Τα περιθώρια στενεύουν και οι σχολιαστές αναλογίζονται αν ο Μπάιντεν θα πρέπει να αλλάξει μέσα στον επόμενο μήνα την απόφασή του να κατέβει ξανά | Reuters/Creative Protagon
Θέματα

Ο Μπάιντεν διχάζει: να μείνει ή να φύγει;

Δύο άρθρα, το ένα στην αμερικανική Washington Post, το άλλο στον βρετανικό Guardian, παρουσιάζουν αντίθετες οπτικές για το αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα πρέπει να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία: στη ζυγαριά μπαίνουν τo ζήτημα της ηλικίας, οι (ανύπαρκτες προς το παρόν) εναλλακτικές και ο αγώνας για να μην επιστρέψει ο Τραμπ
Protagon Team

Δύο τίτλοι κειμένων που διατυπώνουν ξεκάθαρα την ακριβώς αντίθετη άποψη σε δύο μεγάλες αγγλόφωνες εφημερίδες. «Ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν πρέπει να θέσει υποψηφιότητα για επανεκλογή το 2024» γράφει στην Washington Post ο Ντέιβιντ Ιγκνάσιους. «Οι Δημοκρατικοί πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στον Μπάιντεν» υπογραμμίζει στον Guardian o Σίντνεϊ Μπλούμενταλ.

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ντέιβιντ Ιγκνάσιους ανήκει στα ανώτερα στελέχη της Washington Post (WP) και η άποψή του θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκφράζει σε μεγάλο βαθμό και την οπτική της εφημερίδας. Ο Σίντνεϊ Μπλούμενταλ, από την άλλη πλευρά, πέρα από την αρθρογραφία και το συγγραφικό του έργο, έχει διατελέσει ανώτερος σύμβουλος του πρώην Προέδρου Κλίντον, και της συζύγου του Χίλαρι Κλίντον. Είναι προφανές ότι και η δική του γνώμη έχει βαρύτητα, ιδιαίτερα στις τάξεις του κόμματος των Δημοκρατικών.

O Ιγκνάτιους στην WP στέκεται αρχικά στα επιτεύγματα του Μπάιντεν. Στη νίκη του επί του Τραμπ το 2020, στην επικράτηση των Δημοκρατικών επί των τραμπικών υποψηφίων στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, στην ενωτική και κεντρώα προσέγγισή του. Αναφέρει επίσης ότι «πέρασε μερικά από τα πιο σημαντικά νομοθετήματα των τελευταίων δεκαετιών», ενώ στην εξωτερική πολιτική «διαχειρίστηκε τη λεπτή ισορροπία της στήριξης στην Ουκρανία για να πολεμήσει τη Ρωσία χωρίς να εμπλέξει την ίδια την Αμερική σε πόλεμο».

Ο κορυφαίος αρθρογράφος της εφημερίδας εκφράζει ωστόσο στη συνέχεια την κεντρική του θέση: «Δεν νομίζω ότι ο Μπάιντεν και η αντιπρόεδρος Χάρις πρέπει να θέσουν υποψηφιότητα για επανεκλογή. Είναι οδυνηρό να το λέω αυτό, δεδομένου του θαυμασμού μου για πολλά από αυτά που έχουν πετύχει. Αλλά αν ο ίδιος και η Χάρις κάνουν μαζί προεκλογική εκστρατεία το 2024, νομίζω ότι ο Μπάιντεν κινδυνεύει να αναιρέσει το μεγαλύτερο επίτευγμά του —το οποίο ήταν ότι σταμάτησε τον Τραμπ».

Ο ίδιος σημειώνει ότι ο νυν πρόεδρος θα είναι πια 82 ετών όταν θα κληθεί να ξεκινήσει μια δεύτερη θητεία και επικαλείται πρόσφατη δημοσκόπηση του Associated Press-NORC, στην οποία το 77% των ερωτηθέντων, συμπεριλαμβανομένου του 69% των Δημοκρατικών, πιστεύει ότι είναι πολύ μεγάλος σε ηλικία για να είναι αποτελεσματικός ως πρόεδρος για τέσσερα ακόμη χρόνια. Αναφερόμενος στην Κάμαλα Χάρις, ο Ιγκνάτιους λέει ότι είναι λιγότερο δημοφιλής από τον Μπάιντεν, με ποσοστό αποδοχής 39,5%, και πώς και η ίδια θα έπρεπε να κάνει πίσω.

«Ο χρόνος τελειώνει. Σε ένα μήνα περίπου, η απόφαση θα είναι πια χαραγμένη στην πέτρα» τονίζει ο αμερικανός αρθρογράφος και εκφράζει την ελπίδα «ο Μπάιντεν να κάνει αυτή τη συζήτηση με τον εαυτό του σχετικά με το αν θα είναι υποψήφιος».

H άλλη οπτική

Στον αντίποδα, ο Σίντνεϊ Μπλούμενταλ διαπιστώνει στον Guardian ότι οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί, τρομοκρατημένοι από τη σκιά του Τραμπ, τείνουν να αποδοκιμάζουν τον Μπάιντεν κρατώντας με αυτό τον τρόπο στάσιμα τα ποσοστά του στις μετρήσεις.

Το άρθρο παραθέτει αρχικά τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων:

♦ Σχεδόν οι μισοί Δημοκρατικοί δηλώνουν στις εταιρείες ερευνών ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι «πολύ μεγάλος σε ηλικία».

♦  Το 58% του συνόλου των Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένου του 30% των Δημοκρατικών, δεν εγκρίνει τους χειρισμούς του στην οικονομία.

♦  Το 21% των Δημοκρατικών τον αξιολογεί αρνητικά.

Ο Μπλούμενταλ σχολιάζει ότι αν αυτό το 21% των Δημοκρατικών που δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τον Μπάιντεν άλλαζαν γνώμη, η συνολική δημοτικότητά του θα ανέβαινε κοντά στο 50% ή και πάνω από αυτό το ποσοστό. Με αυτό το σκεπτικό εντοπίζει την επίδραση στους αριθμούς από ένα φαινόμενο που βαφτίζει «κατάθλιψη των Δημοκρατικών».

Ο πρώην σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον θυμίζει επίσης το πρόσφατο περιστατικό κατά την επίσκεψη του Μπάιντεν στο Βιετνάμ. Παρότι προέκυψαν σημαντικές συμφωνίες συνεργασίας, αυτό που έμεινε στον πολύ κόσμο ήταν ένας μονόλογος του αμερικανού προέδρου στη συνέντευξη Τύπου για μια ταινία «του Τζον Γουέιν». Και η επανάληψη μιας από τις αγαπημένες ατάκες του, αυτής για τους «ψεύτες, σκυλομούρηδες στρατιώτες σε πόνι» την οποία απηύθυνε αυτή τη φορά στους αρνητές της κλιματικής αλλαγής.

«Αλλά», επιμένει ο Μπλούμενταλ, «οι Δημοκρατικοί είναι αυτοί που τραβούν τον Μπάιντεν προς τα κάτω. Βλέπουν τα σωματικά του ελαττώματα και φοβούνται την πολιτική του πτώση. Είναι 80 ετών, τα μαλλιά του έχουν αραιώσει, το βάδισμά του είναι πιο αργό και προσεκτικό. Δεν είναι εύγλωττος. Ο ελαφρύς δισταγμός του τραυλισμού που ξεπέρασε ως παιδί μοιάζει κατά καιρούς να επιστρέφει. Δεν είναι ο Μικ Τζάγκερ που καμαρώνει στα 80 του. Η ένταση της ανησυχίας των Δημοκρατικών για τον Μπάιντεν είναι ευθέως ανάλογη με τον πανικό τους για τον Τραμπ. Βλέπουν στην ευθραυστότητά του τη δική τους δύσκολη θέση. Αυτός είναι η οθόνη στην οποία προβάλλουν το άγχος, την ανασφάλεια και τον φόβο τους».  

Ο πρόεδρος Μπάιντεν κατά τον χαιρετισμό που απηύθυνε την Δευτέρα (11/9) σε διασώστες της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 (REUTERS/Evelyn Hockstein)

Ο έμπειρος σύμβουλος πολιτικής υπογραμμίζει ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος της αυτοεκπληρούμενης προφητείας που θα λειτουργήσει υπέρ του Τραμπ. Προσθέτει δε και την απουσία εναλλακτικής. Πρόσφατη δημοσκόπηση ζήτησε από υποστηρικτές των Δημοκρατικών να κατονομάσουν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που θα προτιμούσαν αντί του Μπάιντεν. Ο κατακερματισμός ήταν τεράστιος και ο Μπέρνι Σάντερς, 82 ετών σήμερα, απέσπασε την υψηλότερη υποστήριξη με ποσοστό 3%. Ο Σάντερς, ωστόσο, ήδη υποστήριξε τον Μπάιντεν…

Ο Μπλούμενταλ εκτιμά ότι αν ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έθετε υποψηφιότητα, ο κατακερματισμός των Δημοκρατικών θα ερχόταν στην επιφάνεια. Και παρατηρεί ότι δεν υπάρχει καμία κίνηση για την αντικατάστασή του: «Καμία παράταξη του κόμματος δεν επιδιώκει την απομάκρυνσή του, καμία ομάδα εντός του Κογκρέσου δεν επιδιώκει την ανατροπή του, κανένα αξιόπιστο πρόσωπο δεν θέτει υποψηφιότητα ή σκέφτεται να κάνει εκστρατεία εναντίον του».

Το συμπέρασμα του αρθρογράφου είναι ότι οι εκλογές του 2024 θα είναι το δεύτερο δημοψήφισμα για τον Τραμπ, αλλά το πρώτο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 6ης Ιανουαρίου. Με δεδομένο το τι θα σημαίνει η επανεκλογή του Τραμπ για τη θεσμική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες, η γνώμη του είναι ότι οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να σκεφτούν και αλλά πράγματα πέρα από την ηλικία του Μπάιντεν, αν δεν επιθυμούν να συμβάλουν στην έναρξη μιας νέας πολιτικής εποχής του αντιπάλου τους.