Ανάμεσα στις πολλές «λεοντές» που έχει κατά καιρούς ενδυθεί ο Ταγίπ Ερντογάν, βρίσκεται αυτή του φιλειρηνικού ηγέτη, ο οποίος δεν επιθυμεί τίποτε άλλο από αυτά που… δικαιωματικά ανήκουν στον λαό του. Επειτα από ένα χρονικό διάστημα ανελέητης επιθετικότητας, καλλιέργειας αισθήματος μισαλλοδοξίας και μίσους για κάθε είδους διαφορετικότητα (μη Τούρκους, μη μουσουλμάνους και, πολύ περισσότερο μέσα στην Τουρκία, μη καθεστωτικούς), ο Ερντογάν ξαφνικά βλέπει το μέλλον της χώρας του «μέσα στην Ευρώπη», ενώ λίγο καιρό νωρίτερα την αντιμετώπιζε ως ενδεικτικό παράδειγμα της ηθικής παρακμής της Δύσης. Αυτή η μεταστροφή του έχει δύο βασικές αιτίες:
Καταρχάς την επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, στις 10 και 11 Δεκεμβρίου, όπου η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας και η πρακτική παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου από τον περασμένο Αύγουστο στην πρώτη περίπτωση και επί σχεδόν διετία στη δεύτερη, έχουν συσσωρεύσει αρκετή αρνητική ενέργεια για τον Ερντογάν. Η «αποστολή γοητείας» του Ιμπραήμ Καλίν στις Βρυξέλλες, ενός προσώπου του στενού προεδρικού κύκλου, είναι μια σίγουρη κίνηση εκ μέρους του, καθώς στοχεύει ακριβώς στις ευαισθησίες των Ευρωπαίων και στη γνήσια αποστροφή τους στην πρόκληση εντάσεων.
Η δεύτερη αιτία κινητοποίησης του είναι η αλλαγή σκυτάλης στο Λευκό Οίκο. Είναι δεδομένο ότι η νέα ηγεσία των ΗΠΑ δεν μπορεί να επιτρέψει τέτοιο βαθμό αυτονομίας στο παιχνίδι ενός περιφερειακού παίκτη όπως η Τουρκία, ιδιαίτερα όταν φαίνεται ότι οι κινήσεις της συνδυάζονται πάντα σχεδόν άψογα με εκείνες της Ρωσίας. Οι πιο προωθημένοι εκτιμούν ότι η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει την θέση της (Συρία, Λιβύη, Αζερμπαϊτζάν), προκειμένου να προβάλει την εικόνα μιας χώρας η οποία είναι έτοιμη να προωθήσει μια δυτική, Νατοϊκή ατζέντα, ως προμαχώνας κατά της Ρωσίας. Οι πιο συγκρατημένοι εκτιμούν ότι η Τουρκία θα υποχωρήσει σε ορισμένα τεχνικά ζητήματα (π.χ. πύραυλοι S-400) και θα συνεχίσει να συναλλάσσεται με την Ρωσία, λιγότερο στενά απ’ ό,τι τώρα. Εδώ δεν πρόκειται για μια εντελώς ευκαιριακή στάση, αλλά και για μια τακτική που πηγάζει από την ανάγκη της Τουρκίας να βρει αντίβαρα σε μια ολοένα και πιο ετεροβαρή σχέση: η Μόσχα έχει διατηρήσει ακυρωμένη την τουρκική βούληση να διευρύνει τις πολεμικής επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία, ειδικά στη ζώνη του Ιντλίμπ, ενώ στο Ναγκόρνο Καραμπάχ οι προσπάθειες της Τουρκίας να αποκτήσει ισχυρή παρουσία στο νότιο Καύκασο συναντούν τη ρωσική αντίδραση.
Την ίδια στιγμή που ο Ερντογάν προχώρησε σε αυτό το άνοιγμα προς την ΕΕ, υπενθύμισε με διάφορους τρόπους, («Oruc Reis», δηλώσεις Ακάρ για νησιά στο Αιγαίο με «ακαθόριστη» κυριαρχία κλπ) ότι η Τουρκία δεν υποχωρεί από τις διεκδικήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο. Υποστήριξε ότι «διμερή» προβλήματα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως άλλοθι και κυρίως ως «εμπόδιο» στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Η 29η Νοεμβρίου
Δεν αποκλείεται λοιπόν, μετά τις 29 Νοεμβρίου, όταν λήγει και η τελευταία NAVTEX των ερευνών του «Oruc Reis» στην Ανατολική Μεσόγειο, στα νότια του Καστελόριζου και πριν από τη Σύνοδο της 10ης Δεκεμβρίου, η Άγκυρα να προτείνει έναρξη των διερευνητικών επαφών.
Μια τέτοια πρόταση η Ελλάδα δεν θα μπορεί να την αρνηθεί, παρότι στην Αθήνα γνωρίζουν πολύ καλά ότι στην Άγκυρα, μετά την ολοκλήρωση των ερευνών του «Oruc Reis», μπορεί να προετοιμάζονται και για γεωτρήσεις, κάτι που θα ανεβάσει την ελληνοτουρκική κρίση στο επόμενο, σοβαρότερο επίπεδο.
Η Ελλάδα ούτε επιθυμεί, ούτε και έχει την πολυτέλεια να αρνηθεί μια πρόταση διαλόγου, καθώς εμφανίζεται ως μια δύναμη που επιθυμεί την διαιώνιση της διεθνούς καθεστηκυίας τάξης.
Ωστόσο είναι εξίσου σαφές ότι η Τουρκία δεν θα προχωρήσει σε έναν διάλογο με τον τρόπο που η Αθήνα φαντάζεται ή αντιλαμβάνεται. Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι ένας ηγέτης που έχει στηρίξει, επί 18 έτη, την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην περίφημη αρχή της αμοιβαιότητας. Κοινώς: «για να πάρεις, πρέπει πρώτα να δώσεις». Πρόκειται, δηλαδή, για μια άσκηση την οποία αρκετοί στην Αθήνα κάνουν επί χάρτου εδώ και αρκετό καιρό, ουδέποτε όμως έφθασαν στην δυσάρεστη θέση να πρέπει και να προχωρήσουν σε αυτές τις συζητήσεις.
Οι εν θερμώ αποφάσεις δεν βοηθούν κανέναν, πολύ περισσότερο αυτούς που τις εισηγούνται και ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται ότι έχει πια πολύ καλή γνώση του διπλωματικού-στρατιωτικού μηχανισμού της χώρας. Αναλόγως, η πρόσδεση σε πολιτικές κατευνασμού, δύσκολα θα έχει αποτέλεσμα.
Ολα αυτά, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός ο διάλογος μπορεί να αρχίσει. Κυριακή (29 Νοεμβρίου) κοντή γιορτή…