Πως κατά τη διάρκεια της σχεδόν τριακονταετούς ενασχόλησής του με την πολιτική, ο ατλαντισμός και ο ευρωπαϊσμός αποτελούσαν ανέκαθεν θεμέλια της δράσης του επισήμανε, ή μάλλον αναγκάστηκε να επισημάνει, το βράδυ της Τετάρτης ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετά τον σάλο που προκάλεσε η διαρροή νέου ηχητικού ντοκουμέντου, στο οποίο ο ηγέτης του Forza Italia ακούγεται να προασπίζεται τον Βλαντίμιρ Πούτιν και να βάλλει κατά του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Επισήμανε επίσης πως η θέση του ίδιου και του κόμματός του όσον αφορά τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία «δεν διαφέρει από εκείνη της κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας». Ωστόσο, αρκετοί στην Ιταλία δεν πείθονται από τις δηλώσεις του γηραιού πολιτικού.
Ολα όσα είπε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν τα είπε τυχαία. Το ότι, απευθυνόμενος στους βουλευτές του κόμματός του, ζήτησε «απόλυτη εχεμύθεια», καταδεικνύει πως γνώριζε πολύ καλά τη λεπτότητα του θέματος που έθιγε, μιλώντας για τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Η παρέμβαση του δεν ήταν τυχαία. «Τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού είναι αποτέλεσμα μιας μακράς και συγκεκριμένης προσπάθειας που επιτελεί το Κρεμλίνο στην Ιταλία εδώ και μήνες, όπως γνωρίζουν οι υπηρεσίες ασφαλείας μας, για να επηρεάσουν και να φέρουν πιο κοντά την πολιτική και την κοινή γνώμη. Μια προσπάθεια που, προφανώς, τις τελευταίες εβδομάδες επικεντρώθηκε στην κεντροδεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης», γράφουν οι Τζουλιάνο Φοσκίνι και Αντρέα Γκρέκο της La Repubblica. Πώς, όμως, κατέληξε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι να εκτελεί χρέη απολογητή του Πούτιν στην Ιταλία;
Η Μόσχα θεωρεί την Τζόρτζια Μελόνι απροσπέλαστη, όπως και το κόμμα της, τα Αδέλφια της Ιταλίας, δεδομένου ότι τα μηνύματά τους υπέρ του ατλαντισμού είναι ξεκάθαρα. Υπάρχει, φυσικά, και ο Ματέο Σαλβίνι. Ο ηγέτης της Λέγκας «με το μπλουζάκι του Πούτιν, είναι, προφανώς ο φυσικός συνομιλητής» του Κρεμλίνου στην Ιταλία, αναφέρουν οι ιταλοί δημοσιογράφοι. Ωστόσο, η ακύρωση, την τελευταία στιγμή, προγραμματισμένου ταξιδιού στη Μόσχα, στα τέλη Μαΐου, είχε ως αποτέλεσμα να πάψει το Κρεμλίνο να τον θεωρεί τον πλέον αξιόπιστο «σύμμαχό» της.
Οσο για τον Μπερλουσκόνι, καταρχάς είναι γνωστό πως στενοί συνεργάτες του διάκεινται ευμενώς απέναντι στη Μόσχα. Ο ρωσομαθής Βαλεντίνο Βαλεντίνι, παρότι δεν επανεξελέγη στην ιταλική Βουλή, εξακολουθεί και να εκτελεί χρέη συμβούλου του Μπερλουσκόνι και να έχει εξαιρετικές σχέσεις με τους ημέτερους του Πούτιν. Οσο για τον Πάολο Σκαρόνι, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Eni, το όνομα του οποίου ακούστηκε αρκετές φορές τις προηγούμενες ημέρες για το υπουργείο Ενέργειας, δεν έχασε ποτέ τους δεσμούς του με τη Μόσχα.
Ομως, ο «άμεσος σύνδεσμος» μεταξύ Ρωσίας και Ιταλίας είναι ο σύνδεσμός με τον ίδιο τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η προσωπική του σχέση με τον πρόεδρο της Ρωσίας, «μια σχέση φιλίας, αλλά κυρίως συμφερόντων, που είχε ως μοχλό τις ρωσικές προμήθειες φυσικού αερίου στην Ιταλία. Συμβόλαια πολλών δισ. δολαρίων, σχεδόν όλα υπογεγραμμένα μεταξύ Gazprom και Eni», γράφουν οι δημοσιογράφοι της La Repubblica.
Επικαλούνται, μάλιστα, τον Πάολο Γκουτσάντι, δημοσιογράφο και πρώην βουλευτή του Κόμματος της Ελευθερίας, του πρώτου κόμματος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Κάποια στιγμή, οι δύο άνδρες ήρθαν σε ρήξη, κυρίως επειδή ο Γκουτσάντι επέκρινε ανοιχτά τον τότε (2009) πρωθυπουργό Μπερλουσκόνι για τις φιλορωσικές πολιτικές του.
Τελικά, ο Γκουτσάντι αποσκίρτησε από το κυβερνών κόμμα και πέρασε στα έδρανα της αντιπολίτευσης, ενώ στη συνέχεια έγραψε μια σειρά από επικριτικά βιβλία για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, από τα οποία ξεχωρίζει το «Γκουτσάντι κατά Μπερλουσκόνι».
Μάλιστα, πριν από χρόνια, ο σφοδρός επικριτής του Μπερλουσκόνι είχε παρατηρήσει πως ο «καβαλιέρε» μιλούσε για τον «Βλαντ» «ωσάν να ήταν αρραβωνιαστικιά του» και είναι αλήθεια πως η χημεία μεταξύ των δύο ανδρών κατέστη εμφανής αμέσως. Με το πέρασμα των χρόνων ανέπτυξαν στενές προσωπικές σχέσεις, τις οποίες δεν σταμάτησαν ποτέ να καλλιεργούν και να επιβεβαιώνουν κατά τις πάμπολλες και τακτικές συναντήσεις τους, αρκετές από τις οποίες ήταν άτυπες.
Πέρα, όμως, από το συνταίριασμα χαρακτήρων και ιδεολογιών, βάση της σχέσης των δύο ανδρών αποτέλεσε και αυτό που ο Γκουτσάντι αποκαλεί στο βιβλίο του «λέσχη του φυσικού αερίου», στο οποίο, εκτός από τον Μπερλουσκόνι και τον Πούτιν, ανήκαν επίσης ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ ως μέλος αντιμετωπιζόταν συχνά και ο Μουαμάρ Καντάφι.
Κατά τη διάρκεια ιδιωτικών συναντήσεων, άλλοτε στην Ευρώπη, άλλοτε στη Ρωσία, «καθόριζαν μεταξύ τους το μέλλον ευρωπαϊκών προμηθειών φυσικού αερίου. Σύμφωνα με τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, της Γεωργίας και της Ιταλίας, το καθένα από τα μέλη ήταν πρόθυμο να ευνοήσει τα υπόλοιπα λόγω και προσωπικών ανταλλαγμάτων», συνοψίζουν οι δημοσιογράφοι της La Repubblica, αναφερόμενοι ενδεικτικά στον Γκέρχαρντ Σρέντερ και στις θέσεις που αυτός κατέλαβε στους ρωσικούς ενεργειακούς κολοσσούς Gazprom και Rosneft, αλλά και στην Nord Stream.
Οσον αφορά τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μπορεί να έχει διαψεύσει δημοσιεύματα που τον παρουσίαζαν ως κάτοχο, μέσω μιας εικονικής εταιρείας, ενός μικρού κοιτάσματος στο Καζακστάν, «αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί τη συνεχή υποστήριξη που παρείχε στις ρωσικές πρωτοβουλίες για διείσδυση στις ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου», επισημαίνουν οι ιταλοί σχολιαστές.
Σε αυτό το πλαίσιο, το 2005, η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι διόρισε επικεφαλής τoυ ιταλικού ενεργειακού κολοσσού ENI τον Πάολο Σκαρόνι. Στον νυν πρόεδρο της Μίλαν και αντιπρόεδρο της Rothchild Italia, καθώς και στον οικογενειακό του φίλο Μπρούνο Μεντάστι, ο «καβαλιέρε» εμπιστεύθηκε τότε μια ειδική αποστολή που επρόκειτο να ευχαριστήσει ιδιαίτερα τη Μόσχα: «Να πάρουν τρία δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου από την Eni και να τα πουλήσουν, μέσω μιας επί τούτω ιδρυθείσας εταιρείας, στην Ιταλία».
Επρόκειτο για ένα «ιταλορωσικό friends and family» (προσφορά μετοχών μιας νέας εταιρείας σε συγγενείς και φίλους), αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Τζουλιάνο Φοσκίνι και Αντρέα Γκρέκο, η οποία, όμως, ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή.
Ο Πάολο Σκαρόνι τασσόταν επίσης αναφανδόν υπέρ της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου South Stream, με τον οποίο οι Ρώσοι ήθελαν να παρακάμψουν την Ουκρανία, ήδη από το 2007. Αλλά και αυτό το έργο ναυάγησε, παρά την έναρξή του, λόγω των πιέσεων που άσκησαν οι ΗΠΑ στη Βουλγαρία. Ηταν Δεκέμβριος του 2014 και πριν από μερικούς μήνες η Ρωσία είχε προσαρτήσει την Κριμαία.