Ο συντηρητισμός του Ντέιβιντ Μάμετ απέχει πάρα πολύ από τις αριστερές τάσεις της νιότης του | David Mamet MasterClass
Θέματα

Ντέιβιντ Μάμετ, ο πρώην αριστερός θαυμαστής του Τραμπ

Ο διάσημος αμερικανός θεατρικός συγγραφέας επιβεβαιώνει τη δεξιά στροφή του στη συνέντευξη που έδωσε με αφορμή την αναβίωση του έργου του «Το δάσος» στο Λονδίνο, μιλώντας για στημένες εκλογές, για την ελευθερία του λόγου και τις σεξουαλικές σχέσεις
Κική Τριανταφύλλη

Το σεξ και οι πολιτικές της σεξουαλικότητας δεν είναι κάτι καινούργιο στο πλούσιο έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, του πολυβραβευμένου δραματουργού, σκηνοθέτη, τηλεοπτικού παραγωγού, δοκιμιογράφου ακόμη και στιχουργού. Ενα από τα πρώτα παραδείγματα είναι και το «Δάσος», ένα έργο για δύο ρόλους, που ανέβηκε για πρώτη φορά στο Σικάγο το 1977, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μάμετ.

Θεατρικά έργα του έχουν ανέβει κατ΄ επανάληψη και σε αθηναϊκές σκηνές, ανάμεσά τους -εκτός από το «Δάσος»- και τα «Αμερικανικός Βούβαλος», «Ολεάννα», «Edmond» και  «Οικόπεδα με Θέα» («Glengarry Glen Ross»), για το οποίο τιμήθηκε με Πούλιτζερ και το βραβείο του Κύκλου Θεατρικών Κριτικών της Νέας Υόρκης.

Στο «Δάσος», η Ρουθ και ο Νικ είναι οι δύο νεαροί χαρακτήρες, που αποφασίζουν να περάσουν ένα ερωτικό διήμερο σε ένα απομονωμένο κατάλυμα στην εξοχή. Και εδώ διακρίνεται το κοφτό, γεμάτο ιδιωματισμούς στιλ των διαλόγων του δραματουργού, που έχει δημιουργήσει σχολή, -«Mamet speak» -, ένα στιλ που ο ίδιος αποδίδει στην επιρροή της οικογένειάς του και του Χάρολντ Πίντερ. (Στον επίσης εβραϊκής καταγωγής Πίντερ άλλωστε, αφιέρωσε το «Glengarry Glen Ross» γιατί, όπως έχει πει, είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του).

Η Ταμίλα Κουλίεβα και ο Δημήτρης Τάρλοου στο «Δάσος» του Ντέιβιντ Μάμετ, που ανέβηκε το 2003 στο Θέατρο Πορεία, σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη (poreiatheatre.com)

Το δράμα περνάει από το πάθος και την ξέφρενη επιθυμία, τη βιολογία και τη δέσμευση, στην απώλεια των ψευδαισθήσεων. Το πλαίσιο είναι η αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια οι συναισθηματικές ανασφάλειες των ηρώων, οι προβληματισμοί τους για το παρελθόν και το μέλλον, και για να υπογραμμιστεί η  έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στα δυο αρχέτυπα του άντρα και της γυναίκας.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η συνέχεια του δράματος του Μάμετ «Σεξουαλική διαστροφή στο Σικάγο» του 1974 (το 1986 έγινε ταινία με τίτλο «Χθες το βράδυ» με πρωταγωνιστές τους Ρομπ Λόου, Ντέμι Μουρ, Τζιμ Μπελούσι και Ελίζαμπεθ Πέρκινς), για ένα ζευγάρι, που εμπλέκεται σε μια συναισθηματική διελκυστίνδα αφού συνειδητοποιούν ότι ο καθένας θέλει διαφορετικά πράγματα από τη σχέση. Με το «Δάσος», λοιπόν, είχε πράγματι σκοπό να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση ο Μάμετ;

Αν και δεν συνηθίζει να εξηγεί τη δουλειά του, στη συνέντευξή του στον Guardian με αφορμή την παράσταση που ανεβαίνει στο Southwark Playhouse του Λονδίνου, ο διάσημος συγγραφέας μιλάει στην Αρίφα Ακμπάρ για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών.

Για τον Μάμετ είναι ξεκάθαρο ότι οι σεξουαλικές διαφορές βασίζονται απόλυτα στη βιολογία. Ο Νικ και η Ρουθ, λέει, επαναξιολογούν τη σεξουαλική επιθυμία και το πεπρωμένο σε μια εποχή, που μόλις είχε απελευθερωθεί από το αντισυλληπτικό χάπι: «Οι φεμινίστριες ήρθαν να πουν, “Ναι, εμείς είμαστε υπεύθυνες για το σώμα μας. Δεν χρειάζεται να παντρευτούμε για να κάνουμε σεξ”». Ετσι τα αγόρια –κι εγώ ήμουν ένα από αυτά– είπαν, “Εντάξει, συμφωνούμε”».

Ολο αυτό δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι το σεξ δεν έχει κόστος, υποστηρίζει: «Αλλά το σεξ δεν είναι ποτέ χωρίς κόστος για κανέναν, ειδικά όχι χωρίς κόστος για τις γυναίκες, επειδή, όπως οι άντρες έχουν μια βιολογική ανάγκη να κάνουν σεξ, οι γυναίκες έχουν μια βιολογική παρόρμηση –είτε υποχωρούν σε αυτή είτε όχι– να κάνουν μωρά», λέει.

Αυτά συμβαίνανε το 1977, ωστόσο σήμερα είμαστε ακόμη πιο μπερδεμένοι: «Λέμε, “Δεν χρειάζεται να παντρευτούμε για να κάνουμε σεξ.” Μετά λέμε, “Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να παντρευτούμε καθόλου. Ο καθένας μπορεί να κάνει μωρά”», λέει στον Guardian. «Και οι άνθρωποι είναι απίστευτα μπερδεμένοι για το τι είναι άντρας, τι είναι γυναίκα, ποιος μπορεί να κάνει μωρά, κλπ. Πρόκειται για μια πολύ ανθυγιεινή κατάσταση. Και όπως οι περισσότερες ανθυγιεινές καταστάσεις, παρουσιάζεται ως λύση αλλά δεν είναι», προσθέτει.

(Σκηνές από τον «Αμερικανικό Βούβαλο» σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία, 2012)

Οταν ο Μάμετ ανέβασε για πρώτη φορά το «Δάσος» είχε μαζί με τον ηθοποιό Γουίλιαμ Μέισι μια θεατρική εταιρεία σε ένα εγκαταλελειμμένο γαλακτοκομείο, που νοίκιαζαν για «περίπου 200 δολάρια το μήνα». Περιστασιακά, έκανε και διάφορες άλλες δουλειές -οδηγός ταξί, καθαριστής παραθύρων ή πωλητής χαλιών μέσω τηλεφώνου- για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Λέει ακόμη ότι οι ευφυώς βλάσφημοι διάλογοί του οφείλονται στην αμερικανοεβραϊκή οικογένειά του.

Η μητέρα του ήταν δασκάλα και ο πατέρας του δικηγόρος, και χώρισαν όταν ο Ντέιβιντ ήταν 11 ετών. Οι γονείς του δεν ήταν λάτρεις του θεάτρου, αλλά ο νεαρός Μάμετ απέκτησε νωρίς θεατρική αγωγή μέσω του θείου του, ο οποίος ήταν διευθυντής του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης του Chicago Board of Rabbis. «Χρειαζόταν ηθοποιούς για το “The God Ghetto” στις επτά η ώρα το πρωί της Κυριακής, οπότε η αδερφή μου κι εγώ συμμετείχαμε σε εκείνες τις εκπομπές».

Το 2019 ήταν μια χρονιά σταθμός στην καριέρα του Μάμετ. Το «Bitter Wheat», που ανέβηκε στο «Garrick Theatre» στο West End του Λονδίνου με πρωταγωνιστή τον Τζον Μάλκοβιτς (ο οποίος πάτησε το θεατρικό σανίδι και πάλι μετά από τρεις δεκαετίες), είναι μια μαύρη κωμωδία εμπνευσμένη από το σκάνδαλο Γουάινσταϊν, την εποχή που εμφανίστηκε το κίνημα #MeToo.

Ο Μάλκοβιτς υποδύεται έναν αγενή παραγωγό του Χόλιγουντ, ο οποίος εκβιάζει μια νεαρή ηθοποιό κορεάτικης καταγωγής, απειλώντας ότι θα καταστρέψει την καριέρα της, αν δεν κάνει σεξ μαζί του. Την κλειδώνει στο γραφείο του, της στερεί το φαγητό, της υπόσχεται δόξα και πλούτη αν του κάνει μασάζ ή ότι θα «θάψει» την ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί αν του αρνηθεί. Και σε όλη την διάρκεια του έργου, νομίζει ότι είναι κινέζα. (Δείτε το trailer της παράστασης)

Δεν επρόκειτο, όμως, μόνο για τον Γουάινσταϊν, λέει, αλλά για ολόκληρη την κινηματογραφική βιομηχανία, «επειδή το σκοτεινό μυστικό της ήταν πάντα ότι διοικούνταν από άνδρες –κυρίως άνδρες– που μπήκαν σε αυτή για να κάνουν χρήματα, να αποκτήσουν εξουσία, και να έχουν εξουσία και χρήματα για να κάνουν σεξ».

Ο Μάμετ μιλάει ακόμα για τον θάνατο της ελευθερίας του λόγου: «Το έκανα τότε αλλά δεν θα μπορούσα να το κάνω τώρα. Με τίποτα. Οι άνθρωποι έχουν τρομάξει τόσο πολύ που φαίνεται λογικό να πει κανείς “Πρέπει να λάβω υπόψη τις πολιτικές απόψεις εκείνης της ομάδας και τις απόψεις της άλλης. Οπότε λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις πολιτικές απόψεις, απλώς βγάζεις τον εαυτό σου από την εξίσωση», λέει μιλώντας στον Guardian.

Εν τω μεταξύ τα τελευταία χρόνια είναι πλέον αδιαμφισβήτητη η στροφή του διάσημου αμερικανού συγγραφέα προς τον συντηρητισμό. Σε ένα δοκίμιό του στο Newsweek, της  29ης Ιανουαρίου 2013, ο Μάμετ καταφέρθηκε κατά του νόμου για τον έλεγχο των όπλων. Ακόμη, χαρακτήρισε «απολύτως απεχθείς» τις  διαμαρτυρίες γονυκλισίας των αθλητών του NFL κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης του αμερικανικού εθνικού ύμνου, ενώ σε συνέντευξή του το 2020, είπε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν «μεγάλος πρόεδρος» και υποστήριξε την επανεκλογή του.

Η στάση του αυτή απέχει πάρα πολύ από τις αριστερές τάσεις της νιότης του, και την κριτική του καπιταλισμού, που είναι ξεκάθαρη τόσο στον «Αμερικανικό Βούβαλο» όσο και στα «Οικόπεδα με θέα» (δείτε παρακάτω το trailer της ταινίας). Ωστόσο μιλώντας στον Guardian υποστηρίζει: «Δεν ήμουν ποτέ, μα ποτέ κομμουνιστής», λέει. «Το μόνο που χρειάζεται να ξέρετε για τον κομμουνισμό είναι ότι ο Μαρξ ήταν ένα παράσιτο. Ζούσε από την οικογένεια του Ενγκελς που είχε ένα εργοστάσιο επίπλων».

Σαν μωρό ήταν φασκιωμένος με «κόκκινες πάνες» προσθέτει ο  Μάμετ εννοώντας ότι οι γονείς του ήταν κομμουνιστές, έτσι ακόμα και το να πει ότι είναι Ρεπουμπλικανός «κολλάει στο λαιμό» του. Αλλά παραδέχεται ότι είναι συντηρητικός, γιατί «θα ήθελα να διατηρήσω εκείνα τα πράγματα με τα οποία μεγάλωσα: την αγάπη για την οικογένεια, τη χώρα, την θητεία, τον Θεό, την αγάπη για την κοινότητα», λέει. Και βέβαια την αγάπη για το αμερικανικό Σύνταγμα: «Σε όσους λένε ότι το Σύνταγμα είναι πάνω από 200 ετών και δεν μπορεί να είναι ακόμα κατάλληλο, απαντάω: “Λοιπόν, τι γίνεται με τις Δέκα Εντολές;” Τι θα μπει στη θέση του; Η αγριότητα».

Ο Ντέιβιντ Μάμετ έγινε ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, γράφει η Αρίφα Ακμπάρ στον Guardian: «Εκανε εξαιρετική δουλειά ως πρόεδρος», υποστηρίζει. «Αφήστε στην άκρη όλα όσα βλέπετε σε αυτές τις μικρές οθόνες και δείτε τι συνέβη κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ. Είπαμε στην Κίνα “κόφτο”. Είπαμε στο ΝΑΤΟ να αρχίσει να πληρώνει το δίκαιο μερίδιό του. Μεταφέραμε στην Ιερουσαλήμ την Πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ισραήλ, διορθώνοντας τη μοναδική περίπτωση στην ιστορία μιας χώρας που δεν είχε πρεσβεία στην πρωτεύουσά της. Οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν. Υπήρξε η χαμηλότερη μαύρη ανεργία στην ιστορία…», τονίζει στη συνέντευξή του.

Τέλος, είναι προφανές ότι θεωρεί δεδομένο τον ισχυρισμό του Τραμπ ότι οι εκλογές του 2020 ήταν νοθευμένες. Οταν η δημοσιογράφος του Guardian τον ρωτάει αν πιστεύει ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες στις ΗΠΑ έχουν αδυναμίες, ο Ντέιβιντ Μάμετ απαντάει: «Μεγάλωσα στο Σικάγο, το οποίο διοικούσε επί 22 χρόνια ο δήμαρχος Ρίτσαρντ Τζέι Ντέιλι σαν φέουδο της μαφίας. Ετσι όλες οι εκλογές ήταν νοθευμένες. Η ιδέα ότι οι άνθρωποι δεν πρόκειται να “κλέψουν” στις εκλογές αποτελεί άγνοια γιατί οι άνθρωποι “κλέβουν” στις  εκλογές συνέχεια. Το ερώτημα είναι: “Ποια ήταν η έκταση της νοθείας των εκλογών”; Δεν ξέρω». Αλλά υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, λέει με σιγουριά.