Η φωτογραφία του έντρομου αμερικανού πεζοναύτη, με τα χέρια του σφιγμένα γύρω από την κάννη του όπλου του, είναι ένα από τα σύμβολα του Πολέμου του Βιετνάμ. Κατά τη διάρκεια μιας καριέρας που διήρκεσε περισσότερο από μισόν αιώνα, ο βρετανός φωτορεπόρτερ Ντον ΜακΚάλιν κατέγραψε φρικιαστικές σκηνές από πολέμους σε όλες τις ηπείρους και από την πείνα στην Μπιάφρα, στιγμιότυπα από το Τείχος του Βερολίνου και τη ζωή στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά και πορτρέτα και τοπία, αστικά και της υπαίθρου, όπως και νεκρές φύσεις, βάζα με λουλούδια φτιαγμένα λες από χρωστήρα.
Γεννημένος σε λαϊκή λονδρέζικη συνοικία, ο ΜακΚάλιν θεωρείται ο μεγαλύτερος εν ζωή βρετανός φωτογράφος, αφού είναι και νικητής όλων των μεγάλων διεθνών βραβείων. Η Repubblica ανέπεμψε τον παραπάνω ύμνο επειδή ο φωτορεπόρτερ και συγχρόνως καλλιτέχνης πήγε στην Ιταλία με αφορμή μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του στο Palazzo delle Esposizioni της Ρώμης. Στην έκθεση αυτή, η οποία θα διαρκέσει μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2024, θα βρουν τη θέση τους κλικ όλων των περιόδων του φωτογράφου, «του τελευταίου μιας θρυλικής γενιάς».
Στη συνέντευξη που ακολούθησε την εισαγωγή, ο 88χρονος ΜακΚάλιν δήλωσε υπερηφάνως που η τέχνη του τού έδωσε ζωή: «Σταμάτησα τις σπουδές στα 15 μου, δούλεψα σε μια λοκομοτίβα, ύστερα υπηρέτησα τη θητεία μου στην Αφρική, από όπου επέστρεψα με μια κάμερα». Ετσι άρχισε τα κλικ: «Στη γειτονιά μου φωτογράφισα μια συμμορία νεαρών εγκληματιών, μια εφημερίδα αγόρασε τις εικόνες μου, έτσι τα υπόλοιπα κύλησαν κατά πώς τα ξέρετε». Τον ρώτησε η Repubblica κάτι έξυπνο: «Τι είναι αυτό που μετατρέπει κάποια φωτογραφία σε έργο Τέχνης;» Η απάντηση απλή: «Η αφήγηση μιας ιστορίας και η ευαισθησία του φωτογράφου».
Για τις πολεμικές φωτογραφίες, κάποιες από τις οποίες του χάρισαν τον τίτλο του μεγάλου φωτογράφου, ο ΜακΚάλιν είπε ότι είναι σκέτη χειραγώγηση «επειδή εκμεταλλεύονται τον πόνο για να προκαλέσουν συναισθήματα». Εντίμως δήλωσε ότι τον τύπτει η συνείδησή του, διότι αυτός κάτι πέτυχε «εις βάρος του πόνου των άλλων». Είπε, επίσης, ότι τα πρότυπά του ήταν ο γερμανοεβραϊκής καταγωγής φωτογράφος Αλφρεντ Στίγκλιτς και ο γνωστός Ρόμπερτ Κάπα. Από τους ζωγράφους που τον ενέπνευσαν, κυρίως για το κιαροσκούρο, μνημόνευσε τον Καραβάτζο.
Ο φαντάρος του Βιετνάμ
«Πώς προέκυψε η διάσημη φωτογραφία σας με τον αμερικανό στρατιώτη το 1968;» ήταν η ερώτηση. Και η απάντηση: «Κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας δύο εβδομάδων έπεσαν πολλές βόμβες. Η ιστορική πόλη ισοπεδώθηκε. Είδα αυτόν τον πεζοναύτη να κάθεται κοιτάζοντας το κενό, έτσι έβγαλα πέντε φωτογραφίες. Εκείνος, παράλυτος από τον τρόμο, παρέμενε ακίνητος. Ενας λοχίας τον έβριζε για να τον αφυπνίσει και να ριχτεί στη μάχη. Εφυγα μακριά. Υστερα από μια στιγμή, εκεί όπου βρισκόμουν έπεσε μια οβίδα όλμου. Σκοτώθηκε ο φαντάρος και τραυματίστηκε ο λοχίας. Ο πόλεμος είναι σαν να ρίχνεις ζάρια…»
Από τα πεδία των μαχών στα πράσινα χωράφια της Αγγλίας. «Εχανα το μυαλό μου, αφού είχα δει πολλούς θανάτους. Οχι μόνο στρατιωτών, αλλά και παιδιών. Φωτογραφίζοντας την ύπαιθρο του Σόμερσετ, όπου ζω τώρα, βυθισμένη στον μύθο του βασιλιά Αρθούρου, ένιωσα την ενέργεια της Ιστορίας και θεραπεύτηκα! Η κάμερα ήταν το φάρμακό μου».
Ακολούθησαν οι ερωτήσεις για σπουδαίους συναδέλφους του. Τι πιστεύει για το έργο τους. Ο ΜακΚάλιν είπε ότι «ο Ιρβινγκ Πεν υπήρξε περισσότερο καλλιτέχνης παρά φωτογράφος», ότι «η Ανι Λίμποβιτς έγινε διάσημη φωτογραφίζοντας διασήμους, αν και πολύ καλή», ότι «ο εξαιρετικός Ρόμπερτ Φρανκ αιχμαλώτισε το πνεύμα της Αμερικής».
Ο Αντονιόνι και οι μαφιόζοι
Ο ΜακΚάλιν συνεργάστηκε με τον ιταλό σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι στο φιλμ «Blow-Up». Αφηγήθηκε την ιστορία τους: «Ο σκηνοθέτης ήθελε να με συναντήσει όταν ήρθε να γυρίσει την ταινία του. Εκείνη την εποχή ζούσα σε ένα μικρό σπίτι. Εφθασαν δύο λιμουζίνες γεμάτες Ιταλούς, οι οποίοι μου φάνηκαν μαφιόζοι. Ο Αντονιόνι και μισή ντουζίνα συνεργάτες του βγήκαν έξω, δεν είχα χώρο στο σπίτι για όλους. Ηταν πολύ ευγενικός. Κατέληξα να τραβήξω όλες τις φωτογραφίες για το ‘‘Blow-Up’’. Πολλά χρόνια αργότερα ανακάλυψα ότι ένας παραγωγός τις είχε κρατήσει και ήθελε να τις πουλήσει σε δημοπρασία, όμως κατάφερα να τον σταματήσω».
Φωτορεπορτάζ… τέλος
To σημείο όπου η Repubblica ρώτησε τον φιλοξενούμενό της τι συμβουλεύει τους νέους φωτογράφους δεν έμοιαζε επίφοβο για… ανάλυση των media της εποχής μας. Ωστόσο, ο Μακ Κάλιν ήταν καταπέλτης: «Να μην περιμένουν ότι θα κερδίσουν λεφτά από το πολεμικό φωτορεπορτάζ. Το φωτορεπορτάζ δεν υπάρχει πια. Οι νέοι που πηγαίνουν εκεί με κάμερες είναι βασικά ελεύθεροι επαγγελματίες που πωλούν τα καρέ τους φθηνά ρισκάροντας τη ζωή τους ανασφάλιστοι. Η κοινωνία και οι εφημερίδες δείχνουν να ενδιαφέρονται μόνο για το λάιφ στάιλ και τους διασήμους, όχι για τους ηττημένους και όσους υποφέρουν».
Κλείνοντας τις δηλώσεις του, ο ΜακΚάλιν είπε ότι δεν τον ενδιαφέρει να τραβά φωτογραφίες με κινητό τηλέφωνο, ούτε καν κολλάει με τις κάμερες: «Δεν είμαι εξοικειωμένος με smartphones και υπολογιστές. Και δεν έχω καν πάθος με τις κάμερες, αφού τις χρησιμοποιώ σαν… οδοντόβουρτσες, σαν εργαλείο για τα μάτια μου».
Προσέθεσε ότι έτυχε να επισκεφθεί το πατρικό του σπίτι του, αλλά δεν χάρηκε. «Πήγα εκεί πριν από τέσσερα χρόνια με ένα συνεργείο του BBC που γύριζε ένα ντοκιμαντέρ για εμένα. Πάρα πολλές κακές αναμνήσεις. Ρατσισμός, φανατισμός, φτώχεια, βία. Θα μπορούσα να είχα γίνει και εγώ εγκληματίας. Αλλά, όπως σας είπα, η φωτογραφία με έσωσε».