Μια υπέρλαμπρη ηλιόλουστη ημέρα του καλοκαιριού, πηγαίνεις για μπάνιο, αν έχεις την τύχη να βρίσκεσαι κοντά στη θάλασσα, για ψώνια αν είσαι στην πόλη, για έναν περίπατο στο δάσος. Αλλά δεν είναι τόσο απλό όσο ισχυρίζεται η καλοκαιρινή ατάκα «φόρεσα κάτι απλό και βγήκα». Χρειάζεσαι, επιπλέον, τα απολύτως απαραίτητα αξεσουάρ που θα κρατήσουν μακριά την επικίνδυνη ηλιακή ακτινοβολία: Πλατύγυρο καπέλο για τη λυτρωτική σκιά του σε πρόσωπο και σε λαιμό, γυαλιά ηλίου και μια γενναία στρώση αντηλιακού σε όλα τα ακάλυπτα μέρη του σώματος.
«Odi et amo/ Μισώ και αγαπώ» έγραψε ο Κάτουλλος στο ποίημα 85, ίσως το πιο διάσημο δίστιχο της Ρωμαϊκής ελεγείας (Odi et amo. Quare id faciam, fortasse requires/Nescio, sed fieri sentio et excrucior – Μισώ και αγαπώ. Γιατί το κάνω αυτό, θα ρωτήσεις /Δεν ξέρω, αλλά νιώθω ότι συμβαίνει και βασανίζομαι).
Τον στίχο του ρωμαίου ποιητή μας θυμίζει στον Economist η Αν Ρόου, για να γράψει αμέσως μετά «Λαχταρώ τον ήλιο, αλλά τον αποκρούω. Τον απολαμβάνω, αλλά πηγαίνω προετοιμασμένη για πόλεμο». Ο ήλιος των παιδικών μας χρόνων ήταν καλοπροαίρετος, γράφει η συγγραφέας και αρθρογράφος της εβδομαδιαίας βρετανικής εφημερίδας, ένας χαρούμενος δίσκος με ακτίνες που γελούσε ζωγραφισμένος παντού, από παιχνίδια παραλίας μέχρι πακέτα δημητριακών, κάνοντας τους πάντες τόσο λαμπερούς και χαρούμενους όσο και ο ίδιος.
Θυμάστε; Οταν ήμασταν παιδιά, δεν νιώθαμε ότι φταίει ο ήλιος που ιδροκοπούσαμε. Ρουφάγαμε την ενέργειά του για να παίζουμε στη θάλασσα, στις πλατείες και τα χωράφια με τα καλαμπόκια, να κυλιόμαστε στα λιβάδια. Ο ήλιος κοκκίνιζε τα μάγουλά μας, τα βατόμουρα στους φράχτες, τις άγριες φράουλες και τις ντομάτες στους κήπους των γιαγιάδων μας (κάνοντας τώρα πια την ανάμνηση των αρωμάτων τους σχεδόν βασανιστική).
Σχεδόν όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί είχαν τον ήλιο θεό τους, ήταν αυτός που έδινε ζωή και φως στον κόσμο, σηματοδοτούσε τον χρόνο και έβλεπε τα πάντα. Στην αρχαία τέχνη, ο Ηλιος συχνά εμφανίζεται σαν νεαρός άνδρας με ηλιακό στέμμα που οδηγεί ένα τέθριππο στον ουρανό. Ταυτίστηκε, δε, με σημαντικούς θεούς. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν τον Απόλλωνα, θεό της μουσικής και του φωτός, προστάτη των τεχνών, του κυνηγιού και της μαντείας. Ηταν αειγενέτης (γεννιέται ασταμάτητα), Φοίβος (λαμπερός θεός) και χρυσοκόμης (με ξανθά χρυσά μαλλιά), Μουσηγέτης (αρχηγός του χορού των Μουσών και η λύρα ήταν το όργανό του) και Κουροτρόφος (προστάτης της νεότητας).
Ο Sol Invictus (Ανίκητος Ηλιος) ήταν ο θεός του ήλιου της μεταγενέστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και προστάτης των στρατιωτών, ενώ για τους Αιγύπτιους ο Ρα ήταν ο θεός Ηλιος με κεφάλι γερακιού, ο υπέρτατος άρχοντας, ο πρώτος βασιλιάς και δημιουργός των πάντων και ενσάρκωσή του επί της Γης ήταν οι Φαραώ. Ο Μίθρας ήταν ο περσικός θεός του φωτός και της σοφίας (Ζωντανό Πνεύμα/ Spiritus Vivens, δημιουργός ζωής και μεταδότης) που λατρευόταν στην Ανατολική Μεσόγειο και ταυτίστηκε αρχικά με τον αρχαϊκό ελληνικό θεό του Ηλιου και αργότερα με τον Σολ Ινβίκτους.
Το Gayatri Mantra (γνωστό και ως Savitri Mantra) από το Rig Veda (Mandala 3.62.10), το πιο ιερό από όλα τα ινδουιστικά μάντρα, είναι αφιερωμένο στον Σαβίτρ, θεότητα του Ηλιου. Αλλά και οι Χριστιανοί προσεύχονται το πρωί στραμμένοι προς την Ανατολή, καθώς ο ανατέλλων ήλιος ταυτίζεται με τον Χριστό.
Οι θεοί είχαν πολλαπλές διαθέσεις και χαρακτήρες, και ο Ηλιος δεν αποτελούσε εξαίρεση: ήταν ένας πιο εργατικούς θεούς, που οδηγούσε το άρμα του καθημερινά από την Ανατολή στη Δύση και ξανά πίσω μέχρι να κουραστεί, και έμενε με τους εραστές μέχρι να προκαλέσει εκλείψεις. Σε ένα αρχαίο ελληνικό αγγείο, εμφανίζεται να ταξιδεύει στη θάλασσα στο κύπελλο του Δελφικού τρίποδα. Και ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές λέει πως, κατά το ηλιοβασίλεμα, ο Ηλιος έμπαινε σε ένα μεγάλο κύπελλο από ατόφιο χρυσάφι και με αυτό διέσχιζε τον Ωκεανό από Δυσμάς προς Ανατολάς. Αλλά δεν ήταν μόνο ένα πράγμα: Ο ήλιος ήταν φως και σκοτάδι, δημιουργός και καταστροφέας, που έφερνε λοιμούς και θεραπείες, μαζί με έναν σωρό από απρόβλεπτες ενέργειες.
Ωστόσο, ακόμη και όταν οι επιστήμονες έκαναν τον κόσμο λιγότερο μυστικιστικό, ο ήλιος διατήρησε τον αντιφατικό χαρακτήρα του, γράφει η Αν Ρόου στον Economist. Hταν ακόμα ένδοξος και χαρούμενος, ο άνθρωπος, όμως, είχε πλέον τη δυνατότητα να τον κατανοήσει και να τον χρησιμοποιήσει. Ο Χέντελ στη άριά του «Eternal source of light divine» με την οποία ανοίγει η «Ωδή για τα Γενέθλια της Βασίλισσας Αννας» (1713) ζητάει από την αιώνια πηγή θεϊκού φωτός να στείλει με τις ακτίνες του «διπλή ζεστασιά και με λάμψη ξεχωριστής δόξας να προσθέσει στιλπνότητα σε αυτή την ημέρα». Δεκαετίες νωρίτερα, στο ποίημά του «Ανατολή του Ηλίου» («The Sun Rising») ο άγγλος ποιητής και θεολόγος μυστικιστής Τζον Ντον (1572-1631) αποκάλεσε τον ήλιο «πολυάσχολο γέρο ανόητο» και «απείθαρχο» επειδή φώτισε το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος με την ερωμένη του…
Τα τελευταία χρόνια σκέφτεται περισσότερο σαν τον Ντον, γράφει στον Economist η Αν Ρόου. Οταν μετακόμισε στο πιο ηλιόλουστο μέρος της Βρετανίας, στη νότια ακτή της, η βρετανή συγγραφέας απολάμβανε τη σχεδόν διαρκή φωτεινότητα του τόπου. Εκστασιασμένη έγραψε, μάλιστα, το «Six Facets of Light», ένα «μαγευτικό υβρίδιο βιογραφίας, απομνημονευμάτων και περιγραφής της φύσης», όπως το χαρακτηρίζει η Κάθριν Χιουζ παρουσιάζοντας το βιβλίο στον Guardian.
Ωστόσο τώρα πια έχει γνωρίσει και τη λιγότερο δελεαστική πλευρά του φωτός: «Ο ίδιος ήλιος που γεμίζει το σπίτι μου με ευτυχία, ξασπρίζει επίσης τις φωτογραφίες μου, αφήνοντας να επιβιώσει μόνο το μπλε. Στεγνώνει την μπογιά γύρω από τα κουφώματα των παραθύρων μου και δίνει στα λευκά σεντόνια μια παράξενη απόχρωση του κίτρινου», γράφει στον Econimist και προσθέτει, «Ο ήλιος που μου χαρίζει επίσης ένα κολακευτικό μαύρισμα, ύστερα από λίγες ώρες, καίει το δέρμα μου και το στεγνώνει εντελώς σαν να είναι φούρνος».
Τώρα πια τα στόρια της κατεβαίνουν συχνά, αναζητά παγκάκια στη σκιά, και όπως έκαναν οι γιαγιάδες της, δεν βγαίνει ποτέ στη ζέστη του καλοκαιριού χωρίς το πλατύγυρο καπέλο της, ομπρέλα και ένα φόρεμα κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό.
Οι γιαγιάδες μας –Εγγλέζες και Ελληνίδες– φοβούνταν ότι το άγγιγμα του ήλιου θα τις έκανε να μοιάζουν με αγρότισσες, που δούλευαν στα χωράφια. Ο δικός μας φόβος, όμως, είναι υπαρξιακός: η ηλιακή ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει καρκίνο. Αναμφισβήτητα ο ήλιος είναι τώρα πιο καυτός από ότι παλιά. Το λένε τα θερμόμετρα, οι φρικτές πυρκαγιές σε όλη την Ευρώπη, τα ποτάμια και οι λίμνες που στεγνώνουν στη Γαλλία και τη Γερμανία, οι κτηνοτρόφοι, Ελληνες και Ελβετοί, που σφάζουν τα κοπάδια τους, αιγοπρόβατα και αγελάδες αντίστοιχα, γιατί τα βοσκοτόπια τους ξεράθηκαν και δεν έχουν τροφές να τα ταΐσουν.
Η Ρόου έχει νιώσει την αλλαγή στο πετσί της. Κανένα άλλο καλοκαίρι, λέει, δεν ένιωσε να καίγεται, όπως τα καλοκαίρια του 2018 και του 2019, όταν οι λόφοι του Σάσεξ έμοιαζαν με σφυρήλατο χαλκό και κάθε συστάδα με σκελετωμένα άγρια σπάρτα ήταν γεμάτη με λαχανιασμένα πρόβατα. «Ο ήλιος ήταν σκληρός με έναν τρόπο νέο για μένα» γράφει στον Economist.
Παρ’ όλα αυτά, η αφοσίωσή της στον ήλιο παραμένει ακλόνητη, πράγμα που εν μέρει οφείλεται στο ότι μπορεί να κατηγορήσει μόνο εμάς τους ανθρώπους για την υπερθέρμανση του πλανήτη, και εν μέρει επειδή η θέα του ήλιου τη γεμίζει ακόμα ακαταμάχητη ευτυχία. Κυρίως, όμως, οφείλεται στην πεποίθησή της ότι πίσω από τον ορατό ήλιο κρύβεται μια δύναμη και ένα στοιχείο που είναι ακόμα μεγαλύτερα, το αστέρι μας είναι απλώς αντανάκλαση και υπενθύμισή τους.
Και έτσι, ανάμεσα σε όλα τα ξασπρισμένα και στεγνωμένα πράγματά της, σηκώνει τα μαυρισμένα χέρια της (που ενυδατώνει επιμελώς) και εξακολουθεί να προσεύχεται με το βλέμμα στραμμένο στην Ανατολή.
Τι ποιητικά που περιγράφει η αγγλίδα συγγραφέας τον ζωοδότη από τη μία και καταστροφικό από την άλλη ήλιο μας! Και ναι, δεν φταίει αυτός, εμείς οι άνθρωποι φταίμε. Το ξέρουμε πια.