Καθώς ο νέος κορονοϊός συνεχίζει ακάθεκτος την επέλασή του ανά την υφήλιο, πάρα πολλοί άνθρωποι θυμούνται τις τελευταίες ημέρες και εβδομάδες τον Αλμπέρ Καμύ και την «Πανούκλα» του. Και πάρα πολλοί αρθρογράφοι από ΜΜΕ όλου του κόσμου επικαλούνται το αριστούργημα του νομπελίστα συγγραφέα για να εκφράσουν όσο το δυνατόν παραστατικότερα τις όποιες σκέψεις τους για την πανδημία που πλήττει ολόκληρο τον πλανήτη. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Αλεν ντε Μποτόν.
Μέσω κειμένου του που δημοσιεύτηκε στους New York Times, o εβραϊκής καταγωγής ελβετός (που ζει μόνιμα στη Βρετανία) φιλόσοφος και συγγραφέας αποτίει καταρχάς φόρο τιμής στη διάνοια του Καμύ. Συγχρόνως, όμως, υποστηρίζει, επικαλούμενος την «Πανούκλα», πως όλα όσα πρωτόγνωρα και δραματικά βιώνουμε ως ανθρωπότητα, δεν σχετίζονται τόσο με τον νέο κορονοϊό όσο με την ανθρώπινη συνθήκη.
Η ιστορία που ο Καμύ άρχισε να γράφει το 1941 και εκδόθηκε τελικά το 1947 είναι λίγο πολύ γνωστή, δεδομένου ότι «Η Πανούκλα» συχνά μνημονεύεται ως ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα της μεταπολεμικής Ευρώπης: ένας ιός που μεταδίδεται ανεξέλεγκτα από τα ζώα στους ανθρώπους, καταλήγει να αποδεκατίσει τον μισό πληθυσμό του Οράν, μιας «συνηθισμένης πόλης» στις ακτές της Αλγερίας.
Αρχικά επικρατεί μια «περίεργη κανονικότητα», οι άνθρωποι συνεχίζουν να πηγαίνουν στις δουλειές τους και να ζουν τις ζωές τους. Καθώς, ωστόσο, περιφέρεται στους δρόμους της πόλης, ο αφηγητής της μακάβριας ιστορίας, γιατρός Ριέ, πέφτει διαρκώς πάνω σε νεκρά ποντίκια και σύντομα η πόλη βρίσκεται στο έλεος μιας επιδημίας που σπέρνει τον πανικό και τον τρόμο, θερίζοντας ζωές.
Για να γράψει το βιβλίο του ο Καμύ δεν βασίστηκε μόνο στη φαντασία του αλλά μελέτησε και την ιστορία των επιδημιών. Διάβασε για τον Μαύρο Θάνατο που σκότωσε περί τα 50 εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη του 14ου αιώνα, για την Ιταλική Πανώλη του 1630 που σκότωσε 280.000 ανθρώπους στη Λομβαρδία και στο Βένετο, για την πανούκλα που έπληξε το Λονδίνο το 1665, για τις επιδημίες που ερήμωσαν ολόκληρες πόλεις στις ανατολικές ακτές της Κίνας τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Αλλά γράφοντάς το τελικά δεν είχε στο μυαλό του κάποια συγκεκριμένη επιδημία, ούτε αναφερόταν μεταφορικά, όπως έχει υποστηριχθεί, στην κατοχή της Γαλλίας από τη ναζιστική Γερμανία. Σύμφωνα με τον Ντε Μποτόν, εστίασε στις επιδημίες και στις πανούκλες και στους λοιμούς που έπληξαν κατά το παρελθόν την ανθρωπότητα, γιατί «πίστευε πως τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα που αποκαλούμε επιδημίες αποτελούν απλά εκφράσεις μιας καθολικής συνθήκης, δραματικές στιγμές ενός προαιώνιου νόμου», αναφέρει χαρακτηριστικά, που ορίζει ότι «όλοι οι άνθρωποι είμαστε ευάλωτοι στο να αφανιστούμε τυχαία και ανά πάσα στιγμή, από έναν ιό, από ένα δυστύχημα ή τις ενέργειες ενός συνανθρώπου μας».
Οι κάτοικοι του Οράν αδυνατούν να αποδεχτούν αυτό το μοιραίο γεγονός και παρότι το ένα τέταρτο της πόλης ξεψυχά, εκείνοι εξακολουθούν να πιστεύουν πως θα γλιτώσουν, πως δεν θα τους βρει το κακό, γιατί δεν ζουν στο Λονδίνο του 17ου αιώνα, γιατί είναι «μοντέρνοι άνθρωποι με τηλέφωνα, αεροπλάνα και εφημερίδες», γιατί «όλοι ξέρουν πως (η πανούκλα) έχει εξαφανιστεί από Δύση», αναφέρει κάποιος στο βιβλίο. «Ναι, όλοι το ήξεραν αυτό, εκτός από τους νεκρούς», δεν παρέλειψε να σημειώσει ο Καμύ.
Διότι πίστευε πως όταν το ζήτημα είναι ο θάνατος «δεν σημειώνεται καμιά πρόοδος στην Ιστορία, δεν υπάρχει καμιά διέξοδος από την περατότητά μας. Η ζωή ανέκαθεν ήταν και θα παραμείνει για πάντα μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης […] είτε πρόκειται για επιδημία είτε όχι, πάντα υπάρχει, όπως υπήρχε, η επιδημία, εάν αυτό που εννοούμε με αυτόν τον όρο είναι ότι είμαστε ευάλωτοι στον ξαφνικό θάνατο, ότι μια εξέλιξη μπορεί να ξαφνικά να καταστήσει τις ζωές μας ανούσιες. Σε αυτό αναφερόταν ο Καμύ όταν μιλούσε για τον “παραλογισμό” της ζωής», εξηγεί ο ντε Μποτόν.
Θεωρεί, όμως, πως η αναγνώριση και η παραδοχή αυτού του παραλογισμού δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στην απελπισία, αλλά σε «μια τραγελαφική λύτρωση, σε ένα μαλάκωμα της ψυχής, στην αποστασιοποίηση από την κατάκριση και την ηθικολογία, σε μια στροφή προς τη χαρά και την ευγνωμοσύνη».
Στόχος της «Πανούκλας» δεν είναι μας πανικοβάλει γιατί ο πανικός συνεπάγεται «μια απάντηση σε μια επικίνδυνη αλλά προσωρινή κατάσταση» την οποία μπορούμε και θα ξεπεράσουμε κάποια στιγμή. Ομως στη ζωή δεν υπάρχει απόλυτη ασφάλεια και για αυτόν τον λόγο «πρέπει να αγαπάμε τους επίσης καταδικασμένους συνανθρώπους μας και να εργαζόμαστε δίχως ελπίδα ούτε απόγνωση για τον περιορισμό των βασάνων. Η ζωή είναι ένα άσυλο, όχι ένα νοσοκομείο».
Οταν στο Οράν επικρατεί τελικά ο θάνατος με εκατοντάδες ανθρώπους να ξεψυχούν καθημερινά, ένας καθολικός ιερέας αρχίζει να μιλά για «θεία τιμωρία». Ομως ο γιατρός Ριέ γνωρίζει πως «o πόνος είναι τυχαίος, δεν έχει νόημα, είναι απλώς παράλογος και αυτό είναι το πιο ευγενικό που μπορεί να πει κανείς για αυτόν». Εργάζεται ακούραστα για να συνδράμει τους συνανθρώπους του αλλά δεν είναι ήρωας, είναι απλά αξιοπρεπής και κάνει τη δουλειά του.
Επειτα από έναν χρόνο η επιδημία υποχώρησε τελικά και οι κάτοικοι του Οράν ξεχύθηκαν στους δρόμους για να γιορτάσουν τη σωτηρία τους και τη σταδιακή επιστροφή τους στην κανονικότητα. Αλλά ο γιατρός Ριέ ήξερε πως «αυτό το χρονικό δεν θα μπορούσε να είναι το χρονικό της τελικής νίκης […] αναλογιζόταν πως αυτή η χαρά ποτέ δεν θα ήταν σίγουρη», ήξερε πως ο βάκιλος της πανούκλας «δεν πεθαίνει ποτέ» και «περιμένει υπομονετικά στις κάμαρες, στα υπόγεια, στα κιβώτια, στα μαντήλια και στα παλιά χειρόγραφα», ήξερε πως ίσως «θα ερχόταν μια μέρα που η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να πεθάνουν σε μια ευτυχισμένη πολιτεία», σύμφωνα με τον ίδιο τον Καμύ. Ο οποίος εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά επίκαιρος, καταλήγει ο Ντε Μποτόν, όχι επειδή είχε μαντικές ικανότητες αλλά γιατί είχε αντιληφθεί και αποδεχτεί την ανθρώπινη φύση, γιατί γνώριζε πως κανένας δεν έχει ανοσία απέναντι στον θάνατο…..