Ο Αύγουστος στην Αθήνα, για τους περισσότερους, δεν είναι κάτι παραπάνω από ένας κακός συμβιβασμός. Παρά το γεγονός ότι οι αρχές του μήνα βρήκαν δημοφιλή πλακόστρωτα και ασφάλτους με περισσότερο βάρος από ότι τις άλλες χρονιές το κέντρο της πόλης, ειδικά τη νύχτα, εξακολουθεί να υπολειτουργεί.
Μπορείς να απολαύσεις άνετα μπαρ που κανονικά πρέπει να κρατήσεις την ανάσα σου, σαν σε μακροβούτι μέσα στο στριμωγμένο πλήθος ή να φύγεις ηττημένος γιατί το τάδε μαγαζί έχει πάει διακοπές και το δείνα επιστρέφει μετά τον Δεκαπενταύγουστο και δεν υπάρχει κανείς έξω.
Δεν ήταν πάντα όμως έτσι οι θερινές νύχτες στην Αθήνα. Ή τουλάχιστον δεν ήταν έτσι στην Αθήνα της Μπελ Επόκ (1871-1914) όπως θυμήθηκε και κατέγραψε τα βιώματά του ο Μίλτος Λιδωρίκης (1871-1951) διακεκριμένος συγγραφέας, σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός της γενιάς του 1890, καθώς και προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου .
Ηδη από όταν έγραφε τα απομνημονεύματά του, το 1940, θεωρούσε τη νυχτερινή ζωή της πόλης να έχει ξεθυμάνει. Τα χειρόγραφα, αποσπάσματα των οποίων δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Ασύρματος» της εποχής, παρέμειναν αδημοσίευτα στο συρτάρι του σπουδαίου δημοσιογράφου και γιου του, Αλέκου Λιδωρίκη. Μέχρι που, περίπου 80 χρόνια αργότερα, η Ζωζώ Λιδωρίκη, πρόεδρος των Διεθνών Σχέσεων Πολιτισμού τα έδωσε για επιμέλεια στις εκδόσεις Polaris και έτσι προέκυψε μια εκτενής μαρτυρία με όσα θυμόταν ο Μίλτος Λιδωρίκης για την Αθήνα αυτού του μακρινού τότε.
«Η νυκτερινή θερινή κίνησις ήταν αφαντάστως ζωηρά τότε, κι αυτό γιατί ο κόσμος μετά το θέατρο, τα ιπποδρόμια και τα άλλα θεάματα δεν πήγαινε να παραδοθεί εις τας αγκάλας του Μορφέως, αλλά γέμιζε τα ανοικτά κέντρα και εκάθητο σε αυτά μέχρι των πρωινών ωρών», γράφει.
Μουσικές, νερό Καισαριανής, λεμονάδα του πάγου στην πλατεία Συντάγματος και τηλεσκόπια στο Ζάππειο. Ορχήστρες στα ζαχαροπλαστεία και τα καφενεία της Ομόνοιας, διεθνείς αρτίστες που ξημέρωναν στα μαγαζιά στο Μετς, νταηλίκια και καβγάδες στην τότε πλατεία Ελευθερίας για τα μάτια μιας Μαρίας.
Και όλα αυτά τα τοπόσημα, μέρη από όπου είμαστε συχνά περαστικοί, είχαν ένα παράδοξο κοινό: πυροτεχνήματα. Σχεδόν κάθε νύχτα τα μαγαζιά έβγαζαν ανακοίνωση πως «θα καώσι μεγαλοπρεπή πυροτεχνήματα» τα οποία συνωστίζονταν για να δουν πλήθη Αθηναίων. Ο θόρυβος τους σε συνδυασμό με τη δυνατή μουσική από ορχήστρες, περιοδεύουσες και μη, οδήγησε στη σύσταση του συλλόγου «Ησύχων Πολιτών», άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι δυσκολεύονταν να κοιμηθούν από τον διαρκή θόρυβο δίπλα στα σπίτια τους. Γι’αυτό, ίσως δικαίως, ο Μίλτος Λιδωρίκης αποκαλεί την πόλη «διανυκτερεύον φρενοκομείο».
Συγκεκριμένα όμως η νυχτερινή διασκέδαση της εποχής και των κύκλων του Λιδωρίκη δηλαδή πολιτικοί, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί, άνθρωποι του πνεύματος, ξεκινούσε από εστιατόρια όπως το Καφέ Ρεστοράν ή την «μπύρα» (μία από τις μπυραρίες που είχαν ανοίξει στην Αθήνα δηλαδή) και κατέληγε σε καφέ-σαντάν,τα οποία έπαιζαν ευρωπαϊκή μουσική, τα καφέ-αμάν που παίζαν ανατολίτικη μουσική ή στα λεγόμενα κλουμπ.
Από όσους διανυκτέρευαν λίγοι ήταν πραγματικά ξενύχτηδες κατ’ ίδιοτητα και σε αυτούς αφιερώνεται ένα ξεχωριστό χωρίο: «Αττικαί νύκτες – Οι πραγματικοί ξενύχτηδες». Σε αυτό το κεφάλαιο, όπως και σε άλλα, ο Μίλτος Λιδωρίκης απλώνει μεγάλες παραγράφους στις οποίες αριθμεί τους ανθρώπους που ξημέρωναν στο κάθε μαγαζί, τις ιστορίες πλανόδιων μικροπωλητών, σερβιτόρων και μαγαζατόρων, σε μια κοπιώδη προσπάθεια να μη λησμονηθεί κανείς σε αυτή την Αθήνα που ήδη όταν τα έγραφε αυτά είχε χαθεί ανεπιστρεπτί.
«Θέλω όλους να τους αναφέρω για να δείξω, όπως είπα, ότι δεν ξενυχτούσαν οι αργόσχολοι αλλά οι δουλευταράδες», γράφει. Τους ξεχωρίζει αμέσως σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ξημέρωναν στην Ομόνοια και αυτούς που ξημέρωναν στο Σύνταγμα. Οι πρώτοι κινούνταν μαζί με το πλήθος στα πολυθόρυβα μαγαζιά και γλεντούσαν, ενώ οι δεύτεροι περνούσαν τις νύχτες σε παρέες με καφέδες, ναργιλέδες και κουβέντες στα απομακρυσμένα τραπέζια του καφενείου «Γιαννόπουλου-Ζαχαράτου».
Φαίνεται να θεωρεί «πραγματικούς» τους δεύτερους. «Ξενύκτηδες με πατέντα, τακτικοί σαν να πούμε επαγγελματικοί, ήσαν όχι εκείνοι που χαιρετούσαν την αυγή γλεντώντας, αλλά όσοι κάθε βράδυ έμεναν έξω από τα σπίτια τους, όλες τις νύκτες του έτους», γράφει ο Μίλτος Λιδωρίκης. «Οι άνθρωποι αυτοί ήταν αδύνατον να κοιμηθούν αν δεν άνοιγαν την εξώθυρά τους τις πρωινές ώρες. Ούτε λόγο ούτε δουλειά είχαν να ξενυκτούν. Συνήθεια της ωραίας ζωής που έκαναν. Κάτι θα τους έλειπε αν παρέλειπαν να συναντηθούν, μετά τα μεσάνυκτα, στο κέντρο του ξενύκτιου της παρέας τους».
Ως μεγάλους ξενύχτηδες αναφέρει ανάμεσα σε πολλούς, τους διευθυντές των σημαντικών αθηναϊκών εφημερίδων, συγγραφείς όπως τον Εμμανουήλ Ροΐδη και φυσικά τον «μέγα ξενύκτη» Τίμο Μωραϊτίνη, ο οποίος είχε αποκρυσταλλώσει την καθιερωμένη βόλτα μετά το ξενύχτι στις πιπεριές της Λεωφόρου Αμαλίας σε χρονογράφημα του 1900.
Ο ίδιος γράφει για αυτό: «Φεύγοντας οι ξενύκτηδες από το στρατηγείο τους και προτού πάνε σπίτι τους έκαναν μια ρομαντική βόλτα ως τις Πιπεριές, τη σημερινή δεντροστοιχία της λεωφόρου Αμαλίας, για ν’ακούσουν τον κούκο τον χειμώνα και τ’ αηδόνια την άνοιξη και το καλοκαίρι που γλυκοκελαϊδούσαν στο βασιλικό περιβόλι. Τ’ αηδόνια του βασιλικού περιβολιού ήσαν τα παλιά χρόνια μια απόλαυσις για τους Αθηναίους».
Φυσικά τα απομνημονεύματα του Μίλτου Λιδωρίκη δεν περιορίζονται στους τόπους εγκλήματος των νυκτόβιων πλασμάτων της Μπελ Επόκ. Από το πατρικό του στην Πανεπιστημίου 10, δίπλα στο Ιλίου Μέλαθρον ως παιδί, μέχρι τις βεγγέρες στα σπίτια επιφανών Αθηναίων, την πολιτική, ως τη μόδα, τη συγκοινωνία, τις γιορτές και τα προάστια του Φαλήρου και της Κηφισιάς, χτίζεται μια άλλη Αθήνα εκεί όπου έχουμε συνηθίσει να την περπατάμε βιαστικά προς κάπου.
Φωτογραφίες, αποκόμματα και λογής λογής οπτικά τεκμήρια που υπάρχουν στο βιβλίο βρίσκονται κολλημένα στους τοίχους μιας μικρής γειτονιάς της Αθήνας εκείνης της εποχής που στεγάζεται στον πρώτο όροφο του Πνευματικού Κέντρου Μελίνα Μερκούρη (ως τις 10/09) με τις λεζάντες που έχει δώσει και στο βιβλίο ο Γιώργος Χατζηδάκης)
Στο πλαίσιο της έκθεσης, διοργανώθηκαν αρχιτεκτονικοί περίπατοι αλλά και μαθήματα animation με βάση τις ιστορίες του βιβλίου σε συνεργασία με το φεστιβάλ Animasyros.