| Shutterstock/ CreativeProtagon
Θέματα

Ο απολογισμός της πανδημίας τέσσερα χρόνια μετά 

Οι επίσημοι θάνατοι από Covid ανέρχονται συνολικά σε επτά εκατομμύρια, σύμφωνα με τους διαγνωστικούς ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν στις εκάστοτε χώρες. Ο Economist, ωστόσο, εκτιμά ότι οι θάνατοι που προκλήθηκαν από την πανδημία –είτε απευθείας λόγω του κορονοϊού είτε εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας όσων προσβλήθηκαν από αυτόν– ήταν στην πραγματικότητα 28,5 εκατομμύρια
Protagon Team

Σχεδόν πριν από τέσσερα χρόνια, στις 11 Μαρτίου 2020, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναβάθμισε για πρώτη φορά την επιδημία Covid-19 σε πανδημία, ωθώντας τις κυβερνήσεις όλου του κόσμου να δράσουν. Σήμερα, ο πανικός που επικράτησε τότε και οι πρωτόγνωρες καταστάσεις που βίωσε ολόκληρη η ανθρωπότητα έχουν σχεδόν ξεχαστεί: ουσιαστικά κανένας δεν ασχολείται με τον κορονοϊό, παρότι εξακολουθεί να αιωρείται ανάμεσά μας, καθώς πλέον δεν αποτελεί απειλή για τη δημόσια υγεία. Ωστόσο, ο εφησυχασμός αυτός και η παράδοση της πανδημίας στη λήθη δεν επέτρεψε να γίνει ένας αντικειμενικός απολογισμός της πανδημίας που συγκλόνισε τον πλανήτη.

Μεταξύ όσων εξακολουθούν να ασχολούνται με τον κορονοϊό περιλαμβάνονται (πέρα από επιστήμονες, ερευνητές και γιατρούς) ο Economist, ο οποίος συνεχίζει ακόμη να επικαιροποιεί την πιο ενημερωμένη βάση δεδομένων για τους θανάτους από Covid παγκοσμίως, αλλά και οι New York Times, στην προκειμένη περίπτωση μέσω ενός άρθρου του Ντέιβιντ Γουάλας-Γουέλς.

Οι επίσημοι θάνατοι από Covid ανέρχονται συνολικά σε επτά εκατομμύρια – αριθμός που βασίζεται στους διαγνωστικούς ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν στις εκάστοτε χώρες. Ο Economist, ωστόσο, αναλύοντας τους υπερβάλλοντες θανάτους, εκτιμά ότι οι θάνατοι που προκλήθηκαν από την πανδημία –είτε απευθείας λόγω του κορονοϊού είτε εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας όσων προσβλήθηκαν από αυτόν ή εξαιτίας της αδυναμίας πρόσβασής τους στις υπηρεσίες υγείας– είναι στην πραγματικότητα περισσότεροι από τετραπλάσιοι, για την ακρίβεια 28,5 εκατομμύρια.

«Αυτός ο αριθμός», εξηγεί το βρετανικό έντυπο, «εκφράζει τη διαφορά μεταξύ του αριθμού όσων πέθαναν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, ανεξάρτητα από την αιτία, και του αριθμού των θανάτων που θα αναμένονταν εάν δεν είχε εκδηλωθεί ένα συγκεκριμένο φαινόμενο (όπως μια φυσική καταστροφή ή η εκδήλωση μιας νόσου)», όπως συνέβη πριν από μια τετραετία, με την Covid-19 να μετατρέπεται πολύ σύντομα σε πανδημία.

Με αυτή τη μέθοδο ο Economist εκτιμά ότι στην Ιταλία, μία από τις πρώτες χώρες που επλήγησαν από τον κορονοϊό (κηρύχτηκε ολόκληρη «κόκκινη ζώνη» δύο ημέρες μετά την ανακοίνωση του ΠΟΥ περί πανδημίας), σημειώθηκαν 50% περισσότεροι θάνατοι από αυτούς που καταγράφηκαν: από 300.000 έως 310.000 – ενώ ο επίσημος απολογισμός είναι 196.376. Με βάση τα δεδομένα του βρετανικού περιοδικού διαπιστώνεται επίσης ότι η πολυσυζητημένη, «χαλαρή» και με σημείο αναφοράς την ατομική ευθύνη πολιτική που εφαρμόστηκε στη Σουηδία, τελικά λειτούργησε.

Από την ανάλυση του Economist προκύπτει και ένα άλλο δεδομένο: οι χώρες της Δύσης δεν ήταν αυτές που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία, γεγονός που καταδεικνύει πως η αποτελεσματικότητα των Συστημάτων Υγείας και, κυρίως, η σχετικά γρήγορη διάθεση του εμβολίου συνέβαλαν σημαντικά στον περιορισμό των θανάτων από Covid.

«Οι χειρότερες επιπτώσεις της πανδημίας δεν καταγράφηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στη Βρετανία, αλλά στην Ανατολική Ευρώπη, μια περιοχή όπου παρατηρήθηκε ένα καταστροφικό μείγμα γήρανσης πληθυσμού, αδύναμων συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και συχνά ανίκανων ή αδιάφορων κεντρικών κυβερνήσεων. Από όλα τα μεγάλα κράτη του κόσμου, αυτή η ανάλυση δείχνει ότι η Ρωσία τα πήγε χειρότερα» γράφει ο Ντέιβιντ Γουάλας-Γουέλς.

Αλλά και στην Ινδία, όπου επίσημα έγινε λόγος για 533.000 θανάτους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Economist ο απολογισμός της πανδημίας υπήρξε πολύ πιο βαρύς: από 2,8 έως 10 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με τον πραγματικό αριθμό να είναι από 5 έως 18 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με τον επίσημο απολογισμό.

Οσον αφορά τους θανάτους μεταξύ των άνω των 65 ετών, και σε αυτή την περίπτωση Ευρώπη και Βόρεια Αμερική επλήγησαν λιγότερο συγκριτικά με άλλες περιοχές του κόσμου. «Ελέγχοντας τις δημογραφικές διαφορές (διαπιστώνεται πως) η πανδημία ήταν πιο φονική, όχι στις “πλούσιες […] χώρες” της Αγγλόσφαιρας ή στις αδιάφορες, μεσαίων εισοδημάτων χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά στις φτωχότερες χώρες του κόσμου, ιδιαίτερα στην Υποσαχάρια Αφρική, όπως θα μπορούσε να έχει προβλέψει κανείς στις αρχές του 2020.

»Χειρότερα επλήγη η Ουγκάντα, όπου καταγράφηκε ένα δημογραφικά προσαρμοσμένο ποσοστό θνησιμότητας επτά φορές μεγαλύτερο από των ΗΠΑ. Η επόμενη χώρα που επλήγη περισσότερο ήταν η Ζάμπια, μετά το Τσαντ, η Ζιμπάμπουε και η Μοζαμβίκη. Ακολούθησαν δύο ακόμη αφρικανικές χώρες, η Αιθιοπία και το Μαλάουι, πριν από τις πρώτες μη αφρικανικές χώρες, το Μπαχρέιν και το Αφγανιστάν» συνοψίζει ο δημοσιογράφος των New York Times.

Πρόκειται για χώρες με ανύπαρκτα Συστήματα Υγείας, όπου ο εμβολιασμός του πληθυσμού ξεκίνησε έως και χρόνια αργότερα από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική.