάμεσα στα δόντια του: «Το ήξερα». Χωρίζουν με ένα χειροφίλημα και μια τελευταία επίμονη ματιά από κείνη, βαθιά στο καταγάλανο βλέμμα του.

Η δε Μελίνα λέει σε μια φίλη, με την οποία ταξιδεύουν για το Παρίσι, λίγες ώρες μετά: «Είμαι σε πολύ δύσκολη θέση. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο άντρας της ζωής μου».

Η πρώτη συνάντηση στις Κάννες

«Ο Τζούλης (έτσι τον αποκαλούσε, τρυφερά) με γνώρισε στην οθόνη», έλεγε για τις απαρχές εκείνης της μοιραίας γνωριμίας, πάνω στο… 18, η Μελίνα Μερκούρη, χρόνια μετά, στον Πέτρο Κωστόπουλο (για το «Κλικ»). Και αφορμή ήταν ένας εμβληματικός ρόλος της, στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, που έφτασε ως το Φεστιβάλ Καννών. «Ο Μιχάλης παρακάλεσε τον Τζούλη να έρθει στην προβολή της «Στέλλας». Εκείνη την εποχή ήταν το πιο φανταχτερό πλάσμα του φεστιβάλ, λόγω μακαρθισμού».

Ζιλ Ντασέν και Μελίνα Μερκούρη το 1955 (Facebook)

Η ιστορία λέει ότι ο Τζούλιους Ντασέν, όπως τον φώναζαν οι δικοί του Κονέκτικατ, και μετέπειτα Ζιλ (που επέλεξε ο ίδιος στα χρόνια που κατέφυγε στη Γαλλία), είχε καταγγελθεί από τον κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής σταρ σκηνοθέτη του Χόλιγουντ, Ελίας Καζάν, ως «κομμουνιστής». Και αυτό ενώπιον της διαβόητης Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών, την περίοδο που ο μακαρθισμός σάρωνε το Χόλιγουντ, δαχτυλοδείχνοντας «κόκκινους» και καταστρέφοντας την καριέρα τους.

Η αλήθεια είναι ότι ο Ζιλ Ντασέν είχε γραφτεί για ένα μικρό διάστημα στο αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα έως το 1939, όταν αποχώρησε οργισμένος για τη Συνθήκη του Στάλιν με τη ναζιστική Γερμανία. Όμως, αυτή η καταγγελία τον έκανε «ανεπιθύμητο» στο Χόλιγουντ. Το οποίο είχε υπηρετήσει από το 1940, ως βοηθός του «μετρ της αγωνίας» Άλφρεντ Χίτσκοκ. Μόνον η φίλη του και σούπερσταρ τότε Μπέτι Ντέιβις επέμεινε να του δώσει δουλειά. Και δη στο θέατρο, μακριά από το ταραγμένο Χόλιγουντ του μακαρθισμού. Αν και, τελικά, η συνεργασία τους δεν υλοποιήθηκε.

Να, όμως, που μέσω του θεάτρου, το οποίο τον έζησε μέχρι να καταφύγει στη Γαλλία και να δοξασθεί, ο Ζιλ Ντασέν είχε αρχίσει να θητεύει στην… Ελλάδα. «Εξαιτίας του θεάτρου είχα αρχίσει από νωρίς να σέβομαι και να αγαπώ την Ελλάδα». Και λίγο αργότερα: «Ήμουν Έλληνας πριν γνωρίσω τη Μελίνα».

Ζιλ Ντασέν και Μελίνα Μερκούρη το 1960 (Facebook)

Πού είμασταν, όμως; Στη «Στέλλα» και τις Κάννες, όπου ο Μιχάλης Κακογιάννης τον είχε καλέσει για να δει την πολυβραβευμένη ταινία του. Και τη Μελίνα. «Ήρθε και είδε το φιλμ», συνέχιζε την αφήγησή της για τις απαρχές της σχέση τους η Μελίνα. «Εγώ, με την φίλη μου τη Ρένα και το Γιώργο Φούντα καθόμασταν πίσω. Όταν τέλειωσε η ταινία, είδα έναν άνθρωπο με πολύ γαλάζια μάτια να πηδάει σαν αθλητής τα καθίσματα και να έρχεται να μας παίρνει αγκαλιά, τον Φούντα κι εμένα. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά. Ο Μιχάλης είπε: «Να σας συστήσω». «Τι ωραία που περπατάτε», μου είπε εκείνος, «τι ωραία που γελάτε». Ήταν ο άνθρωπος που, τελικά, θα με μάθαινε πώς να κλαίω».

Η Μελίνα ήξερε πολλά για τον «εξόριστο» από το Χόλιγουντ, διανοούμενο σκηνοθέτη. Το «Ριφιφί», η ταινία του διαγωνιζόταν δε στις Κάννες και κείνος ήταν υποψήφιος για βραβείο σκηνοθεσίας. Έτσι για την ιστορία, η προβολή του «Ριφιφί» είχε μόλις απαγορευθεί στο Μεξικό, καθώς πολλοί είχαν αντιγράψει, ειδικά στην Πόλη του Μεξικού, τη μέθοδο των πρωταγωνιστών της ταινίας και η Αστυνομία είχε δηλώσει πως δεν μπορεί εύκολα να αντιμετωπίσει το φαινόμενο τόσων… ριφιφί σε μαγαζιά και τράπεζες.

Ο Ζιλ Ντασέν επαινεί τη «Στέλλα» και παίρνει τη Μελίνα, για ένα ποτό, σε ένα καφέ. Όπου τής εξομολογείται ότι δουλεύει πάνω σε ένα σενάριο, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».

Η Μελίνα περιμένει να βραβευτεί στη «Στέλλα», αλλά δεν… Το 1955 η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ των Καννών αποφασίζει να μη δώσει καν βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας.

Στην αυτοβιογραφία της, «Γεννήθηκα Ελληνίδα», μεταφέρει την πικρία της: «Μετά την τελετή της απονομής οργανώνεται ένα μεγάλο μεσονύκτιο δείπνο και χορός. Πάνε όλες οι διασημότητες, οι κριτές, εκείνοι που κέρδισαν βραβεία και εκείνοι που έχασαν. Είναι σκληρό για τους χαμένους να πηγαίνουν στο χορό, αλλά το να μην πας θα ‘δειχνε αγένεια.

Ζιλ Ντασέν, Μελίνα και μαζί τους ο φίλος τους Μάνος Χατζιδάκις. Οι τρεις τους το 1960 είχαν κάνει την τεράστια, διεθνή επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή» (Facebook)

»Δεν μπορούσα να χαμογελάσω. Κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μην βλέπει κανείς τα δάκρυά μου. «Έχει τόση μεγάλη σημασία το βραβείο;». Ήταν ο άνθρωπος με τα γαλανά μάτια. Τον μίσησα. Εκείνος μπορούσε να μιλάει – είχε πάρει το βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη. Ποιος διάβολος ήταν για να μου μιλάει με αυτό το ύφος; «Αλήθεια;» γκάριξα. Γκάριξα σαν γάιδαρος. «Αξίζεις πολύ περισσότερα απ’ αυτό». Με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε».

Δεν πέρασε πολύς καιρός και έγιναν ένα από τα πλέον συζητημένα και φωτογραφημένα ζευγάρια. Ο Τζούλης δεν είχε πάρει ακόμη διαζύγιο από την Λονέρ και η Μελίνα δεχόταν τα βέλη των πουριτανών, όχι μόνον στην Ελλάδα. Ακόμη και η Ελένη Καζαντζάκη, όταν οι δυο τους, επισκέφθηκαν το Νίκο Καζαντζάκη για το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» τους έκανε νύξη περί… παντρειάς.

Παντρεύτηκαν, τελικά, το 1966 και ο «Έλληνας πριν ακόμη γνωρίσει τη Μελίνα» τιμήθηκε αργότερα με – επίτιμη – ελληνική υπηκοότητα. Μόλις και πρόλαβαν, προτού η Χούντα αφαιρέσει την ελληνική υπηκοότητα από τη Μελίνα, όταν έφυγαν μαζί στο Παρίσι.

Ο Μάρλον Μπράντο και ο «Περικλής»

Υπάρχουν μύθοι, που επιμένουν ότι ο μέγας γόης Μάρλον Μπράντο ξενυχτούσε στο χαλάκι της εισόδου της Μελίνας, προ Ντασέν, μόνο μόνο για να κλέψει μία της ματιά. Η αλήθεια φαίνεται είναι ότι ο Μπράντο θαύμαζε πολύ και τον Ζιλ Ντασέν.

Όπως το είχε αφηγηθεί η Μελίνα στο Γιώργο Δουατζή, το 1990: «Ο Μπράντο είναι για μένα ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός ηθοποιός που υπάρχει. Πριν φύγουμε και γίνει η χούντα, ο Ντασέν έγραφε τον “Περικλή” και είχε ζητήσει από διάφορους ηθοποιούς να λάβουν μέρος. Ήταν ένα υπέροχο σενάριο, δεν είχε τελειώσει εντελώς και ο Μάρλον Μπράντο ήθελε να παίξει.

Ο Μάρλον Μπράντο με τον Ζιλ Ντασέν στην Ακρόπολη, το 1964

»Μια μέρα, ήταν μεσημέρι, χτύπησε το κουδούνι. Δεν απαντήσαμε. Βγαίνοντας, ποιόν βλέπω ξαπλωμένο μπροστά στην πόρτα και να κοιμάται; Τον Μπράντο. Ήρθε μέσα. Είναι ένα πλάσμα που λάτρεψα. Ήθελε να παίξει στο φιλμ και νομίζω ότι θα ήταν εξαιρετικός. Έμεινε δυο-τρεις μέρες στο σπίτι. Θαύμαζε πολύ τον Τζούλη Ντασέν και μετά, στην Αμερική, βλεπόμασταν αρκετά συχνά».

Στο μεταξύ, ο Ζιλ Ντασέν, η Μελίνα και μαζί τους ο φίλος τους Μάνος Χατζιδάκις είχαν κάνει την τεράστια, διεθνή επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή» (1960).

Σας έχω κι εδώ κάτι, πέρα από τα Όσκαρ: Θα χάναμε την υπέροχη, καθηλωτική σκηνή της ιερόδουλης του Πειραιά, Ίλιας (Μελίνα Μερκούρη), που αφηγείται με έναν δικό της, ξεκαρδιστικό, τρόπο, στο ρυθμό του Medea Tango, την ιστορία της παιδοκτόνου Μήδειας, στον Αμερικανό καθηγητή και ερασιτέχνη φιλόσοφο Χόμερ (Ζιλ Ντασέν). O οποίος είναι ήδη σκλάβος της γοητείας της.

Ο Ζιλ Ντασέν είχε επιλέξει τον Τζακ Λέμον για το ρόλο του Χόμερ και σε αυτή την περίπτωση φαίνεται, κατά μία εκδοχή, ότι δεν χρειαζόταν την εξαιρετική σκηνή στην Ακρόπολη, με το Medea Tango. Όμως, οι παραγωγοί τού θύμισαν ότι ο προϋπολογισμός της ταινίας δεν έφτανε για τον… Τζακ Λέμον και έτσι ανέλαβε ο ίδιος το ρόλο, ως(και) ηθοποιός που ήταν. Έτσι, κατά την ίδια εκδοχή μπορούμε να απολαμβάνουμε, πάντα, και τη σκηνή του Medea Tangο. Η οποία, αργότερα, υμνήθηκε και στο Μπρόντγουεϊ, στο μιούζικαλ «Ilya, darling», σε σκηνοθεσία επίσης του Ντασέν.

Την προσωπικότητα του Ζιλ Ντασέν, που καμία σχέση δεν είχε με τον δειλό (με τις γυναίκες τουλάχιστον) Χόμερ είχε σκιαγραφήσει σε λίγες λέξεις, χρόνια αργότερα, ο πρόωρα χαμένος γιός του, Τζο Ντασέν: «Ο πατέρας μου είναι ένας από τους πιο έξυπνους και δυνατούς άνδρες που γνωρίζω. Σε πολλές περιπτώσεις, προσπαθήσαμε να τον δαμάσουν, να τον κλονίσουν. Πάντα κατάφερνε να βγαίνει, νικητής, με το κεφάλι ψηλά. Ποτέ δεν ενέδωσε, ποτέ δεν λύγισε».

Τέσσερα χρόνια πριν την αποδημία του, στα 93 του, ο ίδιος ο Ζιλ Ντασέν έλεγε ότι στη ζωή τον κρατούν «η αγάπη και οι δουλειές, που δεν έχω ολοκληρώσει ακόμα. Άρα θέλω, δε θέλω πρέπει να ζήσω» (συνέντευξη στο ελληνορωσικό greekorbis.gr, το 2004).

Κι ερχόταν να προσθέσει ότι πέρασε από πολλές χώρες. Τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία. «Παντού είχα μόνον φίλους. Όμως, εγκατέλειπα όλους αυτούς τους τόπους, όπου δεν μπορούσα να προσαρμοστώ. Ασχέτως αν το φταίξιμο ήταν δικό μου ή των άλλων». Στην Ελλάδα βρήκε τον «τόπο του». Προσαρμόστηκε. Ένιωθε Έλληνας, όπως έλεγε. Ένα μόνον τον εξόργιζε: «Ο αντισημιτισμός, που δυστυχώς υφίσταται στην Ελλάδα. Όμως, κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να ανακαλύψει από πού, τελικά, πηγάζει».

Πέρα από όλα αυτά, ίσως, για φινάλε, να κρατούσα εκείνο που είχε πει η φίλη του Ζιλ Ντασέν και της Μελίνας. Η συγγραφέας του εμβληματικού γαλλικού μπεστ σέλερ «Καλημέρα θλίψη», Φρανσουάζ Σαγκάν: «Μαζί, τους είδα ευτυχισμένους, χαρούμενους, μαγεμένους από τη ζωή. Δεν τους είδα ποτέ πικρόχολους. Ούτε να καταθέτουν τα όπλα. Κυρίως, όμως, δεν τους είδα ποτέ εφησυχασμένους».