«Ο καιρός αποτελεί μια είδηση αλλά δεν είναι πάντα η πρώτη» είναι από τα πρώτα πράγματα που μου λέει ο Θοδωρής Κολυδάς, μετεωρολόγος και διευθυντής της ΕΜΥ. Παρόλα αυτά, δυστυχώς, ο καιρός είναι όλο και συχνότερα η πρώτη είδηση: έντονοι καύσωνες, ισχυρές βροχοπτώσεις, πολύ υψηλά μποφόρ, χιόνια που παραλύουν τις υποδομές. Πριν από είκοσι χρόνια όταν προβλεπόταν ένα τέτοιο φαινόμενο ο καιρός γινόταν πράγματι η πρώτη είδηση. Σήμερα, γίνονται τα ονόματα των μετεωρολόγων που ασχολούνται με το θέμα.
Είναι δύσκολο να διανοηθεί κανείς ότι ο καιρός συζητιέται και αναμεταδίδεται διαδικτυακά, σε έναν μεγάλο βαθμό, με όρους σαπουνόπερας: μετεωρολόγοι ― κάποιοι με τη θέλησή τους κάποιοι παρά― πρωταγωνιστούν σε «κόντρες» και «διαμάχες» απόψεων, σε έναν ολιγόλογο τίτλο, όπως αυτοί των άρθρων του διαδικτύου. Ο καιρός, που κανονικά είναι η ουσία της είδησης και επηρεάζει τις ζωές όλου του πληθυσμού σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, παίζει ρόλο σκηνικού.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό κι ένας βασικός είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία, όπως σχεδόν όλοι μας, υπάρχουν και μοιράζονται τις απόψεις τους οι μετεωρολόγοι και από τα οποία οι περισσότεροι έλληνες πολίτες ενημερώνονται καθημερινά. Η οικονομία των κλικ, στην οποία υπάγονται τόσο οι δημοσιεύσεις των μετεωρολόγων όσο και των μέσων, αναδεικνύει συχνά τις ηχηρές δηλώσεις και την ένταση, παρά τη μετριοπάθεια και συχνά, την εγκυρότητα.
Με την παρούσα τεχνολογία, η οποία έχει εξελιχθεί αρκετά, οι μετεωρολόγοι μπορούν να έχουν μια έγκυρη εικόνα σχετικά με τη θερμοκρασία μέχρι τις πέντε ως τις επτά ημέρες αργότερα.
«Δεν υπάρχει πρόβλεψη εκατό τοις εκατό όχι μόνο για την επόμενη μέρα αλλά και ούτε καν για τις επόμενες ώρες», εξηγεί ο προγνώστης Σάκης Αρναούτογλου. «Μια πρόβλεψη για πέντε ημέρες μπροστά μπορεί να έχει αρκετά μεγάλη επιτυχία κυρίως όσον αφορά στη θερμοκρασία και στους ανέμους. Οσον αφορά όμως στην πρόγνωση φαινομένων όπως βροχή, καταιγίδες και χιόνια τα πράγματα δυσκολεύουν αρκετά».
Για τέτοιες περιπτώσεις έντονων καιρικών φαινομένων, ο μετεωρολόγος Γιάννης Καλλιάνος, θεωρεί ασφαλείς τις «τρεις μέρες για να μπορούμε να έχουμε άποψη για το πώς θα κυλήσουν τα πράγματα με ένα καλό ποσοστό στην πρόγνωσή μας».
«Στα ποσοστά της βροχόπτωσης λόγω των τοπικών παραγόντων μειώνεται η αξιοπιστία στον χρονικό ορίζοντα», τονίζει ο κ. Κολυδάς. «Ειδικά το καλοκαίρι μια περιοχή μπορεί να βγάλει καταιγίδα και μια περιοχή μόλις δέκα χιλιόμετρα μακριά να μην βγάλει καθόλου».
Οποιαδήποτε πρόγνωση νωρίτερα δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη, όπως υπογραμμίζει η μετεωρολόγος Χριστίνα Σούζη: «Τα αριθμητικά μοντέλα, δηλαδή η πρόγνωση του καιρού, πέραν των επτά ημερών είναι επισφαλής. Αρα τι νόημα έχει να βγω να πω ότι μετά από 20 μέρες θα χιονίσει; Χειμώνας είναι και κάποια στιγμή θα χιονίσει».
Επειδή όμως με την κλιματική κρίση ο τρόπος που βιώνουμε τις εποχές, όπως τον φετινό ασυνήθιστα ζεστό Γενάρη, αλλάζει και τα έντονα κλιματικά φαινόμενα είναι πιο συχνά, ο κόσμος φαίνεται να αποζητά την ενημέρωση για τον καιρό. «Υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον, γιατί ο καιρός παίζει πολύ μεγάλο ρόλο σε πολλά επαγγέλματα και επιπλέον τα έντονα καιρικά φαινόμενα έχουν μεγαλύτερη συχνότητα και μεγαλύτερες εντάσεις απ΄ ό, τι είχαν τα παλιότερα χρόνια», εξηγεί η κυρία Σούζη. «Οχι ότι δεν υπήρχαν έντονα φαινόμενα και τα παλιότερα χρόνια, φυσικά και υπήρχαν, αλλά τώρα πια λόγω της κλιματικής κρίσης είναι πιο συχνά και έχουν μεγαλύτερη ένταση».
Μέσα από αυτό αναδεικνύεται μια ακόμα μεγαλύτερη επιτακτικότητα του ρόλου του μετεωρολόγου στην έγκυρη τοποθέτηση και ενημέρωση του εκάστοτε κράτους και των πολιτών. Ο μετεωρολόγος όχι απλώς «δεν θα αντικατασταθεί από τις εφαρμογές του κινητού» όπως τονίζει η κυρία Σούζη, αλλά πρόκειται «για έναν ρόλο που θα αναβαθμιστεί» σύμφωνα με τον κ. Αρναούτογλου και θα πρέπει να ανταποκριθεί σε ένα μέλλον όπου «λόγω της κλιματικής αλλαγής ο καιρός θα είναι πρώτη είδηση πολλές μέρες τον χρόνο», όπως υπογραμμίζει ο κ. Καλλιάνος.
Σε αυτόν τον ρόλο δεν θα πρέπει να σταθεί εμπόδιο το «clickbait», είτε μετεωρολόγων είτε του ηλεκτρονικού Tύπου. «Πρώτη φορά τον όρο ‘μετεωρολογική βόμβα’ τον έβαλα εγώ ο ίδιος», επισημαίνει ο κ. Κολυδάς. «Ηταν μια κακοκαιρία τον Ιανουάριο του 2004 που δεν πίστευε κανένας ότι θα ήταν τόσο σοβαρή και διεθνώς, ο τύπος καιρού αυτός ονομάζεται από τους Αγγλους ‘meteorological bomb’. Από τότε μέχρι σήμερα έχουμε δει γύρω στα 6-7 φαινόμενα που περιγράφονται ως μετεωρολογική βόμβα. Αλλά μιντιακές πλέον μετεωρολογικές βόμβες έχουμε γύρω στις 50», προσθέτει με ελαφρά ειρωνεία.
Πέρα από τη λανθασμένη χρήση ειδικού λεξιλογίου για χάρη εντυπώσεων, συχνά παραποιούνται και οι τίτλοι των δημοσιευμάτων με σκοπό να τραβήξουν την προσοχή ενός αμέριμνου «scroller». «Oι τίτλοι αυτοί που εξιτάρουν τον κόσμο για να μπει σε ένα σάιτ τις περισσότερες φορές δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που γράφει μέσα ο εκάστοτε μετεωρολόγος», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Σούζη. «Θεωρώ ότι αυτό δεν συμβάλλει στη σωστή ενημέρωση του κοινού».
«Ορισμένα διαδικτυακά μέσα όχι μόνο δεν ενημερώνουν», υπογραμμίζει ο κ. Αρναούτογλου, «αλλά αποπροσανατολίζουν εντελώς τους πολίτες με βαρύγδουπους, πιασάρικους αλλά εντελώς εκτός θέματος τίτλους».
Γι’αυτό είναι σημαντικό, σύμφωνα με τον κ. Καλλιάνο, «ο κόσμος να μπαίνει στα κείμενα και να διαβάζει κάτι πέρα από τον τίτλο» για να αποφευχθεί η παραπληροφόρηση του αλλά και να εμπιστεύεται «ψύχραιμες τοποθετήσεις από μετεωρολόγους που δεν τους απασχολεί να γίνουν διάσημοι στα social media ή να παίξουν τα όνοματά τους δυνατά στα σάιτ».
Πριν από την εποχή του διαδικτύου, οι μετεωρολόγοι και ειδικά όσοι από αυτούς παρουσιάζουν δελτία καιρού στην τηλεόραση ήταν δημόσια πρόσωπα και είχαν μια σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό τους. Ηταν, όπως και παραμένουν, παράγοντες τηλεθέασης των δελτίων ειδήσεων των εκάστοτε καναλιών καθώς αγχωμένες μητέρες εμπιστεύονταν «αυτόν που λέει τον καιρό» στο τάδε ή στο δείνα κανάλι για το πώς θα ντύσουν τα παιδιά τους στο σχολείο μια χειμωνιάτικη μέρα που προβλεπόταν επιδείνωση του καιρού.
Οι διαφορές όμως μεταξύ των δελτίων ήταν μικρές ως προς τα προγνωστικά στοιχεία και είχαν να κάνουν κυρίως με την εκφορά, τον χαρακτήρα και τις τάσεις του εκάστοτε μετεωρολόγου, γιατί οι διαφωνίες τους γεφυρώνονταν χωρίς να αποκτούν δημοσιότητα: «Παλαιότερα, όλοι οι μετεωρολόγοι κάναμε μια σύσκεψη για το πώς θα χαρακτηρίσουμε μια κακοκαιρία, αν θα την χαρακτηρίσουμε ισχυρή ή ήπια ή μέτρια», λέει χαρακτηριστικά ο κ.Κολυδάς. «Ανεξάρτητα από το τι πίστευε ο καθένας έβγαινε μια πρόγνωση. Εμείς, όταν παρουσιάζαμε τον καιρό στα κανάλια. αποδίδαμε την πρόγνωση και ανάλογα και με τη δική μας τοποθέτηση δίναμε έμφαση ή όχι σε κάτι».
Σήμερα το τοπίο είναι τελείως διαφορετικό τόσο όσον αφορά το μέσο αλλά όσον αφορά και την προέλευση των μετεωρολόγων. Η μετεωρολογία είναι πλέον πολύ πιο προσβάσιμη: υπάρχουν πολλά μεταπτυχιακά μετεωρολογίας και δεν απαιτείται να προσληφθεί κανείς από την ΕΜΥ για να αποκτήσει αυτή την ειδικότητα. Ταυτόχρονα, λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση σε δεδομένα ώστε ακόμα και ερασιτέχνες που έχουν πάθος με τη μετεωρολογία να κάνουν προβλέψεις. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι τη μεσημεριανή σύσκεψη των μετεωρολόγων της ΕΜΥ μπορούν να την παρακολουθήσουν και σήμερα μετεωρολόγοι που εργάζονται σε μέσα και δημοσιογράφοι.
«Από τη στιγμή που όμως τώρα είναι λίγοι οι μετεωρολόγοι της ΕΜΥ, ο καθένας εκεί έξω σχηματίζει μια προσωπική πρόγνωση», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Κολυδάς. «Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν είναι ο καθένας πανεπιστήμονας, για αυτό αρχίζει να δημιουργείται ένα κομφούζιο. Δεν υπάρχει μια ενιαία γραμμή στη μετεωρολογική κοινότητα, παρα μόνον, σε κάποιο βαθμό, σε κάποια έκτακτα γεγονότα».
«Μπορεί η γνώμη ενός ανθρώπου να είναι σωστή», εξηγεί η Χριστίνα Σούζη, «αλλά αλλιώς είναι να λέμε την άποψή μας και να αποφασίζουμε δυο, τρεις μαζί ή δέκα μαζί. Κάπου θα συγκλίνουμε γιατί κάτι βλέπει ο ένας, κάτι βλέπει ο άλλος. Είναι για μένα πολύ σωστό να το συζητάμε οι μετεωρολόγοι μεταξύ μας. Ετσι έμαθα από την ΕΜΥ, γιατί εκεί ουσιαστικά έγινα μετεωρολόγος και έτσι συνεχίζω να κάνω».