«Δεν ασχολήθηκε με την πολιτική επειδή θα έχανα το μισό κοινό μου» λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια η Ντόλι Πάρτον | Getty
Θέματα

Ντόλι Πάρτον: «Ηξερα πώς να ελίσσομαι σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο»

Με αφορμή την κυκλοφορία του 49ου άλμπουμ της με τίτλο «Rockstar» στις 17 Νοεμβρίου, η μεγάλη κυρία της μουσικής κάντρι, 77 ετών σήμερα, μιλάει στον Guardian για την εξωτερική της εμφάνιση, το επιχειρηματικό της δαιμόνιο, τον φεμινισμό και την παρενόχληση, την πολιτική, την οικογένειά της και τα τραγούδια που γράφει από την ηλικία των επτά ετών
Protagon Team

«Συναντιόμαστε σε ένα ακριβό ξενοδοχείο στο Λονδίνο όπου η Ντόλι Πάρτον έχει νοικιάσει μια σουίτα, στον τελευταίο όροφο. Είναι ζεστή γυναίκα και αστεία, ικανή να μετατρέπει τις πιο αμήχανες ερωτήσεις σε απλά ερωτήματα, χρησιμοποιώντας το χιούμορ της» γράφει η Εμιν Σέινερ. «Είναι επίσης πολύ λαμπερή, όπως καμιά φορά είναι οι πολύ διάσημοι, αλλά η δική της λάμψη είναι το κάτι άλλο» συνεχίζει η δημοσιογράφος στον Guardian.

«Είμαι ευγνώμων για κάθε καλό πράγμα που μου συνέβη» λέει η 77χρονη τραγουδίστρια. «Ο Θεός πάντα με ευλογούσε, μου έστελνε καλούς ανθρώπους. Προσεύχομαι κάθε μέρα ο Θεός να φέρνει στη ζωή μου όλα τα σωστά πράγματα, όλους τους σωστούς ανθρώπους».

Εκτός από νέο άλμπουμ, στις 19 Οκτωβρίου η αμερικανίδα τραγουδίστρια πρόκειται να κυκλοφορήσει και ένα νέο βιβλίο, το «Behind the Seams: My Life Ιn Rhinestones». Σε μεγάλο μέρος του βιβλίου της, όπως λέει, περιγράφει το μοναδικό στιλ της, που πολλοί χαρακτηρίζουν υπερβολικό, λόγω των έντονων χρωμάτων, των φανταχτερών υλικών.

Οι τονισμένοι ώμοι στα ρούχα της έχουν αφήσει εποχή, όπως και η πολύ στενή μέση και όλη αυτή η θεατρικότητα στα κοστούμια με τα οποία εμφανιζόταν στη σκηνή. «Εχω φορέσει μερικά από τα πιο παράξενα πράγματα» παραδέχεται.

«Πολλές φορές νομίζεις ότι φαίνεσαι ωραία, αλλά ύστερα από χρόνια κοιτάς τις φωτογραφίες και αναρωτιέσαι “μα, τι στο καλό σκεφτόμουν;”». Γελάει, αλλά το βιβλίο είναι υπέροχο, παρουσιάζει τα φορέματα που είχε φτιάξει μικρή από σακιά, όπως το «πολύχρωμο παλτό» της. Πρόκειται για ένα ρούχο ραμμένο από τη μητέρα της με υπολείμματα υφασμάτων. Τα πανάκριβα κοστούμια ήρθαν πολύ αργότερα, όταν έγινε διάσημη.

Τα πολύ έντονα ξανθά μαλλιά της ήταν ένα ακόμα σήμα κατατεθέν της. Τα ξανθά μαλλιά, τα οποία με την πάροδο των ετών γίνονταν όλο και πιο ανοιχτά, όλο και πιο ξανθά, όλο και πιο φουντωτά στο χτένισμα, σαν μια τούρτα στην οποία ήταν σαν να λαχταρούσε να προσθέσει μία ακόμη στρώση. Την χαρακτήριζε η υπερβολή. Επέλεγε ολόσωμες φόρμες σε κάθε χρώμα και βαριά, φανταχτερά φορέματα με στρας και πέρλες.

Ωστόσο, πάντα η Ντόλι Πάρτον ήταν σίγουρη για την εμφάνισή της, ακόμα και όταν ήταν μικρή και άσημη. «Ηθελα να κάνω επίδειξη στους άλλους, να δείχνω ποια είμαι. Φορούσα έντονο κόκκινο κραγιόν, είχα μακριά κόκκινα νύχια, πάντα επέλεγα ψηλοτάκουνα παπούτσια με κοντές φούστες και κοντά τοπ και νόμιζα ότι έτσι ήμουν θελκτική και όμορφη. Οταν ο κόσμος έλεγε πως φοράω “σκουπίδια”, έλεγα πάντα: “Λοιπόν, εγώ έτσι θέλω να ντύνομαι”» λέει στη δημοσιογράφο.

Η οικογένεια

Ο παππούς της ήταν ιεροκήρυκας και ο πατέρας της αγρότης. Και οι δύο απεχθάνονταν τον τρόπο με τον οποίο ντυνόταν η Ντόλι. Μάλιστα, ο παππούς της είχε φτάσει στο σημείο να τη χτυπήσει μια φορά που την είδε πολύ έξαλλα ντυμένη. «Ημουν πρόθυμη να “πληρώσω” για τον τρόπο που επέλεγα να ντύνομαι» αποκαλύπτει στον Guardian.

«Είμαι πολύ ευαίσθητη, δεν μου άρεσε να ασκούν εξουσία πάνω μου και αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς πλήγωνε τα συναισθήματά μου». Γι’ αυτό τον λόγο έγραψε ένα τραγούδι χρόνια αργότερα, με τίτλο «The Sacrifice», το οποίο περιλαμβάνεται στο άλμπουμ της «Better Day», που κυκλοφόρησε το 2011. «Αυτό το τραγούδι, με τον δικό του τρόπο, συνοψίζει τις μνήμες μου» λέει.

Η αλήθεια είναι ότι η αμερικανίδα καλλιτέχνις θα πρέπει να διέθετε πραγματικά δυνατό χαρακτήρα για να αψηφά τότε τη γνώμη των δικών της ανθρώπων, ακόμη και όσων αργότερα ήταν συνεργάτες της στα επαγγελματικά και ήθελαν μόνο το καλό της. «Υπήρχαν στελέχη στη δισκογραφική εταιρεία που με συμβούλευαν –πολλές φορές με έντονο τρόπο– να αλλάξω το ντύσιμό μου» λέει χαμογελώντας.

«Αλλά εγώ ήμουν πάντα πιστή στον εαυτό μου. Ηταν μια συμβουλή την οποία μου είχε δώσει η μητέρα μου: “Να είσαι αληθινή με τον εαυτό σου”. Εδωσα μεγάλη βάση σε αυτό. Ο,τι κι αν κάνω, είτε είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρομαι και η δουλειά μου είτε οτιδήποτε άλλο, αν το κάνω με τον δικό μου τρόπο, σύμφωνα με όσα καταλαβαίνω και πιστεύω, βλέπω ότι έχει και αλήθεια και δύναμη» δηλώνει. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με ένοιαζε τι σκέφτονται οι άλλοι για μένα, αλλά ποτέ τόσο πολύ ώστε να με εμποδίζει να είμαι ο εαυτός μου».

Για πολλά χρόνια η εμφάνιση της Πάρτον θύμιζε καρικατούρα, κάτι που σίγουρα έκανε τους ανθρώπους να την υποτιμούν. «Μου πήρε μάλλον περισσότερα χρόνια για να με πάρουν στα σοβαρά, αλλά δεν ήμουν διατεθειμένη να αλλάξω το στυλ μου. Σκεφτόμουν ότι, αν όντως είχα ταλέντο, ο κόσμος θα το αναγνώριζε αργά ή γρήγορα».

«Στη μικρή πόλη του Τενεσί όπου μεγάλωσα, εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες –ακόμα και όταν ήταν μικρές– έμοιαζαν ταλαιπωρημένες» θυμάται. «Κάτι οι αγγαρείες και οι δουλειές του σπιτιού, κάτι το μεγάλωμα των παιδιών… όπως και μητέρα μου, είχε αποκτήσει 12 παιδιά μέχρι τα 35 της» εξηγεί.

«Δεν το ήθελα αυτό για μένα. Μεγάλωσα με γυναίκες, όπως η μητέρα μου και η θεία μου, που ήξεραν πώς να είναι καλές μητέρες, αλλά γνώριζα ότι ο Θεός είχε άλλα σχέδια για εμένα. Γιατί κάποιος πρέπει να διασκεδάσει αυτούς τους ανθρώπους, να γράψει τραγούδια γι’ αυτούς… Ετσι, ανακάλυψα ότι μπορούσα να γράψω ένα τραγούδι για ένα σπίτι γεμάτο παιδιά, κι ας μην είχα δικά μου παιδιά. Ή μπορούσα να γράψω ένα τραγούδι λες και είχα έναν απατημένο σύζυγο, παρ’ όλο που δεν είχα. Αλλά ήξερα πώς είναι. Το έχω δει να συμβαίνει γύρω μου και το καταλαβαίνω. Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτόν τον κόσμο που να είναι ξένο για μένα ή που να μην το καταλαβαίνω» λέει.

Η αγάπη για τη μουσική και το επιχειρηματικό πνεύμα 

Ενώ πάντα αγαπούσε πολύ τη μουσική και είχε κληρονομήσει, όπως λέει, τη δημιουργικότητα και την πνευματικότητα της μητέρας της, κληρονόμησε επίσης την εργασιακή ηθική και το επιχειρηματικό μυαλό του πατέρα της. «Μου αρέσει να πιστεύω ότι πήρα τα καλύτερα στοιχεία από τους γονείς μου, ξεχωριστά» λέει.

«Το επιχειρηματικό μυαλό μου με κράτησε. Γνώριζα τι έπρεπε να κάνω – όχι απλώς να βγω έξω και να τραγουδήσω». Η «αυτοκρατορία Πάρτον», αξίας άνω των 500 εκατ. δολαρίων, περιλαμβάνει ένα θεματικό πάρκο, το Dollywood, ενώ η συνεισφορά της στον χώρο του θεάματος είναι τεράστια.

Η ίδια υπολογίζει ότι έχει γράψει περισσότερα από 3.000 τραγούδια, από τα οποία περίπου 1.000 έχουν ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει (κάποια από άλλους καλλιτέχνες). Παράλληλα, είναι γνωστή για το φιλανθρωπικό έργο της, καθώς έχει δωρίσει περισσότερα από 100 εκατομμύρια βιβλία σε παιδιά μέσω του προγράμματος κατά του αναλφαβητισμού που έχει οργανώσει, ενώ το 2020 δώρισε 1 εκατ. δολάρια υπέρ της ανάπτυξης ενός εμβολίου κατά της Covid.

Σήμερα η Ντόλι Πάρτον μπορεί να έχει σταματήσει τις περιοδείες, αλλά ο φόρτος εργασίας για την ίδια δεν έχει σταματήσει. Οπως λέει, συνεχίζει να γράφει τραγούδια. «Γράφω τραγούδια ασταμάτητα, από τα επτά μου χρόνια» δηλώνει στην εφημερίδα. «Πάντα έχω κάτι μαζί μου για να να μπορώ να γράψω, συνήθως τσίκλες, ή παίρνω χαρτοπετσέτες από ένα εστιατόριο… Ποτέ δεν ξέρω πότε θα μου έρθει έμπνευση ή μια ιδέα. Δεν μου αρέσει να χάνω την έμπνευση ή την ιδέα, γιατί συνήθως δεν επιστρέφουν. Είμαι σίγουρη ότι έχω χάσει πολλές υπέροχες ιδέες επειδή δεν είχα στυλό και χαρτί εκείνη τη στιγμή».

«Είναι αλήθεια ότι γράψατε τα “Jolene” and “I Will Always Love You” την ίδια μέρα;» τη ρωτάει η δημοσιογράφος. Δεν μπορεί να θυμηθεί αν ήταν την ίδια μέρα, απαντά, αλλά τα ηχογράφησε στην ίδια κασέτα: «Τα έγραψα την ίδια χρονική περίοδο».

Δεν ήταν εύκολο να είσαι μια νεαρή γυναίκα στη μουσική βιομηχανία των δεκαετιών του 1960 και 1970. Στον χώρο, συχνά την αντιμετώπιζαν πολύ επιφυλακτικά και με δυσπιστία, αλλά σταδιακά βρήκε τη θέση της. «Πάντα ήξερα πώς να ελίσσομαι σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο. Ποτέ δεν κοιμήθηκα με κανέναν –για να σας προλάβω–, γιατί για μένα δεν θα άξιζε τον κόπο. Αυτό συνήθως δεν λειτουργεί μακροπρόθεσμα» τονίζει.

«Σας έχουν παρενοχλήσει ποτέ σεξουαλικά;», είναι η επόμενη ερώτηση. «Ω, ναι, συνέβη», απαντά, «αλλά πάντα ήξερα πώς να βάλω έναν άνδρα στη θέση του χωρίς να τον κάνω να νιώσει άσχημα. Αν μερικές φορές αυτό δεν λειτουργούσε, να ξέρετε ότι κρατούν τα χέρια μου, είναι δυνατά σαν εκείνα ενός άνδρα» λέει γελώντας. «Γνωρίζω πώς να απωθήσω ένα αρσενικό που επιτίθεται και να σωθώ, να ξεφύγω από την κόλαση. Πάντα κατάφερνα να ξεφύγω προτού μια κατάσταση παρεκτραπεί, αλλά λυπάμαι γιατί κάποιες γυναίκες δεν μπορούν να το κάνουν και κάποιοι άνδρες είναι πολύ επιθετικοί».

Το μίσος για την πολιτική και ο φεμινισμός

«Χαίρομαι που πάντα ήμουν πιστή στον εαυτό μου» υποστηρίζει στη συνέχεια η Ντόλι Πάρτον, ενώ λέει ότι αρνείται να αποκαλέσει τον εαυτό της φεμινίστρια. «Οταν ακούς “φεμινίστρια” σκέφτεσαι γυναίκες που είναι κατά των ανδρών ή έχουν κακοποιηθεί από άνδρες. Εγώ ναι μεν ασχολούμαι με τις γυναίκες», λέει, «αλλά ασχολούμαι με την ενδυνάμωσή τους, ασχολούμαι με την ενδυνάμωση όλων των ανθρώπων, μέσα από την αγάπη, τον σεβασμό και την ενθάρρυνση».

Το ζήτημα της ισότητας των φύλων την αφορά. «Για παράδειγμα, το θέμα των ίσων αμοιβών σε άνδρες και γυναίκες για ίση εργασία… Δεν γίνεται να είσαι εναντίον. Είναι ηθικό και οικονομικό το ζήτημα και εγώ ένιωθα πάντα ως μια ταλαντούχα επιχειρηματίας. Εάν κάνεις κάτι σπουδαίο, θα πρέπει να σε αναγνωρίζουν και να σε πληρώνουν. Οπότε, αν αυτό με κάνει φεμινίστρια, τότε ναι, μπορεί να είμαι» λέει.

«Παραδέχεται, λοιπόν, η Ντόλι Πάρτον ότι είναι φεμινίστρια;» ρωτάει η δημοσιογράφος. Εκείνη γελάει. «Αυτός ο τίτλος δεν φάνηκε ποτέ να ταιριάζει με εμένα, αν και δεν υπάρχει καμία φεμινίστρια εκεί έξω που να μην πει: “Η Ντόλι Πάρτον κάνει τη δουλειά της, είναι ένα καλό παράδειγμα του τι μπορεί να κάνει μια δυνατή γυναίκα. Παράδειγμα, όχι λόγια του αέρα”».

Ολα αυτά είναι μέρος της περίφημης απολιτίκ στάσης που μια ζωή κρατούσε. Γιατί είχε αποφασίσει από τόσο νωρίς να μην ασχοληθεί με την πολιτική; «Επειδή θα έχανα το μισό κοινό μου» απαντά η Πάρτον με ειλικρίνεια. «Ακόμη και μέσα στην οικογένειά μου, ειδικά τα τελευταία χρόνια, από τον Τραμπ και τον Μπάιντεν και μετά, ανακαλύπτω ότι υπάρχει απίστευτη πόλωση. Σχεδόν δεν μπορούμε να πάμε πια ούτε σε ένα οικογενειακό δείπνο χωρίς να τσακωθούμε. Ειδικά όταν οι άνθρωποι πίνουν αλκοόλ, τσακώνονται στο τραπέζι» λέει.

«Γιατί να παγιδευόμαστε σε στενομυαλιές του τύπου “αν είσαι Ρεπουμπλικανός πρέπει να είσαι έτσι” ή “αν είσαι Δημοκρατικός πρέπει να είσαι έτσι;” Προσωπικά, έχω τόσους Δημοκρατικούς θαυμαστές όσους και Ρεπουμπλικανούς και δεν πρόκειται να προσβάλω κανέναν από αυτούς, γιατί νοιάζομαι για όλους. Δεν είμαι τόσο καλή χριστιανή για να πιστεύω ότι είμαι ικανή να κρίνω τον κόσμο. Αυτή είναι δουλειά του Θεού, όχι δική μου. Αρα, όσον αφορά την πολιτική, τη μισώ».