Τη δεκαετία του 1980, ο Ντάνιελ Κρεγκ ήταν ακόμη ένας νεαρός που λαχταρούσε να γίνει ηθοποιός και προσπαθούσε να μην τον απορρίψουν. Μια μέρα, ενώ άκουγε με προσοχή τον θεατρικό σκηνοθέτη Ντέκλαν Ντόνελαν, που έδινε μια διάλεξη στη δραματική σχολή του, έγραψε σε ένα σημειωματάριο που έχει μέχρι σήμερα τις τρεις λέξεις που θα του άλλαζαν τη ζωή: «Μην πικραίνεσαι» γράφει στους βρετανικούς Times ο Τζόναθαν Ντιν, ο οποίος μίλησε μαζί του με αφορμή το «Queer», τη νέα ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο, στην οποία πρωταγωνιστεί ο άγγλος ηθοποιός με τα εντυπωσιακά γαλάζια μάτια.
Πρόκειται για την κινηματογραφική διασκευή της ομώνυμης ημι-αυτοβιογραφικής νουβέλας του Γουίλιαμ Μπάροουζ, και δεύτερη μεταφορά έργου του στην οθόνη μετά το «Γυμνό Γεύμα» (1991) του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Ο Μπάροουζ έγραψε το «Queer» το 1952 (το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο «Queer: Η οριστική έκδοση», σε μτφ. Γιώργου Μπέτσου, από τις εκδόσεις Τόπος), σε μια εποχή που ο εμβληματικός αμερικανός συγγραφέας απολάμβανε ήδη κάποιας φήμης, ωστόσο παρέμεινε ανέκδοτο για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, επειδή περιέγραφε ξεκάθαρα τον πόθο ενός ομοφυλόφιλου.
«Και κοίτα» βροντοφωνάζει ο Κρεγκ, ο οποίος –όπως γράφει ο Ντιν στους Times– μιλάει πάντα σαν να θέλει να τον ακούσει κάποιος στο διπλανό δωμάτιο. «Μπορώ να ζηλέψω. Μέχρι σήμερα σκέφτομαι: “Γιατί πήρε αυτός τον ρόλο;”. Πρέπει όμως να παραδεχτείς την αποτυχία σου, γιατί δεν μπορείς να ελέγξεις τι σκέφτονται οι άλλοι. Απλώς πρέπει να ελπίζεις και να προχωράς, γιατί, σαφώς, δεν θα μπορούσα να έχω σχεδιάσει τη ζωή μου. Αυτό απλά συνέβη, εξακολουθεί να συμβαίνει και είναι καταπληκτικό!»
Ο Ντάνιελ Κρεγκ είναι συναρπαστικός ως παρέα, γράφει ο βρετανός δημοσιογράφος, κάτι που ίσως αποτελεί έκπληξη, αφού υπήρξε ο πιο σοβαρός Μποντ. Επί 15 χρόνια έπαιζε τον μυστικό πράκτορα, από το «Casino Royale» (2006) μέχρι το «No Time to Die» (2021), την πέμπτη και τελευταία ταινία του ως 007, με μια απόλυτη σοβαρότητα, που διέτρεχε το φάσμα από το πένθος μέχρι τον θάνατο.
Μόνο προς το τέλος της θητείας του ως Μποντ χαλάρωσε, υποδυόμενος τον ιδιόρρυθμο ιδιωτικό ντετέκτιβ Μπενουά Μπλάνκ στην ταινία «Στα Μαχαίρια» (2019) και στο σίκουελ «Glass Onion: Στα Μαχαίρια» (2022), τρολάροντας τον θρυλικό πράκτορα, ενώ χόρευε ξέφρενα σε μια διαφήμιση της βότκας Belvedere. Τώρα παίζει στο προκλητικό «Queer» του Λούκα Γκουαντανίνο, μια ταινία που για τους απλούς παρατηρητές είναι μια τολμηρή καλλιτεχνική δήλωση, όπως όταν ο Μπομπ Ντίλαν αποφάσισε να παίξει με ηλεκτρικό ήχο.
Στο «Queer» ο Κρεγκ υποδύεται τον Γουίλιαμ Λι, έναν μεσήλικα αμερικανό συγγραφέα που έχει αποσυρθεί στη σκοτεινή και βουτηγμένη στη διαφθορά Πόλη του Μεξικού της δεκαετίας του 1940, και τριγυρνάει στα μπαρ μεθυσμένος, μαστουρωμένος και καυλωμένος. Βασανίζεται στην προσπάθειά του να κόψει τις εξαρτήσεις του, αλλά και από τον ανεκπλήρωτο ερωτικό πόθο του για έναν άλλον χρήστη, τον πολύ νεότερό του Γιουτζίν Αλερτον (Ντρου Στάρκι), η άφιξη του οποίου ταρακουνά τον ήρωα, καθώς νιώθει μεγάλη ανάγκη για ουσιαστική σύνδεση με κάποιον.
Σύντομα ο Κρεγκ θα βρεθεί γυμνός στη ζούγκλα, μαστουρωμένος με αγιαουάσκα, σε σκηνές που θυμίζουν τους πιο παραβατικούς ρόλους του σε ταινίες της πρώιμης καριέρας του: Στο βιογραφικό δράμα «Αγάπη Είναι ο Διάβολος» (1998) υποδυόταν τον Τζορτζ Ντάιερ, έναν μικροκακοποιό και εραστή του Φράνσις Μπέικον, που μπήκε στο σπίτι του βρετανού ζωγράφου για να κλέψει, και στη «Μητέρα» (2003) ήταν ένας κτίστης, εραστής της κόρης μιας 65χρονης χήρας, που ερωτοτροπούσε και με τη μαμά, κι ας είχε τα μισά της χρόνια. Γιατί ο Κρεγκ πάντοτε πειραματιζόταν.
«Οπότε όχι, δεν αισθάνομαι καθόλου παράξενα» λέει για το «Queer», το οποίο έχει απαγορευτεί στην Τουρκία και έγινε πρωτοσέλιδο για τις σκηνές στοματικού σεξ που περιέχει. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, μάλιστα, λίγες ώρες πριν την έναρξη του Mubi Fest Istanbul, που θα άνοιγε το βράδυ της Πέμπτης 7 Νοεμβρίου με την προβολή του «Queer», η διοργανώτρια Mubi ακύρωσε ολόκληρο το πρόγραμμα του τετραήμερου διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου στο Καντίκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, όπως έγραψε ο Independent. Να σημειωθεί ότι ιδρυτής της Mubi, διεθνούς εταιρείας παραγωγής-διανομής ταινιών και πλατφόρμας streaming σε περισσότερες από 195 χώρες, είναι ο τούρκος επιχειρηματίας Εφέ Τζακαρέλ, με έδρα του το Λονδίνο.
«Ναι, επειδή το σεξ είναι βρώμικο» λέει ο Κρεγκ. Αλλά ένα τόσο ρεαλιστικό σεξ, προσθέτει ο δημοσιογράφος των Times, δεν προβάλλεται συχνά. «Αρκετά» αντιτείνει ο άγγλος ηθοποιός, προσθέτοντας ότι «υπάρχουν τρομερές σκηνές σεξ και μάλλον έχω συμμετάσχει σε μερικές από αυτές. Οπότε ήταν σημαντικό να μην είμαι ντροπαλός». Ολες οι σκηνές σεξ, όμως –το να το κάνεις με έναν συνάδελφο ενώ σας παρακολουθεί ένα ολόκληρο συνεργείο– είναι περίεργες, οπότε το «Queer» αξίζει τα εύσημα για την κινηματογράφηση σκηνών που στάζουν επιθυμία. «Αυτό είναι το σεξ» σχολιάζει ο Κρεγκ. «Εκτός από ερωτικό, είναι και ζωώδες».
«Δεν θα μπορούσα να το κάνω ενώ έκανα τον Μποντ», συνεχίζει. Γιατί όχι; «Θα φαινόταν αντιδραστικό, σαν να ήθελα να δείξω το εύρος μου… Στην αρχή με τον Μποντ νόμιζα ότι έπρεπε να κάνω και άλλες δουλειές, αλλά δεν έκανα. Είχα αρχίσει να γίνομαι σταρ, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, και οι άνθρωποι με ήθελαν στις ταινίες τους. Απίστευτο! Οι περισσότεροι ηθοποιοί μένουν χωρίς δουλειά για μεγάλα διαστήματα, οπότε δέχεσαι διάφορες προτάσεις, αλλά εγώ ένιωθα άδειος. Στο κάτω-κάτω, όμως, πληρωνόμουν. Ημουν τόσο εξαντλημένος στο τέλος κάθε Μποντ, που μου έπαιρνε έξι μήνες για να συνέλθω συναισθηματικά. Είχα πάντα τη στάση ότι η ζωή πρέπει να έρχεται πρώτη και, όταν η δουλειά ήρθε πρώτη για λίγο, με στράγγιξε».
Πέρα από τον φόρτο εργασίας, όμως, δεν θα μπορούσε να κάνει το «Queer» μετά, ας πούμε, από τους εορτασμούς της 50ης επετείου του «Skyfall», που παγίωσε τον ρόλο του ως Μποντ; Θα ήταν μια δήλωση. «Τι είδους δήλωση;» αναρωτιέται ο ηθοποιός. Να περάσει στο «Queer» μετά από πέντε δεκαετίες ανδρισμού του Μποντ; «Δεν είναι μια συζήτηση που θα ήθελα να κάνω. Την είχα ούτως ή άλλως σε όλη τη διάρκεια του Μποντ. Θα μπορούσε να υπάρχει εκείνος ο Μποντ; Ο άλλος Μποντ; Οπότε, όχι σε οτιδήποτε μπορεί να φουντώσει αυτή τη συζήτηση, . Η ζωή είναι πολύ μικρή».
Είναι φανερό ότι στα 56 του ο Ντάνιελ Κρεγκ περνάει την καλύτερη φάση της ζωής του. Είναι εξαιρετικά περήφανος για τον Μποντ, αλλά ο χρόνος που έμεινε μακριά από την οικογένειά του εξαιτίας αυτών των ταινιών τον οδήγησε σε επαγγελματικές προσαρμογές. Τώρα μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου με τη σύζυγό του Ρέιτσελ Βάις και την εξάχρονη κόρη τους Γκρέις, επιλέγοντας ρόλους που ταιριάζουν στη ζωή τους.
«Είμαι πολυάσχολος, το ίδιο και η σύζυγός μου. Εχουμε παιδιά. Σκέφτομαι πώς η δουλειά θα επηρεάσει τη ζωή μου» λέει. Ο Κρεγκ έχει μια ενήλικη κόρη από προηγούμενη σχέση και η Βάις έναν έφηβο γιο με τον σκηνοθέτη Ντάρεν Αρονόφσκι. Πρόκειται για μια αξιοζήλευτη ισορροπία. Το περασμένο καλοκαίρι ο διάσημος ηθοποιός εμφανίστηκε με τολμηρά, πολύχρωμα ρούχα και μακριά μαλλιά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και στη συνέχεια στην Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού, προκαλώντας δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για «μεγαλειώδη εξέλιξή του στη μέση ηλικία».
Οι πρόσφατες ενδυματολογικές επιλογές του απέχουν πολύ από το βραδινό σακάκι που φορούσε επί 15 χρόνια. «Δεν κάθομαι σε ένα μεγάλο τραπέζι με ένα μάτσο ανθρώπους γύρω μου ρωτώντας “Εντάξει, παιδιά, ποια θα είναι η εικόνα μου φέτος;”» λέει γελώντας. Αντ’ αυτού, απλώς γνώρισε τον σχεδιαστή μόδας Τζόναθαν Αντερσον «και τα ρούχα του είναι εκεί έξω», παρατηρεί. «Συνήθως δεν φορούσα ποτέ τέτοια πράγματα, αλλά είπα, γ*** το. Μήπως το παρατραβάω; Δεν ξέρω. Απλώς νιώθω ότι έχει πλάκα».
Οσο ήταν ο Μποντ, μήπως τον έλεγχο της εικόνας του τον είχε το στούντιο Eon; «Οχι, αλλά το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα θα ήταν να χαλάσω το εμπορικό σήμα. Είναι σαν να πυροβολείς το πόδι σου. Και πάλι, ο κόσμος θα ρωτούσε: “Ποια συζήτηση προσπαθείς να ανοίξεις;” Δεν έχω διάθεση».
Μια άλλη συζήτηση για την οποία ο Κρεγκ δεν είχε χρόνο τελευταία είναι το ποιος μπορεί να τον αντικαταστήσει στον ρόλο του Μποντ. Mάλιστα, όταν ρωτήθηκε, είπε ότι δεν τον ενδιαφέρει. Αλλά όταν του θέτει το ερώτημα οΤζόναθαν Ντιν των Times απαντά: «Μα, φυσικά και με νοιάζει! Λέω συνέχεια ότι δεν με νοιάζει επειδή οι άνθρωποι με ρωτούν συνέχεια και εγώ είμαι ένας δύστροπος, γκρινιάρης γέρος, οπότε λέω ότι δεν δίνω δεκάρα. Αλλά με νοιάζει βαθιά. Με νοιάζει τι θα κάνει το franchise, γιατί αγαπώ (τους παραγωγούς) την Μπάρμπαρα (Μπρόκολι) και τον Μάικλ (Τζ. Γουίλσον). Αλλά δεν είναι δική μου απόφαση ή δικό μου πρόβλημα. Τους εύχομαι καλή τύχη».
Η Μπρόκολι έχει πει ότι κάθε νέος ηθοποιός θέτει το δικό του πρότυπο. Τι έφερε ο Κρεγκ στον ρόλο του Μποντ; «Ω, γ***!», βρυχάται, «δεν ξέρω. Ημουν σαν λαγός που μένει ακίνητος μπροστά στα μεγάλα φώτα».
Ο Ντάνιελ Κρεγκ γεννήθηκε το 1968 στο Τσέστερ. Οόταν οι γονείς του χώρισαν, μετακόμισε στο Γουίραλ μαζί με τη μητέρα του και την αδελφή του. Σπούδασε στο National Youth Theatre και μετακόμισε στο Λονδίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Guildhall School of Music and Drama, από την οποία αποφοίτησε το 1991. Η καριέρα του, ωστόσο, πήρε μπρος μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Αποκαλύπτει, δε, ότι έμαθε πώς να παίζει μπροστά στην κάμερα στη σειρά του BBC «Our Friends in the North» (1996).
Μετά από αυτό οι ρόλοι άρχισαν να έρχονται γρήγορα, και μάλιστα σε ταινίες των καλύτερων σκηνοθετών, όπως «Ο Δρόμος της Απώλειας» (2002) του Σαμ Μέντες, «Αρκεί να Αντέξει η Αγάπη» (2004) του Ρότζερ Μισέλ, και «Μόναχο» (2005) του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ο Κρεγκ έφερνε στην οθόνη ατσάλινη σιγουριά και αυτοπεποίθηση, αλλά και μια ευαλωτότητα – ένα μείγμα που αναμφίβολα δεν ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο στο «Queer».
Κάποτε, λίγο πριν αναλάβει τον ρόλο του Μποντ, είχε πει για την υποκριτική: «Κανένας δεν πρόκειται να σε προσέξει αν δεν πεις “κοιτάξτε με!”». Το πιστεύει ακόμα αυτό; «Λοιπόν, πάντα ψάχνω για μια ρεαλιστική λύση στο πρόβλημα του ντυσίματος και της επίδειξης, πράγμα που είναι η υποκριτική: “Κοιτάξτε με! Αγαπήστε με!” Αλλά πρέπει να έχεις την ευθύνη του, γιατί ξέρω τι σκέφτεται ο κόσμος για τους ηθοποιούς: “Ω, ανόητοι άνθρωποι”. Ωστόσο είμαι περήφανος γι’ αυτό που κάνω».
Αναφέρει τη «Δαχομέη», που τιμήθηκε φέτος στην Μπερλινάλε με Χρυσή Αρκτο. Το ντοκιμαντέρ της Μάτι Ντίοπ έχει ως θέμα τους βασιλικούς θησαυρούς από τη Δαχομέη, που λεηλατήθηκαν μαζί με χιλιάδες άλλα έργα τέχνης κατά την εισβολή του γαλλικού αποικιοκρατικού στρατού το 1892, και ετοιμάζονται (στις 9 Νοεμβρίου 2021) να επαναπατριστούν από τη Γαλλία στον τόπο προέλευσής τους, το σημερινό Μπενίν.
«Σε κάνει να σκεφτείς τι σημαίνει ο πολιτισμός μας. Χωρίς αυτόν δεν είμαστε τίποτα» λέει. «Κάθε κυβέρνηση που αφαιρεί χρηματοδότηση από την πολιτιστική μας ζωή μάς απογυμνώνει, οπότε αν παίζω έναν πολύ μικρό ρόλο στη δημιουργία κάποιας κουλτούρας, τότε είμαι απίστευτα περήφανος».
«Μεγάλωσα με επιδοτούμενο θέατρο» εξηγεί. «Η οικογένειά μου δεν είχε καθόλου χρήματα. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα. Ο μισθός που έπαιρνε ήταν αξιοθρήνητος. Δεν βλέπω την ανατροφή μου ως σκληρή, ήταν απλώς φυσιολογική. Αλλά πήγα στη δραματική σχολή με πλήρη επιχορήγηση. Αυτό δεν υπάρχει πια. Ποιος μπορεί να αντέξει οικονομικά να φοιτήσει σε δραματική σχολή σήμερα;»
Δηλαδή χωρίς χρηματοδότηση ο Κρεγκ δεν θα ήταν ηθοποιός; «Οχι. Είναι μια γ*** τραγωδία» απαντά. Λέει ότι κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει. Συνεργάζεται με την κρατική σχολή ταλέντων Brit School, στο νότιο Λονδίνο. «Αλλά δεν μπορώ να σώσω τον κόσμο. Χρειάζεται να αναλάβουν δράση οι πολιτικοί, όχι οι ηθοποιοί».
Ο Κρεγκ έβαλε πολύ από τον εαυτό του στο «Queer». «Ανθρώπους που γνώρισα και έχασα μεγαλώνοντας στο Λονδίνο…». Επαιξε τον μεθυσμένο σκεφτόμενος ότι «οι μεθυσμένοι δεν θέλουν να φαίνονται μεθυσμένοι» και βρήκε απολαυστικές τις διαφορετικές πλευρές του Λι. «Η ανδρική ευαλωτότητα είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα γιατί, όσο σκληροί και αν φαίνονται οι άνδρες, είναι όλοι τους ευάλωτοι» υποστηρίζει. «Ολοι κρυβόμαστε, από τα παιδιά μας, τις συζύγους μας, τους συναδέλφους μας. Η πανοπλία του ανδρισμού υπάρχει για κάποιο λόγο. Και ποιος είναι αυτός ο λόγος; Εγώ πάντα τον διερευνώ».
Η ερμηνεία του στην ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο θα μπορούσε επάξια να οδηγήσει σε ένα πρώτο Οσκαρ. Τον ενδιαφέρει; «Φυσικά!» ξεσπάει. «Μην είσαι χαζός, θα ήμουν πανευτυχής αν είχα μια υποψηφιότητα». Είναι αναζωογονητικό, γράφει ο Ντιν στους Times, γιατί λίγοι παραδέχονται ότι τα βραβεία έχουν σημασία γι’ αυτούς.
«Λοιπόν, είναι τρομακτικό. Τα βραβεία τα παίρνει ο αέρας, αλλά δεν μπορώ να πω “δεν δίνω δεκάρα!” Πριν από χρόνια έμαθα πόσο αυθαίρετο είναι αυτό. Ηταν ψυχοφθόρο το να έρχεται η μία απόρριψη μετά την άλλη. Γιατί σκέφτεσαι: “Μπορώ να παίξω;”. Αλλά δεν γίνεται να κάνεις τίποτα, μόνο να το αφήσεις να περάσει. Τώρα πια όλα είναι εύκολα για μένα» παραδέχεται ο άγγλος σταρ, που πλέον απολαμβάνει την επιτυχία του και τις πολυτέλειες της ζωής.