Ο Γιάννος Παπαντωνίου δεν χρειάστηκε να απολογηθεί σε δικαστική αίθουσα. Η προσωρινή κράτηση – προφυλάκισή του επί 17 ολόκληρους μήνες, για την υπόθεση του εκσυγχρονισμού των φρεγατών τύπου «S», πήρε τέλος, με τον ίδιο να κατευθύνεται σπίτι του: το κατηγορητήριο κρίθηκε έωλο, δεν μπορούσε να στηρίξει ακροαματική διαδικασία, ως εκ τούτου ζητήθηκε περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης. Η τροπή των πραγμάτων τού επέτρεψε να γράψει την «Προσωπική Μαρτυρία», βιβλίο που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις Εκδόσεις Παπαζήση. Να εξομολογηθεί, να δώσει εξηγήσεις για τα ποινικά αδικήματα που του είχαν καταλογισθεί, να προσδώσει ειδικό βάρος σε όσα εξαρχής υποστήριζε ενώπιον των ανακριτών, να περιγράψει πώς άντεξε στη φυλακή, να ευχαριστήσει όλους όσοι τον στήριξαν. Και πάντως να ανακεφαλαιώσει: ήταν ορόσημο, σε ανθρώπινο και πολιτικό επίπεδο, η φυλακή για τον πρώην υπουργό.
Το Protagon συμπυκνώνει σε επτά άξονες, σταχυολογώντας τα πιο ενδιαφέροντα σημεία, την έκδοση των 200 σελίδων:
Η Οδύσσεια και η νύχτα στο Μεταγωγών. Ο συγγραφέας προσδιορίζει τη μακρά περιπέτεια του ως Οδύσσεια. Εχει ασφαλώς ενδιαφέρον ότι δεν πιάνει το νήμα της από τον εγκλεισμό του στο κελί που κάποτε «φιλοξενούσε» μέλος της 17Ν, αλλά από την κοινοβουλευτική διαδικασία, την Εξεταστική Επιτροπή που συστήθηκε επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, το 2004, προκειμένου να διερευνήσει τα πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ στο πεδίο της Άμυνας. Ο Παπαντωνίου μιλάει με βαριές εκφράσεις για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων – «είναι τρομακτικές οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σημειώνει -, και «βίαιες κινήσεις», που δε μπορούσε ούτε να τις φανταστεί. Στην κορύφωση της περιπέτειας του, την 23η Οκτωβρίου του 2018, το σοκ της Ευελπίδων, περασμένα μεσάνυχτα, στο άκουσμα της απόφασης για προφυλάκιση του ιδίου και της συζύγου του Ρούλας, διαδέχθηκε το σοκ της ποινικής πραγματικότητας, στο Μεταγωγών: «Οι συνθήκες στο Μεταγωγών ήταν άθλιες. Βρόμικοι χώροι, χτιστά πεζούλια χωρίς σκεπάσματα, σκουπίδια παντού, μπουκάλια με ούρα, γιατί προφανώς υπήρχε πρόβλημα στις τουαλέτες. Καταφέραμε με δυσκολία να περάσουμε το βράδυ».
Η αστική ανατροφή και ο Κορυδαλλός. Δεν του χρειάζονται πολλά λόγια και φιοριτούρες, ο πρώην υπουργός περνάει σε αναμέτρηση με τον βαθύτερο εαυτό του και λέει ωμά, ξεκάθαρα για τη νύχτα της προφυλάκισης: «Μου περνούσε διαρκώς η σκέψη ότι ήταν ευτύχημα το γεγονός ότι δεν ζούσε η μητέρα μου». Ολόκληρη η μαρτυρία του, διατρέχεται άλλωστε από πορτρέτα, χαρακτηρισμούς, αναφορές στην αστική ανατροφή του, μέσα από την οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει το αδιανόητο που ενείχε για τον ίδιο μια τέτοια εξέλιξη στη ζωή του. «Στο μυαλό μου έρχονταν συνεχώς εικόνες των προσώπων της οικογένειάς μου, που αγαπούσα και σεβόμουν». Η μητέρα του, ο πατέρας του, η γιαγιά του, ο αδελφός της μητέρας του το όνομα του οποίου έχει πάρει, ο παππούς του, είναι όλοι παρόντες στο βιβλίο. «(…) Έπρεπε να συμβιβάσω αυτές τις εικόνες με την πραγματικότητα που θα βίωνα τους επόμενους μήνες».
Το Δόγμα Πολάκη και η Χούντα. Εντυπωσιακές – αν μη τι άλλο – είναι οι αναφορές στο θεσμικό σύστημα, στους κόλπους του οποίου κινήθηκε έως ότου οδηγηθεί στη φυλακή: τη Δικαιοσύνη. Ο πρώην υπουργός κάνει λόγο για αίσθημα «Χούντας» κατά την επαφή του με την Εισαγγελία Διαφθοράς. Μιλάει για «κατασκευασμένες κατηγορίες» και «μεταφυσικές παραδοχές», «σκηνοθετημένη διήμερη ανάκριση για επικοινωνιακούς λόγους» και «κατάχρηση εξουσίας». Ο ίδιος θέλει ως κεντρικό άξονα της ιστορίας του το Δόγμα Πολάκη, από την πρώτη νύχτα της κράτησής του είχε χαρακτηρίσει κατά αυτό τον τρόπο τη θέση του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας: «Κατά μία… καθόλου περίεργη σύμπτωση, η προφυλάκισή μου διατάχθηκε λίγες μέρες μετά τη δήλωση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ ότι «θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε κάποιους φυλακή». Όπως προέκυψε αργότερα, στο πλαίσιο της έρευνας για την υπόθεση NOVARTIS, οι φυλακίσεις πολιτικών αποτελούσαν μέρος του σχεδίου του για διασφάλιση της παραμονής του στην εξουσία. Η διενέργεια όμως πρόωρων εκλογών, καθώς και εξελίξεις στην ίδια την υπόθεση NOVARTIS φαίνεται ότι δεν επέτρεψαν την πλήρη ανάπτυξη του σχεδίου».
Οργή, αλλά και πρόγραμμα στη φυλακή. Η φυλακή δεν είναι εύκολη – για κανέναν, πόσο μάλλον για έναν πρώην υπουργό. Ο Γιάννος Παπαντωνίου έπρεπε να διαχειριστεί συναισθήματα, και ένα περιβάλλον άθλιο, όπως αυτό του Κορυδαλλού. «Ένας πρόσθετος λόγος για την οργή μου ήταν το γεγονός ότι δεν εξέτια ποινή σε εκτέλεση καταδίκης για διάπραξη αδικήματος. Η φυλάκιση ήταν περιοριστικός όρος γιατί κρίθηκε ότι ήμουν δήθεν «ύποπτος φυγής», ότι «υπάρχει πιθανότητα να τελέσω άλλα αδικήματα» και ότι δεν συνεργαζόμουν με τις δικαστικές αρχές που με καλούσαν να ομολογήσω ψευδώς ότι έχω συνειδητά βλάψει το ελληνικό Δημόσιο με αντάλλαγμα μία μίζα!», υπογραμμίζει, αναφερόμενος στο ψυχικό κόστος της υπόθεσης αυτής. «Η στέρηση της ελευθερίας είναι βασανιστική γιατί θίγει την ανθρώπινη υπόσταση. Περιορίζει δραστικά τον ζωτικό χώρο. Περίπου όλες οι κινήσεις ετεροκαθορίζονται. Και ο άνθρωπος δεν έχει καν το δικαίωμα ένστασης. Υποτάσσεται. Αυτό έχει μεγάλο ψυχικό κόστος, που πρέπει να το διαχειριστεί. Ο τρόπος που επέλεξα ήταν η τήρηση ενός καθημερινού προγράμματος το οποίο να βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά στις πνευματικές μου ανάγκες και στις προδιαγραφές υγιεινής διαβίωσης».
Ο ίδιος δεν διστάζει να μιλήσει διεξοδικά για το πρόγραμμα αυτών των 17 μηνών. Τη συστηματική σωματική άσκηση, τα ζωτικής σημασίας τηλεφωνήματα και τα επισκεπτήρια Δευτέρα και Πέμπτη, το γράψιμο σκέψεων, το διάβασμα – με αναφορές στον Γιουβάλ Νόε Χαράρι αλλά και τους Ντάρον Ακέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον -, την έλλειψη της ενημέρωσης από το Διαδίκτυο, με μοναδική διέξοδο τις ειδήσεις από την τηλεόραση, το τάβλι. «Η επιβίωση σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον απαιτεί κανόνες και αυτορρύθμιση», γράφει, συμπυκνώνοντας τη φιλοσοφία του «εκεί», επί 531 ημέρες, με τέσσερις αιτήσεις αποφυλάκισης.
Απιστία, δωροδοκία, ξέπλυμα – και απαντήσεις. Ο πρώην υπουργός διαψεύδει τα πάντα, μα τα πάντα: τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν, το ότι αυτός και η σύζυγος του ήταν ύποπτοι φυγής, ότι έχει γαλλική υπηκοότητα και θα μπορούσε να διαφύγει στη Γαλλία, ακόμη και τους «ισχυρισμούς» για τους τραπεζικούς του λογαριασμούς, βάσει των οποίων προφυλακίστηκε : «ότι δήθεν «είχαμε καταθέσει έφεση στις 22-12-2017 κατά της ενεργοποιημένης απόφασης του Εισαγγελέα της Βέρνης για τη διαβίβαση των τραπεζικών δεδομένων στην Ελλάδα παρά τη δήλωση συναινέσεως που δώσαμε γι’ αυτή τη διαβίβαση». Αυτό σήμαινε ότι είχαμε δράσει με κακή πίστη».
Αποδομεί τα περί «απιστίας», επιμένοντας στην αναγκαιότητα τότε του εκσυγχρονισμού των φρεγατών – σημειώνει δε ότι αποτελεί διαχρονική κυβερνητική πρακτική, ακόμη και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. «Η επιλογή του εκσυγχρονισμού ήταν μονόδρομος. Οικονομικοί λόγοι και λόγοι εθνικής ασφάλειας απαγόρευαν οποιαδήποτε άλλη λύση. Ισχύει ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που διατείνονται οι συντάκτες του κατηγορητηρίου και της εισαγγελικής πρότασης: Θέμα «ελάττωσης της περιουσίας του ελληνικού Δημοσίου», και μάλιστα τεράστιο, θα ανέκυπτε σε περίπτωση όχι υλοποίησης αλλά διακοπής του προγράμματος του εκσυγχρονισμού των έξι φρεγατών λόγω ραγδαίας απαξίωσής τους. Αντίθετα, ο εκσυγχρονισμός αύξησε την περιουσία του ελληνικού Δημοσίου με το ένα δέκατο του κόστους σε σύγκριση με την εναλλακτική επιλογή της αγοράς νέων φρεγατών. Οι εκσυγχρονισμένες φρεγάτες συνεχίζουν να αποτελούν σήμερα την αιχμή της θαλάσσιας ισχύος της χώρας. Διαψεύστηκαν όσοι ισχυρίστηκαν ότι εγώ δήθεν «γνώριζα» πως το ελληνικό Δημόσιο θα «αναγκαζόταν σύντομα» να προχωρήσει στην αγορά νέων φρεγατών!».
Όσο για τη «δωροδοκία» και το «ξέπλυμα μαύρου χρήματος»; Αναδεικνύει πρωτίστως τη χρονική αναντιστοιχία ανάμεσα στις αναλήψεις (σε μετρητά) ενός αντιπροσώπου που έχει πεθάνει, από τραπεζικούς του λογαριασμούς, και τις καταθέσεις μετρητών γνωστού μου σε δικούς του λογαριασμούς. «Οι καταθέσεις μετρητών από γνωστό μου αποτελούν χρήματα αναλήψεων σε μετρητά του αντιπροσώπου από τραπεζικούς του λογαριασμούς, είναι εξωφρενικός», επισημαίνει. «Τα χρήματα ανήκαν σε εμένα και την οικογένειά μου. Όπως προκύπτει από την ανάλυση της προέλευσής τους (σσ: αναφέρεται στην οικογένεια του αλλά και την εκλιπούσα πρώην σύζυγό του Λία Καρτάλη, η οποία είχε μεγάλη περιουσία), αποτελούνται από εισοδήματα από την εργασία μου κυρίως στο εξωτερικό, αποταμιεύσεις καθώς και τόκους και αποδόσεις του κεφαλαίου επί μία τριακονταπενταετία και επίσης από οικογενειακές ενισχύσεις».
«Στομάχι έχεις;». Ο Γιάννος Παπαντωνίου επιχειρεί εκ παραλλήλου αναδρομή ως προς την πολιτική του πορεία. Υπουργικές θητείες, Χρηματιστήριο, Κέντρο Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής, ΟΝΕ. Στην έκδοση παρελαύνουν ονόματα βεληνεκούς, από τον Ανδρέα Παπανδρέου και την περίφημη ερώτηση που υπέβαλε στον συγγραφέα όταν εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα στην πολιτική («Στομάχι έχεις ;»), ως τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη. Τον Λοράν Φαμπιούς, τον Λιονέλ Ζοσπέν, τον Φρανσουά Ολάντ, με τους οποίους διατηρεί προσωπική φιλία. Τα ηχηρά ονόματα του βιβλίου δεν έχουν πάντα θετικό πρόσημο. Ο Μισέλ Ζοσεράν, πάλαι ποτέ στέλεχος της Thales, εμπλεκόμενο πολλαπλώς στην υπόθεση των φρεγατών, η δικαστική διαμάχη μαζί του, η καταδίκη του, όλα έχουν το μερίδιο τους στην αφήγηση Παπαντωνίου. Δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα 63 ονόματα γνωστών προσωπικοτήτων που είχαν στηρίξει την αποφυλάκισή του.
Η Ρούλα και η εγκληματική αδικία. Ο πρώην υπουργός δεν φείδεται συναισθημάτων και θετικών χαρακτηρισμών στο κείμενο για τη σύζυγό του, χαρακτηρίζοντας εγκληματικά άδικη την εμπειρία που η ίδια είχε στο δικό του όνομα. Επί 27 χρόνια συνοδοιπόρος του, και μητέρα ενός από τα παιδιά του, η Ρούλα Παπαντωνίου έχει διακριτή θέση στην «Προσωπική Μαρτυρία».
«Καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια να παραμείνουμε ψύχραιμοι, υπομένοντας στωικά να μπουν οι χειροπέδες και να οδηγηθούμε στο όχημα που θα μας μετέφερε στο Μεταγωγών», περιγράφει ο συγγραφέας. «Για πρώτη ίσως φορά στην κοινή μας ζωή ένιωσα ότι η Ρούλα με στήριζε, σφίγγοντάς μου το χέρι, περισσότερο απ’ ό,τι εγώ εκείνη».
Και συμπληρώνει σε άλλο σημείο: «Παράλληλα, η σκέψη μου δεν έφευγε από τη Ρούλα. Μου φαινόταν εγκληματικά άδικο να βρίσκεται στη φυλακή, και μάλιστα για λόγους που συνδέονταν με εμένα. Επιπλέον, την περίοδο εκείνη ήταν συναισθηματικά φορτισμένη από τον θάνατο της μητέρας της, που είχε συμβεί είκοσι μέρες πριν από την προφυλάκιση. Με τη Ρούλα έχουμε ζήσει μαζί είκοσι επτά χρόνια, έχουμε δημιουργήσει μια ωραία οικογένεια έχοντας αποκτήσει έναν γιο, τον Ιάσονα, που έκλεισε τα 21 του χρόνια και σπουδάζει στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας. Οι δυο μας έχουμε πραγματοποιήσει πολλά. Με στήριξε στην πολιτική, και ιδιαίτερα στην κυβερνητική μου διαδρομή, ως συνεργάτιδα. Είναι εξαιρετική μητέρα και για τα τρία της παιδιά, τον κοινό μας γιο Ιάσονα, και τον Αλέξανδρο και τον Στέφανο από τον πρώτο της γάμο. Έχει ήρεμη αλλά δυνατή προσωπικότητα, με αρχές και αξίες. Ο πρώτος μου στόχος λοιπόν ήταν η αποφυλάκισή της το συντομότερο δυνατό».
Το βιβλίο του Γιάννου Παπαντωνίου γράφτηκε, όπως λέει ο ίδιος, τις πρώτες μέρες μετά την αποφυλάκισή του – θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες. Το πρίσμα του, μετά και την εμπειρία του εγκλεισμού, είναι απείρως διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο στο παρελθόν. Ίσως για αυτό, ενέχει και μια απόχρωση τόσο προσωπική – μια απάντηση σε επικρίσεις και σχόλια για το ποιος ήταν, ποιος είναι: «Η σιγουριά μπορούσε να εκληφθεί και ως έπαρση. Τα όρια με την υπερβολική αυτοπεποίθηση δεν είναι πάντοτε εύκολα διακριτά. Σε κάθε περίπτωση, η έπαρση κρύβει έλλειψη σεβασμού προς τους άλλους. Αυτό είναι αντίθετο με την ιδιοσυγκρασία και τις αρχές μου. Πέρα από τον χαρακτήρα μου, η σιγουριά αντανακλά ένα στοιχείο της ανατροφής και της παιδείας μου, που ήταν η αξιοκρατία: ότι κατά κανόνα το καλό και το δίκαιο επικρατούν (ή πρέπει να επικρατούν)».