O Μπόμπι Μουρ στη θρυλική στιγμή που υψώνει το κύπελλο Ζιλ Ριμέ στον ουρανό του «Γουέμπλεϊ». Στα 25 του ήταν ήδη πρωταθλητής κόσμου | YouTube/CreativeProtagon
Θέματα

Ο Μπόμπι Μουρ βιάστηκε να ζήσει – και να πεθάνει

Πρωταγωνιστεί σε μια από τις πιο διάσημες φωτογραφίες των σπορ. Το 1966 ύψωσε στον ουρανό του «Γουέμπλεϊ» το μοναδικό «Ζιλ Ριμέ» που κατέκτησε η Αγγλία. Ο Μπόμπι Μουρ, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1941, ήταν ένας πιονέρος των γηπέδων. Ενα κλεμμένο μπρασελέ του στέρησε τον τίτλο του «Σερ»
Sportscaster

Είναι το πιο περήφανο ενσταντανέ του αγγλικού ποδοσφαίρου. Σηκωμένος στους ώμους των συμπαικτών του, ο 25χρονος -τότε- Μπόμπι Μουρ, αρχηγός της εθνικής ομάδας της Αγγλίας, υψώνει μπροστά στους 95.000 θεατές του «Γουέμπλεϊ» το χρυσό αγαλματίδιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1966. Ο μύθος του Μουρ παραμένει ζωντανός και μετά τον θάνατό του (1993). Οχι μόνον επειδή το όνομά του συνδέθηκε με εκείνον τον ανεπανάληπτο -μέχρι σήμερα- θρίαμβο των Αγγλων, αλλά και γιατί υπήρξε ο απόλυτος σπόρτσμαν. Σε έναν στίβο όπου το fair-play δεν περισσεύει.

Ο νεαρότερος αρχηγός στην ιστορία των «Λιονταριών» (από τα 22 του), που γεννήθηκε σαν σήμερα (12 Απριλίου) το 1941, βιάστηκε να ζήσει και να πεθάνει. Υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο -στη Γουέστ Χαμ- στα 16, με μηνιαίο μισθό 28 λίρες. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στο αγγλικό πρωτάθλημα στα 17, οδηγώντας τα «Σφυριά» στη νίκη (3-2) επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Εγινε διεθνής στα 21. Πρόλαβε να αγωνιστεί σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα και σε ένα Euro – τότε το έλεγαν Κύπελλο Εθνών. Αναδείχτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στα 25. Κι «έφυγε» προτού κλείσει τα 52 του χρόνια, από καρκίνο του εντέρου.

Ο Ρόμπερτ Φρέντερικ Τσέλσι Μουρ ήταν ο καλύτερος κεντρικός αμυντικός του καιρού του και, ταυτοχρόνως, πολύ μπροστά από την εποχή του. Στη δεκαετία των ’50s το πρότυπο του «στόπερ» ήταν ένας ψηλός και βαρύς παίκτης, που πήγαινε με δύναμη πάνω στην μπάλα και έπαιζε σκληρά τον αντίπαλο επιθετικό. Ο Μουρ ήταν (σχετικώς) κοντός και αδύνατος. Ούτε πολύ γρήγορος, ούτε ιδιαιτέρως αλτικός. Ξεχώριζε, όμως, για την ικανότητά του να «διαβάζει» τη φάση και να επεμβαίνει την κατάλληλη στιγμή. Ορθιος, χωρίς να καταφεύγει στο τάκλιν με γλίστρημα, που ήταν ο αγαπημένος τρόπος μαρκαρίσματος στην Αγγλία. Ο Πελέ έλεγε πως δεν είχε συναντήσει πιο «καθαρό» αμυντικό. Στον «αέρα», δε, ήταν ασυναγώνιστος.

Αμέσως μόλις γινόταν κάτοχος της μπάλας, ήξερε τι να την κάνει. Με την εξαιρετική μακρινή του μπαλιά οργάνωνε την αντεπίθεση της ομάδας του, με αρχοντικό στιλ και ψηλά το κεφάλι. Ηταν ένας πιονέρος του επιθετικού «τρανζίσιον» (δηλαδή, της μετάβασης από την άμυνα στην επίθεση) και το παιχνίδι του έμοιαζε πολύ με εκείνο του Φραντς Μπεκενμπάουερ. Μόνο που, ο Μουρ ήταν προγενέστερος. Δεν μιμήθηκε εκείνος τον «Κάιζερ», αλλά το αντίθετο. Ο Μπεκενμπάουερ -ο καλύτερος όλων των εποχών στη συγκεκριμένη θέση- έχει παραδεχθεί πως ο Αγγλος υπήρξε το ίνδαλμά του. Ο Τζάκι Τσάρλτον, ένας σκληροτράχηλος παίκτης που δεν δίσταζε να κάνει τα πάντα για να σταματήσει τον αντίπαλο, και ο «αέρινος» Μουρ συνέθεσαν το καλύτερο αμυντικό δίδυμο που γνώρισαν τα βρετανικά γήπεδα.

Η καριέρα του θα ήταν πολύ πιο ένδοξη, αν δεν είχε μείνει πιστός -επί 18 ολόκληρα χρόνια- σε έναν σύλλογο που δεν μπορούσε να υποστηρίξει το ταλέντο του. Με τη φανέλα της Γουέστ Χαμ κατέκτησε ένα Κύπελλο Αγγλίας (1964) και το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης (1965). Ούτε τα χρήματα που άξιζε, κέρδισε από το ποδόσφαιρο. Ιδίως μετά το 1966 ήταν ένας θρύλος στο Νησί, όμως αμειβόταν με τον μέσο μισθό της εποχής. Πιο πολλά έβγαλε στη Φούλαμ της Β’ Κατηγορίας, όπου μεταγράφηκε το 1974, κι ακόμη περισσότερα στις ΗΠΑ, όπου συνέχισε να παίζει μέχρι τα 37 του. Πρωταγωνίστησε σε διαφημιστικά σποτάκια για την τηλεόραση, ενώ εμφανίστηκε και στην κινηματογραφική «Απόδραση των 11», δίπλα στον (φίλο του) Μάικλ Κέιν, τον Σιλβέστερ Σταλόνε και τον Πελέ. Ως προπονητής δεν έκανε κάτι σημαντικό. Τα παράτησε και έγινε τηλεσχολιαστής του BBC.

Από τη «Μεγάλη Απόδραση των 11» (1981): Μπόμπι Μουρ, Μάικλ Κέιν, Σιλβέστερ Σταλόνε (Paramount Pictures)

Την ιστορία του την έγραψε, κυρίως, στην εθνική Αγγλίας. Πρωτίστως, σε ‘κείνον τον αλησμόνητο τελικό του 1966 κόντρα στη Δυτική Γερμανία (4-2), στον οποίο αναδείχθηκε MVP. Εκτός των άλλων, έδωσε την πάσα (από 40 μέτρα μακριά) στον Τζεφ Χαρστ για να σκοράρει το τέταρτο τέρμα των Αγγλων, το περιλάλητο «γκολ – φάντασμα». Με τη λήξη του αγώνα ανέβηκε τα σκαλάκια που οδηγούσαν στο βασιλικό θεωρείο του «Γουέμπλεϊ», για να παραλάβει το τρόπαιο από τη (νεαρή τότε) Ελισσάβετ Β’. Είναι ο μόνος που δεν πανηγυρίζει. Στέκεται σκεπτικός μπροστά στη Βασίλισσα, που φορά ένα κίτρινο παλτό και λευκά γάντια. Καθώς ετοιμάζεται για την καθιερωμένη χειραψία, πριν από την απονομή, συνειδητοποιεί πως είναι μέσα στη λάσπη και τον ιδρώτα. Ισα που πρόλαβε, να σκουπίσει τα χέρια του πάνω στη φανέλα του.

Αυτό το λαϊκό παιδί θα είχε τιμηθεί με τον τίτλο του «Σερ», εάν δεν είχε κατηγορηθεί, αδίκως, ότι είχε κλέψει ένα μπρασελέ στην Κολομβία, από κοσμηματοπωλείο της Μπογκοτά. Δεν αποδείχθηκε ποτέ, όμως το θέμα είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα. Το Παλάτι δεν θέλησε να ρισκάρει. Το 2001, όταν επιβεβαιώθηκε ότι το κόσμημα το είχε αρπάξει μια γυναίκα, ήταν πολύ αργά…

Εξω από το νέο «Γουέμπλεϊ», ένα μπρούτζινο άγαλμα θα θυμίζει για πάντα τον ηγέτη της πιο επιτυχημένης εθνικής ομάδας της Αγγλίας με το νούμερο 6 στη φανέλα. «Αψογος ποδοσφαιριστής, ποιοτικός αμυντικός, αθάνατος ήρωας του 1966, εθνικός θησαυρός, άρχοντας του γηπέδου, αρχηγός με πυγμή, σωστός κύριος», γράφει η πλακέτα με τ’ όνομά του. Θα τον θυμίζει, επίσης, το «Bobby Moore Fund»: ένα ερευνητικό κέντρο κατά του καρκίνου, που ίδρυσε η δεύτερη σύζυγός του, Στεφάνι.