Ο Κώστας Χαρώνης είναι θαλερός, μοιάζει «νέος», παρά το γεγονός ότι διανύει το 89ο έτος της ζωής του. Είναι από τους τυχερούς εκείνους ανθρώπους που ο χρόνος δεν έχει αγγίξει τη συγκρότηση, τη μνήμη και το συναίσθημα τους, κάνοντας τον ζηλευτό συνομιλητή. Ιδίως όταν το αντικείμενο είναι το Πολυτεχνείο, και τα γεγονότα του ‘73.
Η ιδιαιτερότητα της αφήγησης του ερείδεται στο γεγονός ότι ο ίδιος δεν πήγε στην Πατησίων εκείνη τη νύχτα.
Ήταν όμως στο «πόστο» του, στο χειρουργείο, επί 36 συνεχείς ώρες, μετά τα γεγονότα που στιγμάτισαν την αποδρομή της Χούντας. Διευθυντής της Γ’ (μιας εκ των τριών) Χειρουργικής Κλινικής του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου («Γεώργιος Γεννηματάς» σήμερα, «Ρυθμιστικό Κέντρο» τότε), ήταν από τα πρόσωπα που έπαιξαν κομβικό ρόλο στη σωτηρία πολλών εκ των τραυματιών του Πολυτεχνείου. Και ηχεί συγκλονιστικό πώς μια έμπειρη ιατρική ματιά πάνω σε ματωμένα σώματα μπορεί να δώσει στρατηγικής σημασίας, ιστορικές πληροφορίες για το σκηνικό εκείνης της νύχτας.
Ο ίδιος ταράζεται ακόμη όταν περιγράφει ότι τα σημεία από τα οποία είχαν μπει οι σφαίρες στα κορμιά των νέων, δήλωναν την ύπαρξη ελεύθερων σκοπευτών σε ταράτσες και ψηλούς ορόφους κτιρίων της περιοχής.
«Το Γενικό Κρατικό είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο επείγουσας περιθάλψεως… Εκείνη τη νύχτα, έτυχε να εφημερεύει η δική μου Κλινική. Είχα ακούσει νωρίτερα, την ίδια μέρα, τη Μαρία Δαμανάκη, από τον σταθμό του Πολυτεχνείου να μιλάει για τραυματίες, και απορούσα. Έτρεξα στο νοσοκομείο. Η διοίκηση συμφώνησε να ανοίξουμε και τις τρεις Κλινικές, και να στείλουμε ασθενοφόρο στο Πολυτεχνείο. Είχαν πάει μαζί, θυμάμαι, δυο συνάδελφοι χειρουργοί, ο Νίκος Σβούρας και ο Γιάννης Θεόπιστος. Ύστερα από καμιά-δυο ώρες, άρχισαν να καταφθάνουν στο νοσοκομείο οι τραυματίες.
Από τους πρώτους, βαριά λαβωμένους, μπορούσε κανείς να διαπιστώσει τη φορά των βλημάτων, από πάνω από τα κάτω. Ηταν σαφές ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν χτυπηθεί, ενώ ήταν στον δρόμο, από ψηλά, από ελεύθερους σκοπευτές. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πώς μπορούσαν Ελληνες να το έχουν κάνει αυτό…Ηταν βαρύ να το πιστέψω».
»Όλο το νοσοκομείο έμεινε επί 36 ώρες στο πόδι. Κρατούσαμε όσους βρίσκονταν σε μεγάλο κίνδυνο, τους υπόλοιπους τους στέλναμε σε άλλα νοσοκομεία. Αρκετούς, που ήταν χτυπημένοι στα πόδια, τους «διώχναμε» στο ΚΑΤ. Ήταν πολλοί αυτοί που από φόβο, τον φόβο των αντιποίνων αργότερα από τη Χούντα, δεν έδιναν τα πραγματικά τους ονόματα. «Πείτε τους να μας δώσουν ό,τι ονόματα θέλουν, αρκεί να τα θυμούνται αργότερα», λέγαμε στις γραμματείες. Δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί τα προβλήματα που θα δημιουργούσαν στο μέλλον εκείνα τα επινοημένα ονόματα, όταν οι τραυματίες στο Πολυτεχνείο θα διεκδικούσαν αναπηρικές συντάξεις, χωρίς την πραγματική τους ταυτότητα».
Ο κ. Χαρώνης έμαθε από τους συνεργάτες του στο Γενικό Κρατικό, ότι ενόσω εκείνος κρατούσε νυστέρι, άνδρες με στρατιωτικά εισέβαλαν ουρλιάζοντας στον διάδρομο του νοσοκομείου, στα εξωτερικά ιατρεία. «Ο κόσμος πηδούσε από τα παράθυρα. Επικρατούσε τρόμος. Οι νοσηλευτές φυγάδευαν συγγενείς και τραυματίες, όπως μπορούσαν. Ευτυχώς, εμάς, στο χειρουργείο, δεν μας εμπόδισε κανείς να βοηθήσουμε. Δεν θα ξεχάσω μάλιστα, όσο ζω, μια κοπέλα, την πιο τυχερή κοπέλα στον κόσμο… Η σφαίρα είχε κάνει τρύπα κάτω από την αριστερή μασχάλη, διαπέρασε τον θώρακα, έκανε ουσιαστικά βόλτα στο στέρνο, πέρασε μπροστά από την καρδιά και έφθασε στο δεξί πνευμόνι – από κει τη βγάλαμε. Είχαν σωθεί και δυο νέοι με τρώσεις στον οισοφάγο. Ποτέ δεν ξεχνώ ασφαλώς και τον Γιώργο Οικονόμου, 23χρονο φοιτητή τότε, μετέπειτα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Είχε σοβαρό αιμάτωμα στην κοιλιά, η σφαίρα είχε τρυπήσει τα έντερα, το στομάχι, και είχε σφηνωθεί μέσα στην αορτή. Έμοιαζε σχεδόν πεθαμένος όταν τον αντίκρισα. Τον ταμπονάραμε, τον δέσαμε και τον στείλαμε, στον Γιώργο τον Ανδριτσάκη στο Ιπποκράτειο, άλλες πέντε ώρες χειρουργείο. Τι να πρωτοθυμηθώ… Ακόμη, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το μακελειό».
Παρά τις ατέλειωτες ώρες πάνω από το χειρουργικό τραπέζι, σε φάσμα 29.500 επεμβάσεων ο κ. Χαρώνης ξεχωρίζει τους τραυματίες του Πολυτεχνείου. Και παρά την προσφορά, παραμένει σεμνός. «Ναι, θα ήταν ενδιαφέρον να συναντήσω κάποιους από τους ανθρώπους που έσωσα εκείνο το βράδυ. Δεν ξέρω όμως αν θα με θυμούνται πια».
ΥΓ: Δεκαετίες αργότερα, ο Γιώργος Ν. Οικονόμου εξέδωσε βιβλίο για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, το οποίο και αφιέρωσε στους γιατρούς που τον έσωσαν, τον Κώστα Χαρώνη και τον Γιώργο Ανδριτσάκη.