Τι συνέβη στη Ρωσία από τα μεσάνυχτα της περασμένης Παρασκευής έως το απόγευμα του Σαββάτου; Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί μια ένοπλη εξέγερση στο πλαίσιο της οποίας καταγγέλλεται η κεντρική εξουσία ότι εξαπάτησε τον λαό, καταλαμβάνεται το ρωσικό στρατιωτικό κέντρο επιμελητείας στο Ροστόφ, ανακοινώνεται μια «πορεία για τη δικαιοσύνη» προς τη Μόσχα, βγαίνουν στους δρόμους τεθωρακισμένα οχήματα και, έχοντας φτάσει σε απόσταση 200 χλμ. από την πρωτεύουσα της Ρωσίας, ανακοινώνεται, τελικά, πως οπισθοχωρούν; Επρόκειτο απλώς για μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος;
Τα ερωτήματα αυτά θέτει σε ανάλυσή του ο Ετσιο Μάουρο της La Repubblica. Ο πρώην διευθυντής και νυν αρθρογράφος της ιταλικής εφημερίδας επικαλείται μια άλλη ιστορική πορεία, του Μουσολίνι και των μελανοχιτώνων του, προς τη Ρώμη το 1922: «Ξεκίνησε με στόχο την κατάληψη των πόλεων και της εξουσίας, αλλά στην πραγματικότητα διακόπηκε από τον Ντούτσε, μετά από τρεις ημέρες κάτω από τη βροχή, αφού η απειλή του αποδείχθηκε αρκετή για να τον καλέσει ο βασιλιάς να ηγηθεί της κυβέρνησης: χρειάστηκε μόνο να αρχίσει αυτή η ανατρεπτική πορεία, χωρίς να ολοκληρωθεί, για να παραδοθεί το κράτος» συνοψίζει ο Μάουρο.
Εξηγεί ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, παρά τις πολλές διαφορές, «βρισκόμαστε αντιμέτωποι, όχι τόσο με ένα πραξικόπημα όσο με μια εντυπωσιακή αναπαράστασή του […], με μια πολιτική χρήση της εξέγερσης, που σκηνοθετείται ως ηρωικό και δραματικό πλαίσιο του αγώνα για την εξουσία». Τι συνέβη στη συνέχεια στην Ιταλία είναι γνωστό. Τι θα μπορούσε να συμβεί, όμως, στη Ρωσία μετά από αυτή τη… σχεδόν εξέγερση του Γεβγκένι Πριγκόζιν δεν το γνωρίζει ακόμη κανένας.
Καταρχάς, καταδείχτηκε ότι «χωρίς πολιτική δεν υπάρχει πραξικόπημα. Κάθε στρατιωτικό σχέδιο για την ανατροπή του στάτους κβο θέτει την ισχύ στην υπηρεσία του πολιτικού σχεδιασμού που την επικαλείται, ενώ εξηγεί και δικαιολογεί την υποκατάσταση της εξουσίας που επιδιώκεται», σημειώνει ο ιταλός αρθρογράφος.
Στη Ρωσία, όμως, συνέβη κάτι σχεδόν αντίθετο και πρωτόγνωρο, «με την ισχύ να αυτονομείται, να ξεφεύγει από τις ράγες του συστήματος, αναζητώντας την πολιτική που δεν μπορεί, όμως, να βρει, και άρα δεν προχωρά, γιατί δεν έχει έναν στόχο προς τον οποίο να στραφεί. Στη Μόσχα αυτές τις δύο ημέρες η ισχύς αποκαλύφθηκε αλλά δεν δημιούργησε πολιτική. Οι μισθοφόροι της Βάγκνερ μέχρι στιγμής δεν έχουν κάνει το λάθος να θεωρούν τους εαυτούς τους διεκδικητές του θρόνου, κληρονομικούς πρίγκιπες, υποψήφιους διαδόχους».
Στο τραπέζι της εξουσίας οι μισθοφόροι;
Σύμφωνα με τον Μάουρο, οι μισθοφόροι της Βάγκνερ πρωτίστως –αν όχι αποκλειστικά– ήθελαν να διασφαλίσουν την απόλυτη ανεξαρτησία τους. Αρνούνται να υποταγούν στην «κυβερνητική γραφειοκρατία» και αποδεικνύουν στην πράξη ότι μπορούν να μπλοκάρουν τον στρατιωτικό μηχανισμό της Ρωσίας καταλαμβάνοντας στρατηγικής σημασίας στρατιωτικές εγκαταστάσεις δίχως να αντιμετωπίσουν την παραμικρή αντίσταση.
Με αυτόν τον τρόπο, και ενδεχομένως ακούσια, οι μισθοφόροι της Βάγκνερ απέκτησαν μια νέα ιδιότητα την οποία αγνοούσαν πλήρως έως το περασμένο Σάββατο: «Κατέστησαν ένα απολιτικό συμπληρωματικό υποκείμενο, όχι σε θέση να προτείνει ένα σχέδιο για τη χώρα, αλλά ικανό από τώρα και στο εξής να κάθεται στο τραπέζι όπου καθορίζεται το μέλλον της Ρωσίας».
Οι μισθοφόροι της Βάγκνερ απέδειξαν επίσης ότι «η αλυσίδα με την οποία κρατάει υπό τον έλεγχό του τη χώρα ο Πούτιν είναι σκουριασμένη», ενώ η σχεδόν εξέγερσή τους ήταν αρκετή για να σπάσει στο πιο αδύνατο σημείο της, «εκεί όπου η στρατιωτική ισχύς συνδέεται με την πολιτική ισχύ». Ο Μάουρο σημειώνει πως αυτή η εγγενής σχέση μεταξύ των δύο μορφών ισχύος «ήταν επί 70 χρόνια στοιχείο ασφαλείας του σοβιετικού καθεστώτος, με το ιδεολογικό προφίλ και τη στρατιωτική τέχνη να συμπίπτουν στις κορυφαίες θέσεις του Κόκκινου Στρατού».
Ο τελευταίος στρατάρχης της ΕΣΣΔ, Σεργκέι Αχρομέεφ, για παράδειγμα, ο οποίος στο στήθος του, μαζί με τα διακριτικά του, φορούσε και τα κομμουνιστικά μετάλλια που του είχαν απονεμηθεί, αυτοκτόνησε όταν συνειδητοποίησε πως η αποτυχία του πραξικοπήματος του Αυγούστου του 1991 (κατά του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ) προμήνυε τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Σε σημείωμά του είχε γράψει ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει βλέποντας τους θεσμούς στους οποίους είχε αφιερώσει τη ζωή του να διαλύονται.
Διεθνείς αναλυτές διερωτώνταν εδώ και μήνες εάν το χάσμα που διακρινόταν μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος στη Ρωσία θα μπορούσε να διευρυνθεί περαιτέρω, με τις ένοπλες δυνάμεις να μετέχουν απευθείας στον αγώνα για την εξουσία, χωρίς καμία άλλη μεσολάβηση, να επιδιώκουν τους δικούς τους στόχους, επηρεάζοντας έτσι και τα θεσμικά/πολιτικά υποκείμενα. «Σήμερα βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο» γράφει ο Μάουρο.
Ωστόσο, πολλά βασικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Καταρχάς, τι προσφέρθηκε στη Βάγκνερ ούτως ώστε να υποχωρήσει; Τι ζήτησε και τι έλαβε ο Πριγκόζιν ως αντάλλαγμα; Γνώριζε όντως ο Πούτιν από την προηγούμενη ημέρα τι επρόκειτο να συμβεί; Πώς ενεπλάκη ο Λουκασένκο; Μήπως προετοιμάζεται μια επίθεση κατά του Κιέβου από τη Λευκορωσία και γι’ αυτό κατέφυγε στο Μινσκ ο μισθοφόρος στασιαστής; Θα μπορούσαν να έχουν ενορχηστρωθεί όλα από το Κρεμλίνο με στόχο μια γενική εκκαθάριση στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας;
Το πρώτο τίμημα που καταβάλλει ο Πούτιν
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι, κάνοντας λόγο για προδοσία της πατρίδας και πισώπλατη μαχαιριά, ο Βλαντίμιρ Πούτιν εμφανίστηκε στην καλύτερη περίπτωση ανήσυχος, καθώς ανακάλυψε πως δεν είναι απρόσβλητος. O Ετσιο Μάουρο κάνει λόγο για το «πρώτο τίμημα» που καταβάλλει ο ρώσος πρόεδρος στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ οι τουλάχιστον 200.000 απώλειες έως σήμερα (έναντι 13.000 στο Αφγανιστάν μέσα σε μία δεκαετία) συνεπάγονται ένα ολοένα μεγαλύτερο σύνολο από «ιδιωτικά πένθη» που δύνανται να καταστούν «μεγάλο πολιτικό πρόβλημα για τη χώρα και για τον λαό».
Ο Πούτιν αμφισβητήθηκε και εκτέθηκε στον κόσμο ως αναπάντεχα εύθραυστος, ενώ ο ρωσικός στρατός αποκαλύφθηκε αβέβαιος και περιθωριοποιημένος μπροστά σε μια απόπειρα πραξικοπήματος. Οσον αφορά τον Πριγκόζιν, «δεν είναι ένας αυτοαποκαλούμενος τσάρος που αναζητά υπηκόους και πιστούς. Περισσότερο θυμίζει τον επαναστάτη κοζάκο Στεπάν Ραζίν, που το 1670, πριν εκτελεστεί στην Κόκκινη Πλατεία, οδήγησε τους αγρότες να επαναστατήσουν κατά των βογιάρων» γράφει ο Ετσιο Μάουρο.
Προσθέτει ότι σε αυτό πλαίσιο επανέρχεται στο προσκήνιο η προφητεία του ρώσου υπερεθνικιστική θεωρητικού Αλεξάντρ Ντούγκιν: «Χάσαμε τη χώρα μας δύο φορές, το 1991 και το 1993, την παραδώσαμε στους φιλοδυτικούς φιλελεύθερους, οι οποίοι ετοιμάζουν τον τρίτο γύρο, καθώς δεν δόθηκε το τελειωτικό χτύπημα. Η κατάρρευση της Ρωσίας είναι μπροστά μας. Θα ανατρέψουν τον Πούτιν και η χώρα θα πεθάνει κάτω από τα ερείπια».
«Ιδού τι αποκάλυψε το μισό πραξικόπημα της Βάγκνερ: την αστάθεια που έχει επιφέρει ο πόλεμος στην απόλυτη εξουσία του Πούτιν. Και όταν μια απολυταρχία είναι ασταθής, όλα είναι πιθανά» συνοψίζει ο ιταλός αρθρογράφος.