Την περασμένη Κυριακή, ο «Διάβολος» της παγκόσμιας μόδας γιόρτασε τα εβδομηκοστά γενέθλιά του. Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι φαίνεται κατά πολύ νεότερος ή μάλλον νεότερη, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση ο διάβολος είναι γυναίκα. Νεότερη από όσο δείχνει λόγω της ιδιαίτερης κόμης της που είναι η ίδια από τότε που ήταν μόλις 14 ετών αλλά και των γυαλιών ηλίου τα οποία δεν αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ και διαρκώς φοράει ακόμα και όταν βρίσκεται στο γραφείο της.
Αλλά, στα χαρτιά, ακόμα και η Αννα Γουίντουρ, αυτή η βασίλισσα της μόδας που καθορίζει εδώ και πολλές δεκαετίες τις τάσεις στον χώρο, γερνάει. Πλέον είναι συνομήλικη της Μέριλ Στριπ η οποία υποδύθηκε αριστοτεχνικά την Μιράντα Πρίσλι, alter ego της Γουίντουρ στην ταινία «Ο Διάβολος Φορούσε Prada», παρουσιάζοντας μια συμπαθητική εκδοχή της αδίστακτης αρχισυντάκτριας της αμερικανικής Vogue. Σίγουρα πιο συμπαθητικής, σύμφωνα, τουλάχιστον, με την Λόρεν Γουαϊζμπέργκερ, πρώην βοηθό της Γουίντουρ και συγγραφέα του βιβλίου στον οποίο βασίστηκε η ταινία, από όσο έχει υπάρξει ποτέ το πρώην αφεντικό της.
Αλλά αποτελεί γεγονός πως η Αννα Γουίντουρ εξακολουθεί να είναι η άκρως απαιτητική και άτεγκτη «ισόβια» επικεφαλής της Vogue αλλά και καλλιτεχνική διευθύντρια του δημοσιογραφικού ομίλου Condé Nast στον οποίο ανήκει το περίφημο αμερικανικό περιοδικό με τις 23 ξένες εκδόσεις. Ηταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι άκρως απαιτητική, γεγονός που εξηγεί γιατί κατέληξε να είναι γνωστή ως «Nuclear Wintour», «Πυρηνική Γουίντουρ», καθώς είναι ικανή ανά πάσα στιγμή να εκραγεί.
Εξίσου, ωστόσο, απαιτητική είναι και η δουλειά της. «Δεν εργάζομαι για την Αννα Γουίντουρ, εργάζομαι για την Condé Nast. Δεν έχω κανενός είδους λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και δεν αναζητώ προσωπικές αναγνωρίσεις», έχει εξηγήσει η ίδια κατά το παρελθόν.
Η Αννα Γουίντουρ γεννήθηκε το 1949 στο Χάμστεντ του Λονδίνου ενώ μεγάλωσε στο περίφημο Swinging London της δεκαετίας του 1960. Και απέδειξε ότι θα εξελισσόταν σε μια επαναστάτρια της μόδας από τα χρόνια που ήταν μαθήτρια στο σχολείο και προκαλούσε την οργή των συντηρητικών καθηγητριών της, κονταίνοντας ολοένα και περισσότερο τις φούστες της.
«Νομίζω πως ο πατέρας μου αποφάσισε πραγματικά πως έπρεπε να εργαστώ στη μόδα», είχε αναφέρει η ίδια στο «The September Issue», ντοκιμαντέρ του 2007 στο οποίο πρωταγωνιστεί και παρουσιάζει τα όσα δραματικά εκτυλίσσονται κάθε χρόνο στη Vogue πριν από την έκδοση του τεύχους Σεπτεμβρίου, του πιο σημαντικού και πλούσιου σε ύλη (και διαφημίσεις) τεύχους της χρονιάς.
Οταν εκείνη ήταν μόλις 15 ετών, ο πατέρας της Τσαρλς της εξασφάλισε μια θέση εργασίας στη διάσημη λονδρέζικη μπουτίκ Biba. Στον κόσμο της δημοσιογραφίας, ωστόσο, δεν την ώθησε εκείνος, παρόλο που ήταν διευθυντής της Evening Standard, αλλά ο Ρίτσαρντ Νέβιλ. Ο αυστραλός εκδότης του μυθικού Oz, της βίβλου της αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60 και του εναλλακτικού Λονδίνου πρόσφερε στην τότε σύντροφό του μια θέση εργασίας στο περιοδικό του. Η θητεία της στο Oz οδήγησε την Γουίντουρ στο Harper’s Bazaar και από εκεί δεν ήταν πλέον μακριά η Αμερική.
Εφτασε στη Νέα Υόρκη πριν από σχεδόν μισό αιώνα και δυσκολεύτηκε αρκετά έως ότου να βρει τον δρόμο της. Στο αμερικανικό Harper’s Bazaar εργάστηκε για μόλις εννιά μήνες. Την απέλυσαν, κρίνοντας τις φωτογραφικές της επιλογές ιδιαίτερα εκκεντρικές, με αποτέλεσμα να καταλήξει να εργάζεται ως fashion editor στο Viva, περιοδικό για «ενήλικες γυναίκες» που εξέδιδε από το 1973 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Μπομπ Γκουτσιόνε, ιδρυτής του κατά πολύ γνωστότερου Penthouse, επιδιώκοντας να κερδίσει με την ίδια συνταγή και το γυναικείο αναγνωστικό κοινό της Αμερικής.
Η Γουίντουρ ελάχιστες φορές έχει αναφερθεί στην εν λόγω εμπειρία της αλλά ήταν εκείνα τα χρόνια κατά τα οποία άρχισε να γίνεται γνωστή ως ένα ιδιαίτερα απαιτητικό αφεντικό. Μετά από ένα διάλειμμα δύο περίπου χρόνων εργάστηκε στα περιοδικά Savvy και New York πριν καταλήξει τελικά το 1983 στη Vogue. Και πέντε χρόνια μετά ανέλαβε τα ηνία του περιοδικού, καθορίζοντας ανεξίτηλα τον χαρακτήρα του με τις καινοτόμες επιλογές της, ειδικά όσον αφορά τις φωτογραφήσεις, και εξασφαλίζοντας, συγχρόνως, σημαντικά, έσοδα από διαφημίσεις, ποντάροντας στα εξώφυλλα με πασίγνωστα ονόματα πολύ πριν από τους ανταγωνιστές της.
Η πορεία της Γουίντουρ υπήρξε πραγματικά εντυπωσιακή και η ίδια για ελάχιστα μετανιώνει, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει πως δεν προέβλεψε την ψηφιακή επανάσταση. Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως παραμένει μια από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες στον κόσμο της μόδας και όχι μόνο. Παρότι έχει ήδη ζήσει τις πρώτες ημέρες της όγδοης δεκαετίας της ζωής της.