Κάποτε είχε πει ότι παρατηρώντας τις φωτογραφίες του θρυλικού βρετανού φωτογράφου σερ Σέσιλ Μπίτον, αισθανόταν τη μυρωδιά του λιβανιού και σίγουρα δεν επρόκειτο για κομπλιμέντο.
Θεωρούσε ότι τα μοντέλα του Μπίτον, κυρίως οι νεαρές κοπέλες που πόζαραν μπροστά στον φακό του σε κλειστούς χώρους «με ανθοδέσμες και υπέροχες ταπισερί» ήταν αφύσικες, προσποιητές, στημένες και όλες τους με «τα γόνατα κλειστά. Δεν γνωρίζω κανένα κορίτσι που να ζει έτσι. Τα δικά μου κορίτσια κάνουν το εξής: τρέχουν και πηδάνε τοίχους», είχε αναφέρει σχετικά.
Και πράγματι, την ώρα που οι άλλοι φωτογράφοι επιζητούσαν ακόμα την ασφάλεια του φωτογραφικού στούντιο, εκείνος το εγκατέλειπε στο όνομα της καλλιτεχνικής ελευθερίας, φωτογραφίζοντας τα μοντέλα του στην αγγλική ύπαιθρο, την οποία λάτρευε, στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, στη σκιά ελεφάντων και πυραμίδων σε χώρες και ηπείρους εξωτικές, στην Αϊτή, στην Ινδία και στην Αφρική, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που ο εξωτισμός ήταν σπάνιος στα γυναικεία περιοδικά.
Με λίγα λόγια, ο Νόρμαν Πάρκινσον (Λονδίνο 1913 – Σιγκαπούρη 1990) έθεσε τη γυναίκα στον πραγματικό κόσμο, και γνωρίζοντας ότι με λίγη φαντασία ο κόσμος αυτός μπορούσε εύκολα να καταστεί φανταστικός, ευθυγράμμισε τις φωτογραφίσεις μόδας με τον ρου της ζωής που διαρκώς μεταβάλλεται, απαλλάσσοντάς τες από τους αυστηρούς τύπους που τις καθόριζαν έως τότε.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Πάρκινσον άρχισε να κάνει το όραμά του πράξη στα μέσα της δεκαετίας του 1930, επρόκειτο όντως για μια επανάσταση στο χώρο της μόδας, επισημαίνει η ιταλική Corriere della Sera με αφορμή τα εγκαίνια της Norman Parkinson & Fashion Photography, μιας αναδρομικής έκθεσης στη Βιτσέντσα της Ιταλίας, που παρουσιάζει την εξέλιξη των φωτογραφίσεων μόδας κατά τη διάρκεια μίας εικοσαετίας μέσα από τα μάτια του Πάρκινσον και τεσσάρων ακόμη διεθνώς καταξιωμένων φωτογράφων: του Μίλτον Γκριν, του Τέρενς Ντόνοβαν, του Τέρι Ο’Νιλ και του Τζέρι Σάτσμπεργκ.
Συνεργάτης του Harper’s Bazaar, του Queen και της Vogue, ο Πάρκινσον προίκισε τις φωτογραφίσεις μόδας με «αυθορμητισμό, κινητικότητα, μια πρέζα θρασύτητας και μια λεπτή ειρωνεία αμιγώς βρετανική», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ιταλική εφημερίδα.
«Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να καθιστά τη φωτογραφία βαρετή», υποστήριζε ο ίδιος ο Πάρκινσον, γεγονός που εξηγεί γιατί μια φορά σκέφτηκε να απαθανατίσει τη Γουέντα Ρότζερσον, σύζυγο και μούσα του, πάνω στη ράχη μιας στρουθοκαμήλου. Και μια άλλη φορά την απαθανάτισε για λογαριασμό της Vogue έξω από έναν παλιό στάβλο, δίπλα σε ένα μικρό παράθυρο από το οποίο ξεπροβάλλει το κεφάλι μιας αγελάδας (φωτογραφία κάτω).
Εχοντας το βλέμμα του διαρκώς στραμμένο πέρα από τα τετριμμένα και τις όποιες συμβάσεις, ο εκκεντρικός γαλαντόμος φωτογράφος αφηγείται μέσω των φωτογραφιών του σχεδόν έναν αιώνα της ιστορίας της μόδας. Στις φωτογραφικές του συνθέσεις αποτύπωσε το παρισινό New Look της δεκαετίας του 1950, το Swinging London της δεκαετίας του 1960, το γκλάμουρ το οποίο ενίοτε έφτανε στα όρια του κιτς των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Ο πρωτοπόρος φωτογράφος συνεργάστηκε με κορυφαία μοντέλα, πανέμορφες γυναίκες όπως η Τουίγκι, η Τζιν Σρίμπτον και η Τζέρι Χολ, την οποία το 1975 επιδίωξε και κατάφερε να τη φωτογραφίσει στην επικράτεια της Σοβιετικής Ενωσης.
Το 1963 ο Πάρκινσον εγκαταστάθηκε στο Τομπάγκο, στην Καραϊβική, και έστησε ένα χοιροτροφείο όπου παρασκεύαζε λουκάνικα τα οποία επί χρόνια σερβίρονταν στο Ritz του Παρισιού. Οσον αφορά την κύρια απασχόλησή του, έπειτα από 15 χρόνια στη Vogue άρχισε να εργάζεται ως ανεξάρτητος φωτογράφος.
Κατά την πολυετή καριέρα του, πέρα από τα μοντέλα του, απαθανάτισε με τον φακό του όλες τις μεγάλες και απαστράπτουσες προσωπικότητες της εποχής: την Αβα Γκάρντνερ και την Οντρεϊ Χέπμπορν, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και την Τζέιν Μπίρκιν, τον Αλφρεντ Χίτσκοκ και τον Μοντγκόμερι Κλιφ, τους Beatles και τους Rolling Stones (του Μικ Τζάγκερ, με τον οποίο ο Πάρκινσον έκανε παρέα, καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες αλκοόλ), τον Ιβ Σεν Λοράν και τον Ιμπέρ ντε Ζιβανσί, την Μάργκαρετ Θάτσερ, το ζεύγος Ρίγκαν αλλά και τον Ντόναλντ και την Ιβάνα Τραμπ, καθώς και πολλά από τα μέλη της βασιλικής οικογένειας της Βρετανίας.
«Μου αρέσει να κάνω τους ανθρώπους να φαίνονται τόσο όμορφοι όσο θα ήθελαν να φαίνονται, και με λίγη τύχη, ελαφρώς καλύτερους», επαναλάμβανε διαρκώς ο «Παρκς», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι και οι συνεργάτες του. Και τα έργο του αποδεικνύει ότι τα κατάφερνε εξαιρετικά.