Για όσους έχουν ακόμη κάπου στο πίσω μέρος του εγκεφάλου τους τα ωραία, ξέφρενα, άγρια χρόνια της F1, για όσους είχαν βάλει κάποτε αφίσα στο εφηβικό τους δωμάτιο τον Αϊρτον, τον Σούμι ή, πιο παλιά, τον Λάουντα, τον Χαντ, ακόμα και το αλητάκι, τον Εντι Ιρβάιν, και για όσους εκείνο το σπορ συμβόλιζε το ακραίο, το εξοντωτικά επικίνδυνο αλλά και ηχητικά εκκωφαντικό, η σημερινή Φόρμουλα 1 είναι ξενέρωμα. Κλινική «Ευαγγελισμός».
Θυμάμαι ακόμη το πρώτο γκραν πρι που παρακολούθησα, κάποτε ζωντανά, στο Σπα του Βελγίου, στις κερκίδες, εκεί ακριβώς όπου ξεκινά μια από τις πιο διάσημες στροφές στον πλανήτη, η «Eau Rouge». Ο ήχος; Εντάξει… Μετά από μερικούς γύρους, δεν μπόρεσα να το παίξω άλλο μάγκας και στούμπωσα ερμητικά τις ωτοασπίδες. Το σπορ ήταν Η ΥΠΕΡΠΑΡΑΓΩΓΗ – έτσι, με κεφαλαία. Ωραίες γυναίκες που κρατούσαν τις ομπρέλες, χορηγοί αβέρτα, δωδεκακύλινδρα που μπορούσαν να μετακινήσουν τεκτονικές πλάκες, προσπεράσματα, και ένα παγκόσμιο κοινό που ξημεροβραδιαζόταν στο να δει λάιβ τον αγώνα.
Σήμερα, δύσκολα θα θυσιάσω τον κυριακάτικο μεσημεριανό ύπνο για να δω αγώνα. Αν έχει τύχει να βρέξει, ίσως, μπορεί. Το υγρό στοιχείο προσθέτει σασπένς, ανατροπές, συγκρούσεις, αναδεικνύει την υψηλή τέχνη μερικών οδηγών. Στο στεγνό; Δύσκολα. Ισως στηθώ για το Μονακό, λόγω της ιδιαιτερότητας, του γενικότερου κοινωνικού πάρτι που το συνοδεύει και της μιας ανάσας από τις μπαριέρες. Ισως, επίσης, στο Σπα ή και στο κλασικό Σίλβερστον – αν δεν το πάρει σερί ο Χάμιλτον στην πατρίδα του από τον πρώτο γύρο μέχρι και την κούπα.
Γενικώς, δύσκολα θα βγάλω όλο το δίωρο. Βαριέμαι. Τα φαβορί είναι προκαθορισμένα, ο ήχος θυμίζει μιας ηλεκτρική AEG που έχω σπίτι για τα χαλιά και οι πιλότοι (καταχρηστικός όρος) δεν έχουν, στη συντριπτική πλειονότητα, καμία σχέση με τις προσωπικότητες του σπορ. Τι σχέση έχει ο Χαντ, ο Στιούαρτ, ο Φιτιπάλντι, ο Σένα με τα καλομαθημένα, «τακτοποιημένα» και άνευ περαιτέρω ενδιαφέροντος παιδιά που απλώς ξέρουν να οδηγούν γρήγορα; Μαμάδες, μπαμπάδες στα πιτς, σέλφις, εταιρική υποταγή, μηδέν έχθρες. Πού η κόντρα Προστ και Σένα, που ευχαρίστως έβγαζαν τα χασαπομάχαιρα σε κάθε στροφή; Πού τα ρίσκα και τα κότσια του Λάουντα; Η εποχή βουτυροποιήθηκε σφόδρα και αυτό δεν αφορά μόνο την F1.
Ωστόσο, μια διαφορετική εκδοχή του τι παίζεται στη σημερινή Φόρμουλα 1 έχει έρθει να μεταφέρει στις οθόνες μας το «Drive to Survive». Κάθισα βράδυ, με ένα ουίσκι να ζεσταίνει τις κρύες νύχτες του Φλεβάρη, να δω, σχεδόν σερί, τις σεζόν της ντοκιμαντερίστικης παραγωγής. Και, για να είμαι ειλικρινής, ήταν πιο ενδιαφέρον από ό,τι πολλές ζωντανές μεταδόσεις. Ο λόγος; Μεταφέρει το ανθρώπινο στοιχείο. Μακράν περισσότερο από τον αγώνα της Κυριακής.
Οι κάμερες σχεδόν ακολουθούν τους οδηγούς. Χωρίς το κράνος να κρύβει τις εκφράσεις τους. Οπως μιλούν, βλέποντάς τους σε παρασκηνιακές στιγμές, με το «fuck» να δίνει και να παίρνει χωρίς λογοκρισίες, με τις απογοητεύσεις, τις χαρές και τα ψυχικά ζόρια που τραβούν στην προσπάθεια, πάνω απ’ όλα, να κερδίσουν τον σημαντικότερο αντίπαλό τους, που δεν είναι άλλος από τον ομόσταβλό τους.
Ολο αυτό για ένα σπορ που, στο λάιβ, αναγκαστικά οι πρωταγωνιστές φορούν κράνος και ελάχιστοι από τους διαλόγους τους με την ενδοεπικοινωνία τους με την ομάδα στα πιτς βγαίνουν στην τηλεοπτική φόρα, είναι ενδιαφέρον. Μπορεί το «Drive to Survive» να μην παρουσιάζει τη βαθιά καταγραφή των τεχνικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι σχεδιαστές και οι μηχανικοί, μπορεί να εστιάζει την προσοχή στα απόνερα των ομάδων (όπως, για παράδειγμα, η μάλλον υπερβολική παρουσίαση των τεκταινόμενων στην ομάδα της Haas), δίνει ωστόσο την ευκαιρία να δούμε την πιο ανθρώπινη μορφή του σπορ.
Παραδείγματα; Την εγγενή αισιοδοξία αλλά και ανεμελιά του Ρικιάρντο, που συχνά δεν διστάζει να ορθώσει το μεσαίο του δάχτυλο προς τις κάμερες του Νetflix, τον εκφραστικό Τζορτζ Ράσελ, όταν ακόμα έτρεχε με την ταλαίπωρη, πάλαι πότε ένδοξη, Williams, το σκεπτικό της Ferrari να επιλέξει ένα πιτσιρίκι, τον Λεκλέρκ, ως οδηγό της ομάδας της, την τελευταίας στιγμής δικαίωση για τον αγαπημένο μου, fucking fast, Σέρτζιο Πέρεζ, που έκανε τα απίστευτα λίγο πριν βρεθεί χωρίς δουλειά, σχεδόν αναγκάζοντας με την επίδοσή του την ομάδα της Red Bull Racing να τον εντάξει στο δυναμικό της δίπλα στο μεγαλύτερο, ίσως, ταλέντο, τον Μαξ Βερστάπεν. Οπως, επίσης, την ψυχική αντοχή του Χούλκενμπεργκ να συνεχίζει να τα δίνει όλα μη βλέποντας θέση στο πόντιουμ, παρά τα 184 γραν πρι στα οποία έχει συμμετάσχει. Και πολλά, πολλά ακόμα.
Το «Drive to Survive», με αυτή την προσέγγιση, την παρασκηνιακή, την πιο προσωπική, την ενδότερη σε επίπεδο σχέσεων επικεφαλής ομάδων και οδηγών, μαζί με μπόλικα πλάνα κοντινά, εξαιρετικά προσεγμένο μοντάζ και άρτια δομημένο το εκάστοτε στόρι, προσθέτει αυτό που έλειπε. Οχι, δεν αντικαθιστά το ραντεβού με το λάιβ, για όποιον δεν βαριέται σαν του λόγου μου. Μπορώ να πω ότι, ίσα-ίσα, το αναζωογονεί. Υπάρχουν οι ατάκες, οι κανονικοί άνθρωποι με τα πάνω τους και τα κάτω τους, το στρες μέσα στη λέσχη των πιράνχας, το χρήμα, όπως και το σαφώς πιο παιδικό, σε επίπεδο προσωπικοτήτων. Γιατί, μετά συγχωρήσεως, τι να μου πει ο Λάντο Νόρις ως role model; Τον θαυμάζω για την ταχύτητά του και το πώς κατάφερε να δώσει βαθμούς σε μια ταλαιπωρημένη McLaren. Τον βαριέμαι με το που πάει η κάμερα κοντά του.
Είναι όμως και αυτό μια προσθήκη απέναντι σε ό,τι είχαμε. Ως θέαμα, ως προσέγγιση, ως τηλεοπτικό εμπλουτισμό σε ό,τι, συχνά ανιαρό, είχαμε ως live τα μεσημέρια της Κυριακής. Ασε που πλέον μπορεί να στηθώ ακόμα και για στεγνό στο Ουγκαρόρινγκ. Με την ευκαιρία, αυτό είναι το επίσημο τρέιλερ για τη σεζόν που ξεκινά σε λίγες μέρες: