Η φοβία είναι μια τρομακτική, εξουθενωτική αίσθηση φόβου που σου δυσκολεύει τη ζωή και προκαλείται από υπερβολική ή μη ρεαλιστική αίσθηση κινδύνου σε έναν τόπο, από ένα αντικείμενο, ένα ζώο, μια κατάσταση. Τα είδη της είναι αναρίθμητα, αρκεί να προσθέσεις στο ερέθισμα την κατάληξη -φοβία και έπλασες μια καινούργια.
Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, για παράδειγμα, υπέφερε από αυγοφοβία, ένιωθε τρόμο στη σκέψη και μόνο των αυγών. «Φοβάμαι τα αυγά», είχε πει στην Οριάνα Φαλάτσι, το 1963 σε μια εκπληκτική συνέντευξη ποταμό με αφορμή την προβολή της ταινίας του «Τα Πουλιά» στο Φεστιβάλ Καννών: «Είναι χειρότερο και από φόβο, μου προκαλούν αηδία. Αυτό το άσπρο στρογγυλό πράγμα χωρίς τρύπες, που όταν το σπάσεις, υπάρχει μέσα του αυτό το κίτρινο πράγμα, στρογγυλό, χωρίς τρύπες… Μπρρ!», πρόθεσε.
«Εχετε δει ποτέ κάτι πιο αηδιαστικό από έναν κρόκο αυγού τη στιγμή που σπάει και χύνεται το κίτρινο υγρό του;», ρώτησε την ιταλίδα δημοσιογράφο. «Το αίμα είναι χαρούμενο, κόκκινο. Αλλά ο κρόκος του αυγού είναι κίτρινος, αηδιαστικός. Δεν το έχω δοκιμάσει ποτέ».
Μία γυναίκα στις 10 και ένας άνδρας στους 20 πλήττονται από μια συγκεκριμένη διαγνώσιμη φοβία, ενώ πολύ περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν απέχθεια για κάτι, ή άγχη που τα περιγράφουν σαν φοβίες, γράφει στην Telegraph η Κέιτ Σάμερσκεϊλ. Οι πιο ισχυροί ανάμεσά μας δεν εξαιρούνται· ακόμη και αυτοί μπορούν να υποκύψουν στους πιο συντριπτικούς, παράλογους φόβους γιατί απλά οι φοβίες δεν κάνουν διακρίσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, διάσημους ή μη. Ο Στιβ Τζομπς φορούσε ζιβάγκο επειδή φοβόταν τα κουμπιά, μια κατάσταση γνωστή ως κουμποφοβία (koumpounophobia)· η Ελισάβετ Α’ έτρεμε το σκοτάδι (νυχτοφοβία) και ο Φρεντερίκ Σοπέν ένιωθε τρόμο στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να τον θάψουν ζωντανό (ταφοφοβία)· ο Κικέρων φοβόταν να μιλήσει μπροστά σε κοινό (γλωσσοφοβία) ενώ τόσο ο Καίσαρ Αύγουστος όσο και ο Καλιγούλας πανικοβάλλονταν στον ήχο της βροντής (βροντοφοβία).
Την κουλροφοβία (coulrophobia) την έχετε ακουστά; Είναι η φοβία για τους κλόουν και -εν μέρει- υπεύθυνο για την πρόκλησή της θεωρείται το μυθιστόρημα τρόμου «Το Αυτό» (κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τον Κλειδάριθμο), όμως ακόμη και ο συγγραφέας του, ο κορυφαίος στο είδος του Στίβεν Κινγκ δεν έχει γλυτώσει από τους παράλογους φόβους.
«Ο αριθμός 13 δεν παραλείπει ποτέ να στείλει αυτό το παλιό παγωμένο δάχτυλο να διατρέξει τη σπονδυλική μου στήλη από πάνω μέχρι κάτω», ομολόγησε ο Κινγκ που πάσχει από δεκατριοφοβία (triskaidekaphobia). «Οταν γράφω, δεν σταματάω ποτέ αν ο αριθμός σελίδας είναι 13 ή πολλαπλάσιο του 13. Συνεχίσω να πληκτρολογώ μέχρι να φτάσω σε έναν ασφαλή αριθμό»…. Η Κένταλ Τζένερ, πάλι, πάσχει από τρυποφοβία, δηλαδή φόβο και αποστροφή σε συστάδες τρυπών. «Δεν μπορώ να κοιτάξω ούτε τις μικρές τρύπες», έγραψε το 2016. «Μου προκαλούν το χειρότερο άγχος. Ποιος ξέρει τι υπάρχει εκεί μέσα;»
Μερικές από τις πιο κοινές φοβίες –που προκαλούν, για παράδειγμα, αράχνες, ύψη, αίμα και φίδια – φαίνεται ότι έχουν τις ρίζες τους στην εξελικτική μας ιστορία, καθώς είναι υπολείμματα φόβων, που κάποτε ήταν απαραίτητοι για την επιβίωσή μας ως είδος, γράφει στην Telegraph η Κέιτ Σάμερσκεϊλ. Ο Σαλβαδόρ Νταλί είχε εντομοφοβία, μια αποστροφή για τα έντομα, που αρχικά μπορεί να χρησίμευε σαν άμυνα στις ασθένειες: «Αν βρισκόμουν στην άκρη ενός γκρεμού», έγραψε το 1942, «και μια μεγάλη ακρίδα ερχόταν πάνω μου και κολλούσε στο πρόσωπό μου, θα προτιμούσα να πηδήξω στον γκρεμό παρά να υπομείνω αυτό το τρομακτικό “πράγμα”».
Η μυοφοβία, επίσης, μπορεί να προέρχεται από την ικανότητα των τρωκτικών να μεταφέρουν ασθένειες. Ο Τζορτζ Οργουελ πέρασε την αποστροφή του για τους αρουραίους στον Ουίνστον Σμιθ, τον κεντρικό χαρακτήρα στο μυθιστόρημά του «1984» (Κυκλοφορεί στα Ελληνικά σε πολλές εκδόσεις). Ο Ουίνστον αρνείται να προδώσει την κοπέλα του τη Τζούλια, ακόμα και όταν οι δεσμοφύλακές του τον ξυλοκοπούν και του κάνουν ηλεκτροσόκ, όμως, εκείνοι ξέρουν πώς να τον κάνουν να σπάσει: «Εχετε δει ποτέ αρουραίο να χοροπηδάει στον αέρα;», τον ρωτάει ο βασανιστής του στον θάλαμο 101, κραδαίνοντας ένα κλουβί με δύο από αυτά τα πλάσματα. «Θα πηδήξουν στο πρόσωπό σου και θα το τρυπήσουν κατευθείαν. Μερικές φορές επιτίθενται πρώτα στα μάτια. Μερικές φορές τρυπάνε τα μάγουλα και καταβροχθίζουν τη γλώσσα», του λέει. Ο Ουίνστον αισθάνεται την «βρωμερή μυρωδιά μούχλας των θηρίων» καθώς το σύρμα του κλουβιού στρέφεται προς το μάγουλό του. «Κάντε το στην Τζούλια!», φωνάζει με φρίκη. «Κάντε το στη Τζούλια! Οχι σε μένα! Στη Τζούλια! Δεν με νοιάζει τι θα της κάνετε. Κόψτε το πρόσωπό της, απογυμνώστε την μέχρι τα κόκαλα. Οχι σε μένα! Στη Τζούλια! Οχι σε μένα!»
Ακόμη και φόβοι σε λανθάνουσα κατάσταση ενεργοποιούνται από περιστατικά στη ζωή μας. Ο Νταλί πίστευε ότι απέκτησε τη φοβία του για τα έντομα όταν ήταν μικρό αγόρι και μια ξαδέρφη του έλιωσε μια μεγάλη ακρίδα κάτω από τον γιακά του πουκαμίσου του: «Αν και ήταν ξεκοιλιασμένη και έτρεχε ένα απαίσιο κολλώδες υγρό, εξακολουθούσε να αναδεύεται, μισοσκοτωμένη, ανάμεσα στον γιακά μου και τη σάρκα μου, και τα οδοντωτά της πόδια έσφιγγαν τον λαιμό μου», λέει στην αυτοβιογραφία του «The Secret Life of Salvador Dali» (σελίδα 26) .
Η Σκάρλετ Γιοχάνσον πάσχει από κατσαριδοφοβία και το έπαθε σε μικρή ηλικία, όταν ξύπνησε και βρήκε μια κατσαρίδα να σέρνεται στο πρόσωπό της. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ απέδωσε τον τρόμο του για τα τρένα (σιδηροδρομοφοβία) σε ένα νυχτερινό σιδηροδρομικό ταξίδι, όταν ήταν δύο ετών, κατά τη διάρκεια του οποίου νόμιζε ότι είδε τη μητέρα του να γδύνεται. Πίστευε ότι είχε μετατοπίσει ασυνείδητα στο τρένο τόσο τον ενθουσιασμό του στη θέα της γυμνής μητέρας του όσο και τον φόβο του ότι θα τιμωρηθεί για τα συναισθήματά του. Η φοβία, υπέθεσε ο Φρόιντ, ήταν η προβολή ενός απαγορευμένου συναισθήματος σε ένα εξωτερικό αντικείμενο. Ετσι, το σκοτεινό, απωθημένο συναίσθημα θα μπορούσε να αποφευχθεί. «Η φυγή από έναν εσωτερικό κίνδυνο είναι δύσκολη υπόθεση», εξήγησε, «Με τη φυγή όμως μπορεί κανείς να σωθεί από έναν εξωτερικό κίνδυνο».
Μερικές φορές, οι φοβίες των διάσημων ανθρώπων σχετίζονται με τη φήμη τους, παρατηρεί η Κέιτ Σάμερσκεϊλ. Ο ηθοποιός Μακόλεϊ Κάλκιν, για παράδειγμα, ανέπτυξε αγοραφοβία μετά την επιτυχία της ταινίας του «Μόνος στο σπίτι» (1990), που τον έκανε σταρ σε ηλικία 10 ετών. Ο κόσμος φαινόταν τόσο «πεινασμένος» για τον νεαρό ηθοποιό, που φοβόταν να βγει από το σπίτι του: «Υπήρχαν πάντα φωτογράφοι στους θάμνους και τέτοια πράγματα», είπε στον τηλεοπτικό παρουσιαστή Λάρι Κινγκ το 2004, «και υπήρχαν πολλά πράγματα εκεί έξω που προσπαθούσαν να με καταναλώσουν. Ενιωθα ότι τα κτίρια θα με έτρωγαν». Παρόμοια γλώσσα είχε χρησιμοποιήσει και η απομονωμένη ποιήτρια Εμιλι Ντίκινσον για να περιγράψει μια συνάντηση με γείτονές της έξω από την τοπική εκκλησία, μια Κυριακή του 1853: «Ορμησαν γύρω μου πολλοί», έγραψε στην κουνιάδα της, «και προσπάθησαν να με κατασπαράξουν».
Η Οπρα Γουίνφρεϊ πάσχει από μπαλονοφοβία (globophobia), μια απέχθεια για τα μπαλόνια, που συνήθως οφείλεται στον φόβο για το μπαμ, που κάνει ένα μπαλόνι όταν σκάει. Ο ήχος «μου θυμίζει πυροβολισμούς», είπε η Οπρα το 2013 σε ένα βίντεο, και πρόσθεσε «ίσως κάποτε στη ζωή μου ή σε μια προηγούμενη παιδική ηλικία είχα κάποια σχέση με πυροβολισμούς, γιατί απλά φρικάρω όταν γύρω μου υπάρχουν μπαλόνια».
Το να δηλώσει κανείς ότι έχει φοβία μπορεί να είναι ένα είδος προειδοποίησης ότι είναι ευάλωτος. Ο Νάιαλ Χόραν, ο ιρλανδός τραγουδιστής των One Direction, που έγινε διάσημος ξαφνικά το 2010 σε ηλικία 16 ετών, είπε σε συνέντευξή του στη Sun ότι τα περιστέρια του προκαλούν φρίκη: «Κάποτε πέταξε ένα μέσα από το παράθυρο του μπάνιου μου», είπε, «και μου επιτέθηκε ενώ έκανα πιπί. Ηταν δυσάρεστο. Νομίζω ότι τα περιστέρια με έχουν βάλει στον στόχο τους».
Η ορνιθοφοβία, ο παράλογος φόβος για τα πτηνά γενικά, δραματοποιείται τρελά στο θρίλερ του Χίτσκοκ «Τα Πουλιά» (1963), όπου γλάροι, κουρούνες και κοράκια επιτίθενται στους κατοίκους του Μποντέγκα Μπέι της Καλιφόρνια, και οι κάτοικοι της πόλης υποψιάζονται ο ένας τον άλλον ότι εμπλέκονται κατά κάποιον τρόπο σε αυτή τη βία. Η ταινία είναι βουτηγμένη στην παράνοια, την αβεβαιότητα, και σε μια ηλεκτρισμένη αποξένωση, λες και η μοχθηρή μανία των πουλιών είναι η εκρηκτική αποκάλυψη κάποιου κρυφού πράγματος. Οι τρομακτικοί φόβοι των χαρακτήρων του Χίτσκοκ σχετίζονται συχνά με τραυματικά γεγονότα στο παρελθόν. Για παράδειγμα, στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» (1958), ο Τζον «Σκότι» Φέργκιουσον (τον οποίο υποδύεται ο Τζέιμς Στιούαρτ) διακατέχεται από έναν τρόμο για τα ύψη –ακροφοβία– από τη στιγμή που είδε έναν συνάδελφό του αστυνομικό να πέφτει και να σκοτώνεται.
Ο ίδιος ο Χίτσκοκ παραδέχτηκε ότι δεν φοβόταν μόνο τα αυγά: «Είμαι ο πιο φοβιτσιάρης και δειλός άντρας, που θα συναντήσεις ποτέ. Κάθε βράδυ κλειδώνομαι στο δωμάτιό μου σαν να υπάρχει ένας τρελός στην άλλη πλευρά της πόρτας, που περιμένει να μου κόψει το λαιμό», είπε στην Οριάνα Φαλάτσι, αποκαλύπτοντας ότι φοβόταν τα πάντα: τους διαρρήκτες, τους αστυνομικούς, τους ανθρώπους που διαπληκτίζονται, τη βία, το σκοτάδι, τις Κυριακές…
Οι Κυριακές τον τρόμαζαν γιατί όταν ήταν παιδάκι οι γονείς του τον έβαζαν στο κρεβάτι από τις έξι για να μπορέσουν να βγουν για φαγητό. Στις οκτώ ο μικρός Αλφρεντ ξυπνούσε και στο σπίτι επικρατούσε μια τρομακτική ησυχία και το φως ήταν χαμηλωμένο. Μπρρρ… Γι΄αυτό όταν παντρεύτηκε είπε στη σύζυγό του: «Κάθε Κυριακή θέλω ένα τέλειο δείπνο με πολλά φώτα, πολύ κόσμο και πολύ θόρυβο».
Ο φόβος του για τους αστυνομικούς εμφανίστηκε όταν ήταν 11 ετών. Ο Αλφρεντ πήγε με το λεωφορείο μέχρι το αεροδρόμιο αλλά δεν είχε χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής και γύρισε με τα πόδια. Εφτασε στο σπίτι (έμεναν στην περιοχή του Σόχο στο Λονδίνο) μετά τις εννιά το βράδυ και ο πατέρας του, που ήταν έμπορος πουλερικών, άνοιξε την πόρτα, του έδωσε ένα σημείωμα και χωρίς άλλη κουβέντα του είπε: «Πήγαινέ το στον Γουότσον». Ο Γουότσον, που ήταν φίλος του πατέρα του, αστυνομικός, τον έκλεισε αμέσως σε ένα κελί ουρλιάζοντας: «Αυτό παθαίνουν τα κακά αγόρια που γυρίζουν στο σπίτι μετά τις εννιά η ώρα»…
«Εχουν περάσει 53 χρόνια από τότε, αλλά κάθε φορά που βλέπω έναν αστυφύλακα, αρχίζω να τρέμω» είπε ο σπουδαίος βρετανός σκηνοθέτης στην ιταλίδα δημοσιογράφο ενώ δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι τον τρομάζουν ακόμα και οι δικές του ταινίες: «Δεν πάω ποτέ να τις δω. Δεν ξέρω πώς αντέχουν οι άνθρωποι να παρακολουθούν τις ταινίες μου».
«Αυτό είναι μάλλον παράλογο, κύριε Χίτσκοκ», παρατήρησε η Φαλάτσι ακούγοντάς τον να απαριθμεί τις φοβίες του, «Στην πραγματικότητα, οι ταινίες σας είναι επίσης παράλογες. Από την πλευρά της λογικής, καμιά από αυτές δεν αντέχει στον έλεγχο».
«Σύμφωνοι», είπε ο Χίτσκοκ, ο οποίος είχε χτίσει ολόκληρη την καριέρα του πάνω στον παράλογο φόβο. «Τι είναι όμως η λογική; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από τη λογική», τόνισε προσθέτοντας ότι « Η λογική είναι το αποτέλεσμα συλλογισμών, η λογική είναι το αποτέλεσμα εμπειρίας και ποιος μπορεί να πει αν οι εμπειρίες μας είναι οι σωστές;», αναρωτήθηκε για να επαναλάβει «Δεν δίνω καμία σημασία στη λογική. Καμία από τις ταινίες μου δεν βασίζεται στη λογική. Βασίζονται στο σασπένς, όχι στη λογική. Δώσε μου μια βόμβα και ας πάει στα κομμάτια ο Καρτέσιος. Δεν υπάρχει τίποτα όσο μια καλή βόμβα για τη δημιουργία σασπένς. Αγωνία, όχι έκπληξη».
Η τελετουργία του σασπένς
Πώς εννοεί το σασπένς ο μαιτρ του είδους; «Ας υποθέσουμε ότι αυτή εδώ η συνέντευξη είναι σκηνή ταινίας», εξηγεί ο Αλφρεντ Χίτσκοκ στην Οριάνα Φαλάτσι, «Καθόμαστε και μιλάμε χωρίς να γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια βόμβα μέσα στο μαγνητόφωνό σας. Ούτε το κοινό το γνωρίζει. Ξαφνικά η βόμβα εκρήγνυται και μας κομματιάζει. Εκπληξη και τρόμος για το κοινό. Αλλά πόσο κρατάει η έκπληξη και ο τρόμος; Πέντε δευτερόλεπτα, ούτε στιγμή παραπάνω», σημειώνει.
«Σασπένς», λέει ο μαιτρ του είδους, «σημαίνει ότι καθόμαστε και συζητάμε και το κοινό γνωρίζει ότι υπάρχει μια βόμβα μέσα στο μαγνητόφωνο και ότι πρόκειται να εκραγεί σε 10 λεπτά. Προφανώς ανησυχούν και λένε “Γιατί κάθονται και κουβεντιάζουν αυτοί οι δύο; Δεν συνειδητοποιούν ότι υπάρχει μια βόμβα μέσα στο μαγνητόφωνο;” Σασπένς. Αλλά ένα δευτερόλεπτο πριν συμπληρωθούν τα 10 λεπτά, σκύβω πάνω από το μαγνητόφωνο και λέω “Αχα, υπάρχει μια βόμβα εδώ μέσα”. Πιάνω το μαγνητόφωνο και το πετάω μακριά. Τέλος του σασπένς. Το μυστικό είναι να μην αφήσεις τη βόμβα να εκραγεί ποτέ», υποστηρίζει.
«Αφησα κάποτε μια βόμβα να εκραγεί στα χέρια ενός μικρού παιδιού, που ανέβηκε σε ένα λεωφορείο, τρία λεπτά μετά τον προκαθορισμένο χρόνο, και ήταν πολύ μεγάλο λάθος. Ποτέ δεν θα ξανακάνω το ίδιο λάθος», λέει ο μετρ του τρόμου και τονίζει: «Οι άνθρωποι πρέπει να υποφέρουν, να ιδρώνουν αλλά στο τέλος πρέπει να βγάλουν έναν αναστεναγμό ανακούφισης»