Ο Ντέιβιντ Μιλς βρίσκεται σταθερά στο πλευρό της σπουδαίας αγγλίδας ηθοποιού εδώ και 13 χρόνια | CreativeProtagon
Θέματα

Ντέιβιντ Μιλς: «Είμαι απλώς ο συνοδός της Τζούντι Ντεντς»

Ο πρωτοπόρος της διατήρησης της άγριας ζωής στο Ηνωμένο Βασίλειο μιλάει για τη βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιό, για το πώς τους έδεσε η κοινή αγάπη τους για τον κόκκινο σκίουρο και για όλα όσα κάνουν τη σχέση τους να λειτουργεί. «Εχουμε δύο διαφορετικές ζωές» λέει
Protagon Team

Η ντέιμ Τζούντι Ντεντς αναφέρει τον Ντέιβιντ Μιλς ως «σύντροφό» της, κάτι σαν προσωρινή σχέση ή συνοδοιπόρο, κάποιον που τη συνοδεύει σε εγκαίνια και άλλες εξόδους, καλύπτοντας, μερικώς τουλάχιστον, τo κενό που άφησε στη ζωή της ο θάνατος του επί 30 χρόνια συζύγου της Μάικλ Ουίλιαμς, το 2001. Ο Μιλς, ωστόσο, βρίσκεται σταθερά στο πλευρό της σπουδαίας αγγλίδας ηθοποιού εδώ και 13 χρόνια.

Στον τομέα του, τη διατήρηση της άγριας ζωής, είναι επίσης διακεκριμένος, απλώς μέχρι σήμερα προτιμούσε να υιοθετεί χαμηλούς τόνους, γράφει στην Telegraph ο Πίτερ Στάνφορντ. Αποφάσισε όμως να μιλήσει για τη δουλειά του σε μια στιγμή που θεωρεί κρίσιμη για το περιβάλλον στη χώρα του και στον πλανήτη.

Ο βρετανός δημοσιογράφος τον συνάντησε στο Βρετανικό Κέντρο Αγριας Ζωής, το οποίο εγκαινίασε ο Ντέιβιντ Μιλς το 1998· βρίσκεται στο Σάρεϊ, κοντά στο Λίνγκφιλντ, και διαθέτει περισσότερα από 40 σπάνια είδη υπέροχων άγριων ζώων της Βρετανίας που απειλούνται με εξαφάνιση, όπως οι κόκκινοι σκίουροι, οι ενυδρίδες, οι σκωτσέζικες αγριόγατες και τα κουνάβια, καθώς και αλεπούδες, ελάφια και όμορφες κουκουβάγιες, που πετούν ελεύθερα.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε η ετήσια έκθεση «State of Nature» για τη βιοποικιλότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία υπογραμμίζει ότι ένα στα έξι είδη κινδυνεύει να εξαφανιστεί, σε μια εποχή που η φύση της χώρας είναι από τις πιο υποβαθμισμένες στον κόσμο.

Ο Μιλς, ωστόσο, μιλάει για αυτή την κρίση εδώ και δεκαετίες. «Οταν ξεκίνησα αυτό το μέρος, το 1994», θυμάται, «όλοι οι φίλοι μου, μου είπαν: “Τα έχεις χαμένα, φίλε. Θα σε μαζέψουν οι τρελογιατροί γιατί κάνεις κάτι που κανείς δεν θέλει”». Αλλά ο χρόνος έδειξε ότι έκανε το σωστό. Τα πράγματα, βέβαια, «ήταν δύσκολα στην αρχή» για τον Μιλς, που κατέληξε να μένει «για έξι χρόνια σε ένα τροχόσπιτο».

Εκείνη την εποχή διαχειριζόταν το κέντρο μόνος του (με τη βοήθεια μόνον ενός υπαλλήλου μερικής απασχόλησης), τάιζε και φρόντιζε τα 40 και πλέον είδη του, έκανε ξεναγήσεις στην αγροτική περιοχή των 106 στρεμμάτων και πήγαινε σε σχολεία για να ενθαρρύνει τα παιδιά να αγκαλιάσουν την προστασία της άγριας ζωής.

Η αναγνώριση ήρθε τελικά το 2016, όταν του απονεμήθηκε η διάκριση του Μέλους του πιο Εξαίρετου Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (MBE) για τις υπηρεσίες του στη διατήρηση της άγριας ζωής. Σήμερα δέχεται συνεχώς επισκέψεις μαθητών, ενώ η ομάδα των συνεργατών του περιλαμβάνει 20 άτομα.

Οι Βασιλικοί Βοτανικοί Κήποι Κιου ζητούν τη συμβουλή του, το ίδιο και ο βασιλιάς Κάρολος, σχετικά με την επιστροφή του γηγενή κόκκινου σκίουρου στον Οίκο Ντάμφρις, το ιστορικό κτήμα στο Ερσαϊρ της Σκωτίας που αγόρασε ο τότε πρίγκιπας της Ουαλίας το 2007, αποφασισμένος να το διαφυλάξει.

Ο βασιλιάς Κάρολος είναι προστάτης του Red Squirrel Survival Trust και η πρώτη του ερώτηση κάθε φορά που συναντιούνται είναι πάντα «πώς τα πάνε οι κόκκινοι σκίουροι;» εκμυστηρεύεται στην Telegraph ο Μιλς. Να σημειωθεί ότι το Κέντρο είναι ο μεγαλύτερος εκτροφέας κόκκινου σκίουρου στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ενα ειδύλλιο στη σκιά του κόκκινου σκίουρου

Αυτό ακριβώς το πάθος του για τα ζώα έγινε αφορμή να γνωριστούν με την Tζούντι Ντεντς το 2009: «Η Τζουντ ζει 8 χλμ. μακριά και περνούσε συχνά με την οικογένειά της με το αυτοκίνητο. Εδειχνε το κέντρο και έλεγε: “Αυτός ο άνδρας εκεί μέσα έχει ενυδρίδες. Πρέπει να πάμε να τον δούμε μια μέρα”. Και το έκαναν, στις καλοκαιρινές διακοπές του 2009».

Βρισκόταν στο κεντρικό γραφείο «κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και ξαφνικά σκέφτηκα, “Θεέ μου, αυτή είναι η Τζούντι Ντεντς”» θυμάται. Ηξερε ότι εκείνη ζούσε εκεί κοντά· είχαν μετακομίσει με τον Μάικλ Ουίλιαμς στην περιοχή τη δεκαετία του 1990, σε μια αγροικία του 15ου αιώνα, ενώ η κόρη της, Φίντι, και ο εγγονός της, Σαμ, έμεναν επίσης εκεί κοντά.

«Της είχα γράψει κιόλας παλαιότερα, το 2001, ζητώντας της να εγκαινιάσει τη νέα μας εγκατάσταση για τους ασβούς. Απάντησε πολύ ευγενικά ζητώντας συγγνώμη γιατί είχε κινηματογραφικές δεσμεύσεις» λέει ο Μιλς.

Οταν την είδε, δεν μπορούσε να το πιστέψει, «αλλά έτρεξα έξω» θυμάται. «Τους ακολούθησα, λοιπόν. Κάποια στιγμή, εκείνη καθόταν σε ένα παγκάκι  –κάπου υπάρχει μια φωτογραφία– κοιτάζοντας άγριες γάτες, οπότε πήγα κοντά της και παρουσιάστηκα».

Η Ντεντς έκλεισε την συνομιλία τους λέγοντας: «Αν μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω, πείτε το». Στη συνέχεια ο Μιλς της ζήτησε να εγκαινιάσει τη νέα περίφραξη του κόκκινου σκίουρου την άνοιξη του 2010. Θυμάται ακόμα την ακριβή ημερομηνία, 10 Μαρτίου.

Χάρη στον κόκκινο σκίουρο, λοιπόν, ξεκίνησε το ειδύλλιο του ζευγαριού: «Ερωτεύτηκε τους σκίουρούς μου, όχι εμένα» αστειεύεται ο Μιλς. Και προσθέτει ότι μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία στο νοτιοανατολικό Λονδίνο, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, ήταν να βλέπει έναν κόκκινο σκίουρο σε ένα πεύκο στον μπροστινό κήπο τους: «Δεν το ήξερα εκείνη την εποχή, αλλά μάλλον ήταν ένας από τους τελευταίους κόκκινους στη νότια Αγγλία».

Μετά την εισαγωγή των πολύ μεγαλύτερων, πιο τολμηρών και πιο επιθετικών γκρίζων σκίουρων από τις ΗΠΑ το 1875, οι ασθένειες που έφεραν μαζί τους έχουν σχεδόν εξαφανίσει τους γηγενείς σκίουρους της Βρετανίας. Εχουν απομείνει περίπου 100.000 κόκκινοι, κυρίως στη Σκωτία, στην Ουαλία και στο Τρέσκο, ένα από τα νησάκια Σίλι στην Κορνουάλη, όπου ο Μιλς εφάρμοσε ένα σχέδιο για την επανεισαγωγή τους.

Εν τω μεταξύ, ο πληθυσμός των γκρίζων σκίουρων έχει εκτιναχθεί στα 3-4 εκατομμύρια. Τι θα έκανε ο Μιλς για να προστατεύσει τους κόκκινους σκίουρους από τους γκρι; «Θα τους εξολόθρευα» απαντά χωρίς δισταγμό. Είναι όμως οικολόγος… «Ναι. Αλλά είναι ένα είδος εξωγήινο, κάνουν μεγάλη ζημιά στα δέντρα και ο ιός της ευλογιάς του σκίουρου που μεταφέρουν είναι θανατηφόρος για τους κόκκινους σκίουρους» επισημαίνει.

Το brand του Κέντρου του είναι ξεκάθαρο, πρακτικό, εστιασμένο και ακλόνητο. Ο Μιλς πιστεύει επίσης ότι η σφαγή είναι η μόνη λύση και για την αντιμετώπιση του αριθμού των ελαφιών, που έχει εκτοξευθεί σε αυτή τη χώρα, προκαλώντας ανείπωτες ζημιές σε νέες φυτείες δέντρων. Υπάρχουν «απλώς πάρα πολλά» πιστεύει. Ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον τρέχοντα συνολικό πληθυσμό σε 6 εκατομμύρια, τον υψηλότερο αριθμό εδώ και 1.000 χρόνια.

Ο ρομαντικός λονδρέζος αγρότης και η σταρ

«Ξεκίνησα ως αγρότης» εξηγεί ο Μιλς. «Δεν είμαι συναισθηματικός. Τρώω κρέας και πιστεύω ότι η σφαγή μπορεί να είναι απαραίτητη, αρκεί να γίνεται ηθικά» υποστηρίζει.

Ως παιδί είχε δύο όνειρα, να γίνει αγρότης και να αποκτήσει τον δικό του ζωολογικό κήπο. Τα αποδίδει και τα δύο, τόσο στις παιδικές εκδρομές όσο και στις οικογενειακές διακοπές· ο πατέρας του ήταν επικεφαλής ενός μεγάλου αρχιτεκτονικού γραφείου με έδρα το κεντρικό Λονδίνο. «Πηγαίναμε και μέναμε σε φάρμες και η φιλοδοξία μου από νωρίς ήταν να έχω το δικό μου κοπάδι αγελάδων Τζέρσεϊ» λέει στην Telegraph. Οι επισκέψεις στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου, του γέννησαν τη λαχτάρα για μια μεγαλύτερη συλλογή ζώων, πέρα από τις γάτες και τους σκύλους της οικογένειας.

Τα πέτυχε και τα δύο. Μετά το σχολείο φοίτησε στο γεωργικό κολέγιο Seale-Hayne, στο Ντέβον, και στη συνέχεια έγινε βοσκός στο Εξμορ: «Εζησα εκεί, σε ένα τροχόσπιτο, δύο καλοκαίρια και έναν χειμώνα. Ηταν πολύ μοναχική αλλά πολύ καλή εμπειρία, όπως ο Γκέιμπριελ Οουκ  στο “Μακριά από το Αγριεμένο Πλήθος” του Τόμας Χάρντι» θυμάται.

Υπάρχει κάτι συμπαθητικό στον Μιλς και στην ικανότητά του να γελάει με τον εαυτό του, γράφει ο Στάνφορντ στην Telegraph, επισημαίνοντας ακόμη ότι η Τζούντι Ντεντς στα λίγα δημόσια σχόλιά της για τη σχέση τους έχει πει ότι τους έφερε κοντά η κοινή αίσθηση του χιούμορ.

Η τάση του να είναι αντισυμβατικός –ζώντας σε τροχόσπιτα, διατηρώντας μακριά μαλλιά και φορώντας ασημένια βραχιόλια– ήταν αναμφίβολα άλλο ένα μέρος της έλξης. Και στα 80 του φαίνεται καλά στην υγεία του (πέρα από μια πρόσφατη επέμβαση καταρράκτη).

Μετά από μια σύντομη περίοδο κατά την οποία υπήρξε ιδιοκτήτης μιας μικρής φάρμας στο Σόμερσετ, ο Μιλς ήρθε το 1971 στο σημερινό Βρετανικό Κέντρο Αγριας Ζωής, που τότε ακόμη ήταν η φάρμα Gatehouse. Οι γονείς του την είχαν αγοράσει για τα γεράματά τους και ήθελαν ο γιος τους να δουλέψει τη γη.

Είχε ήδη ξεκινήσει εκτρέφοντας αγελάδες Τζέρσεϊ στο Σόμερσετ και εκεί, στην καταπράσινη ύπαιθρο του νοτιοανατολικού Σάρεϊ, μπόρεσε να δημιουργήσει ένα κοπάδι με pedigree και μια ακμάζουσα επιχείρηση γάλακτος η οποία συνεχίστηκε αισίως για περισσότερα από 20 χρόνια· αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι τις τιμές του γάλακτος είχαν αρχίσει να πέφτουν εξαιτίας των πιέσεων των σουπερμάρκετ. Ο Μιλς μπορούσε να προβλέψει ότι μια μέρα θα ήταν αδύνατο να τα βγάζει πέρα ως γαλακτοπαραγωγός. Κατάφερε, λοιπόν, να πουλήσει εγκαίρως την επιχείρησή του για ένα σημαντικό ποσό.

Και μετά τι; Τότε επανήλθε στη σκέψη του το παιδικό σχέδιο να ανοίξει έναν ζωολογικό κήπο. «Είχα τη γη. Γιατί όχι; Δεν είχα τίποτα να χάσω» λέει. Τίποτα εκτός ίσως από ένα σημαντικό χρηματικό ποσό; «Εκτός αυτού» παραδέχεται χαμογελώντας.

Εν τω μεταξύ, οι δυο γιοι του «ήταν στο πανεπιστήμιο και δεν ήθελαν να ασχοληθούν με τη φάρμα. Με τη γυναίκα μου χωρίσαμε. Και εγώ, αν δεν κατόρθωνα να πάρω άδεια για το κέντρο, είχα μια δουλειά ως αγροτικός σύμβουλος στην Ουγκάντα με το Voluntary Service Overseas» λέει.

Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να βγει η άδεια για το Κέντρο. «Από τεχνική άποψη, επειδή έχουμε άγρια ζώα εκτεθειμένα στο κοινό, χρειαζόμαστε άδεια ζωολογικού κήπου, αλλά ποτέ δεν αποκαλώ το κέντρο ζωολογικό κήπο» λέει. «Είμαστε μια συλλογή βρετανικής άγριας ζωής».

Εκανε τη φύση της μόδας

Ενας από τους ρόλους του Μιλς είναι εκπαιδευτικός: ανησυχεί ότι πάρα πολλά παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα βλέπουν άγρια ζώα μόνο στις οθόνες του τηλεφώνου τους. «Πρέπει να τα μυρίσουν, να δουν το μέγεθός τους, να παρακολουθήσουν τις αντιδράσεις τους [καθώς, για παράδειγμα] μαθαίνουν ότι οι νυφίτσες δεν είναι τόσο μεγάλες όσο νομίζουν. Είχαμε μια σχολική ομάδα στο κέντρο της πόλης που ήρθε εδώ και παρακολουθούσα τα παιδιά που έτρεχαν μπροστά σε ένα κοπάδι προβάτων φωνάζοντας: “Κοίτα, πολικές αρκούδες”»

Τον περασμένο μήνα ο Ντέιβιντ Μιλς, η Τζούντι Ντεντς και ο εγγονός της, Σαμ, συνεργάστηκαν με τον σκηνοθέτη άγριας φύσης Χαμζά Γιασίν και γύρισαν ένα ειδικό επεισόδιο του «Countryfile» του BBC, που προβλήθηκε σε ώρα αιχμής ένα βράδυ Κυριακής. Η φύση, λοιπόν, έγινε ξαφνικά και πάλι mainstream.

Σκέφτεται άραγε να αποσυρθεί κάποια στιγμή; «Αυτός είναι τρόπος ζωής για μένα· δεν είναι δουλειά. Από τι θα αποσυρόμουν;» απαντά. Οπως και η Ντεντς άλλωστε. Και εκείνη «δεν σταματά. Τον Δεκέμβριο θα γίνει 89 ετών. Εχει μεγάλο φόρτο εργασίας. Τη φθείρει, αλλά δεν καταλαβαίνει τη λέξη απόσυρση» προσθέτει ο Μιλς.

Η Ντεντς και ο Μιλς δεν μένουν μαζί –έχει τον δικό του χώρο δίπλα στο Κέντρο– ούτε σχεδιάζουν να παντρευτούν, αν και η ηθοποιός ξεκαθάρισε το 2021 ότι το είχαν σκεφτεί και στη συνέχεια το απέρριψαν.

Μετά τις πρώτες συναντήσεις τους στο Κέντρο, πήγε να τη δει στο «Ονειρο Θερινής Νυκτός» στο Rose Theatre, στο Kingston upon Thames, και η Ντεντς τον κάλεσε στα παρασκήνια. Στη συνέχεια πέρασε ξανά από το Κέντρο με τον εγγονό της και πίνοντας ένα φλιτζάνι τσάι τού ζήτησε ανέμελα να τη συνοδεύσει σε μια εκδήλωση στον ιππόδρομο του Λίνγκφιλντ. Το 2011, όταν έλειπε στην Ινδία για τα γυρίσματα της κομεντί «Εξωτικό ξενοδοχείο Μάριγκολντ», αντάλλασσαν τακτικά μηνύματα. «Τότε βρεθήκαμε πραγματικά μαζί». Εκτοτε είναι συνεχώς μαζί.

Οι συνάδελφοί της «με έχουν αποδεχτεί, είμαι ο συν ένα. Ο συνοδός της. Εχουμε δυο διαφορετικές ζωές· η ζωή μου είναι εδώ και η ζωή της Τζούντι εκεί» παραδέχεται. Το «μαζί» περιλαμβάνει επίσης συναντήσεις με τη βασιλική οικογένεια. Πρόσφατα, για παράδειγμα, ήταν επίσημοι καλεσμένοι της βασίλισσας Καμίλα στο λογοτεχνικό φεστιβάλ Braemar.

Ο Μιλς έχει περάσει τη ζωή του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τώρα, όμως, ξαφνικά βυθίστηκε σε αυτήν· υπάρχουν μειονεκτήματα; Σκέφτεται για λίγο: «Η όραση της Τζουντ είναι πλέον κακή εξαιτίας της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας. Οταν είμαστε έξω οι άνθρωποι θέλουν συνεχώς φωτογραφίες ή να πουν ένα γεια» αποκαλύπτει. Εκείνη λέει πάντα ναι, προσθέτει, και βγάζει selfies, αρκεί να μη βγαίνουν στα social media. «Αλλά εγώ είμαι η ασφάλειά της, λόγω της όρασής της».

Και τα θετικά; «Εχουμε αυτή την αγάπη για τη φύση και τα ζώα. Και γελάμε με τα πιο ανόητα πράγματα. Δεν θα κρατούσε 13 χρόνια διαφορετικά» απαντά. (Δεν το λες και λίγο).