| REUTERS/ CreativeProtagon
Θέματα

Νετανιάχου – Ερντογάν: Ποιος θα είναι ο ισχυρότερος στη Μέση Ανατολή;

Αμφότεροι ανήλθαν στην εξουσία πριν από δεκαετίες. Επίσης αμφότεροι θεωρούν πως αγωνίζονται για τα πεπρωμένα -τα δικά τους και των λαών τους. Ωστόσο οι φιλοδοξίες τους για περιφερειακή κυριαρχία, για ένα Μεγάλο Ισραήλ ή την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αντίστοιχα, πάσχουν από παρόμοιες αδυναμίες
Protagon Team

«Δύο ηγέτες έχουμε απομείνει στον κόσμο αυτήν τη στιγμή, εγώ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν», αποφάνθηκε -με υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση- την προηγούμενη εβδομάδα ο Ταγίπ Ερντογάν. Οπως σημειώνει σε ανάλυσή του ο Γκίντεον Ράχμαν, επικεφαλής σχολιαστής των διεθνών εξελίξεων στους Financial Times, πιθανώς ο Σι Τζινπίνγκ και ο Ντόναλντ Τραμπ να μην συμφωνούν με την άποψη του προέδρου της Τουρκίας.

Ωστόσο σε περιφερειακό επίπεδο o Ερντογάν μπορεί κάλλιστα να διατείνεται ότι είναι ένας εκ των δύο ισχυρών ηγετών που αναδιαμορφώνουν τη Μέση Ανατολή. Ο άλλος είναι ο άσπονδος αντίπαλός του, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου.

Στην παρούσα φάση η αλαζονεία του τούρκου ηγέτη πηγάζει από τον ρόλο που διαδραμάτισε η Αγκυρα στη Συρία. Η Τουρκία ήταν η μόνη περιφερειακή δύναμη που παρείχε στήριξη στην Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), την ισλαμιστική οργάνωση που ανέτρεψε το καθεστώς Ασαντ, γεγονός που εξηγεί γιατί ο Ιμπραήμ Καλίν, ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών της Τουρκίας, επισκέφθηκε τη Δαμασκό λίγες μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας από το HTS.

«Ο Ερντογάν φιλοδοξεί εδώ και πολύ καιρό να αποκαταστήσει την τουρκική ισχύ στα εδάφη της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», αναφέρει ο Ράχμαν. «Για αυτόν η ανατροπή του Ασαντ ανοίγει έναν νέο δρόμο προς την περιφερειακή επιρροή», προσθέτει. Επιπλέον οι ραγδαίες εξελίξεις στη Συρία θα μπορούσαν να ωφελήσουν τον Ερντογάν και στο εσωτερικό, μέσω της αποδυνάμωσης των Κουρδών της Συρίας και της επιστροφής τουλάχιστον μέρους των σύρων προσφύγων στην πατρίδα τους, εξελίξεις οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην προσπάθειά του τούρκου προέδρου να παραμείνει στην εξουσία και μετά από το 2028.

Την ίδια ώρα, όμως, όπως θυμίζει ο σχολιαστής της λονδρέζικης εφημερίδας, οι συμμαχικές σχέσεις της Αγκυρας με ισλαμιστικές οργανώσεις όπως η HTS και η Μουσουλμανική Αδελφότητα χαρακτηρίζονται ως σοβαρή απειλή τόσο από το Ισραήλ όσο και από τις συντηρητικές μοναρχίες του Περσικού Κόλπου.

Σχεδόν αμέσως μετά από την πτώση της Δαμασκού το Ισραήλ έσπευσε να καταστρέψει τις στρατιωτικές δυνατότητες της Συρίας, βομβαρδίζοντας τον στόλο και την αεροπορία της και καταλαμβάνοντας εδάφη πέρα από τα Υψίπεδα του Γκολάν, τα οποία το Ισραήλ ελέγχει από το 1967.

Η ισραηλινή κυβέρνηση χαρακτήρισε αυτές τις επιχειρήσεις ως προληπτικές και αμυντικές. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Νετανιάχου (όπως και ο Ερντογάν) «διακρίνει ευκαιρίες μπροστά», γράφει ο Ράχμαν, θυμίζοντας πως την περασμένη εβδομάδα ο ισραηλινός πρωθυπουργός δήλωσε πως «κάτι τεκτονικό έχει συμβεί εδώ, ένας σεισμός που δεν είχε συμβεί τα εκατό χρόνια από τη συμφωνία Σάικς-Πικό». Οπως σημειώνει ο βρετανός δημοσιογράφος η αναφορά του Νετανιάχου στη μυστική βρετανο-γαλλική συμφωνία του 1916, βάσει της οποίας Λονδίνο και Παρίσι χώρισαν σε σφαίρες επιρροής τα εδάφη που ανήκαν στην άλλοτε κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, είναι ενδεικτική των σκέψεων-προθέσεών του.

«Με τη Μέση Ανατολή σε αναταραχή, οι υποστηρικτές του Μεγάλου Ισραήλ βλέπουν την ευκαιρία να χαράξουν εκ νέου τα σύνορα της περιοχής», εξηγεί ο Ράχμαν ενώ ο Αλούφ Μπεν, αρθρογράφος της Haaretz έγραψε πως ο Νετανιάχου φαίνεται πως επιθυμεί να μείνει στην ιστορία «ως ο ηγέτης που επέκτεινε τα σύνορα του Ισραήλ έπειτα από 50 χρόνια υποχώρησης».

Από αυτήν την άποψη υπέρ του Νετανιάχου λειτουργεί το γεγονός πως το κίνημα των εποίκων, το οποίο έχει ισχυρή εκπροσώπηση στον κυβερνητικό συνασπισμό, ασκεί πιέσεις για ανακατάληψη τμημάτων της Γάζας. Ο Ράχμαν δεν αποκλείει επίσης το ενδεχόμενο η νέα αμερικανική κυβέρνηση να επιτρέψει στο Ισραήλ να προβεί στην επίσημη προσάρτηση τμημάτων της κατεχόμενης Δυτικής Οχθης. Και σε αυτό το πλαίσιο η «προσωρινή» κατοχή συριακού εδάφους θα μπορούσε να καταστεί μόνιμη.

Κοιτώντας πιο μακριά, τόσο χρονικά όσο και γεωγραφικά, ο ισραηλινός πρωθυπουργός κατά πάσα πιθανότητα θα διακρίνει μια ευκαιρία και για ένα τελικό ξεκαθάρισμα με το Ιράν. Αποτελεί γεγονός πως η Ισλαμική Δημοκρατία είναι αδύναμη όσο ποτέ άλλοτε εδώ και δεκαετίες: όχι μόνο είδε τους κύριους αντιπροσώπους/συμμάχους της στην περιοχή να καταρρέουν (Χαμάς, Χεζμπολάχ, Ασαντ) αλλά αντιμετωπίζει και εσωτερικές εντάσεις.

Το Ιράν ενδέχεται να αντιδράσει, εντείνοντας τις προσπάθειες για την απόκτηση πυρηνικών όπλων, εξέλιξη η οποία, όμως, θα μπορούσε να προκαλέσει την οργισμένη αντίδραση του Τελ Αβίβ, δεδομένης της τεράστιας αυτοπεποίθησης και της ριζοσπαστικής διάθεσης που έχουν οι Ισραηλινοί, ειδικά μετά από την επιτυχημένη εκστρατεία κατά της Χεζμπολάχ.

Τους τελευταίους δώδεκα μήνες το Ισραήλ απέδειξε -πέρα από κάθε αμφιβολία και με τον πλέον καταστροφικό τρόπο- πως είναι ικανό και με το παραπάνω να πολεμά ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα (στη Δυτικής Οχθη, στον Λίβανο, στην Υεμένη στο Ιράν και, τώρα, και στη Συρία) ενώ οι Ισραηλινοί είναι επίσης η μόνη πυρηνική δύναμη στην περιοχή και, προς το παρόν, χαίρουν της απόλυτης στήριξης των ΗΠΑ.

«Οι πιθανότητες του Νετανιάχου να μείνει στην ιστορία ως επιτυχημένος ηγέτης φαίνονταν ελάχιστες μετά την καταστροφή των επιθέσεων της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς. Βαθιά αμφιλεγόμενος τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αυτήν την περίοδο δικάζεται για διαφθορά στο Ισραήλ», σημειώνει ο Ράχμαν. Ομως ο ισραηλινός πρωθυπουργός (όπως και ο τούρκος πρόεδρος) «είναι ένας αδίστακτος επιζών της πολιτικής».

Αμφότεροι οι ηγέτες ανήλθαν στην εξουσία πριν από δεκαετίες. Επίσης αμφότεροι θεωρούν πως αγωνίζονται για τα πεπρωμένα -τα δικά τους και των λαών τους. Ωστόσο οι φιλοδοξίες τους για περιφερειακή κυριαρχία πάσχουν από παρόμοιες αδυναμίες.

Το πρώτο που σημειώνει ο Ράχμαν είναι πως και το Ισραήλ και η Τουρκία είναι μη αραβικές δυνάμεις σε μια αραβική περιοχή: «Δεν υπάρχει όρεξη στον αραβικό κόσμο για μια αναγεννημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία [και] το Ισραήλ παραμένει μια ξένη δύναμη στη Μέση Ανατολή, που αντιμετωπίζεται με φόβο, δυσπιστία και συχνά μίσος», εξηγεί.

Επιπλέον ούτε η Τουρκία ούτε το Ισραήλ έχουν το οικονομικό εκτόπισμα που απαιτείται για την άσκηση περιφερειακής κυριαρχίας. Η τουρκική οικονομία μαστίζεται από τον πληθωρισμό ενώ το Ισραήλ, παρά την τεχνολογική και στρατιωτική του υπεροχή, είναι μια μικρή χώρα με λιγότερους από 10 εκατομμύρια κατοίκους.

«Οι αντίπαλες φιλοδοξίες του Ερντογάν και του Νετανιάχου θα μπορούσαν εύκολα να συγκρουστούν στη Συρία. [Η χώρα] κινδυνεύει να καταστεί πεδίο μάχης μεταξύ των ανταγωνιστικών περιφερειακών δυνάμεων, επειδή [στη Συρία] διακυβεύονται επίσης συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας και των λοιπών χωρών του Κόλπου», όπως συνοψίζει ο Γκίντεον Ράχμαν.

Οι Σαουδάραβες και τα κράτη του Κόλπου πιθανότατα αισθάνονται πως απειλούνται πιο άμεσα από τις ισλαμιστικές συμμαχίες της Τουρκίας παρά από τις εδαφικές φιλοδοξίες του Ισραήλ. Αλλά το Ριάντ γνωρίζει ότι ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα έχει τρομοκρατήσει μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου, οπότε η προσέγγιση του Νετανιάχου με στόχο την παρεμπόδιση του Ερντογάν θα ήταν μία τουλάχιστον αμφιλεγόμενη κίνηση, ιδιαίτερα εάν οι Ισραηλινοί συνεχίζουν να απορρίπτουν κάθε προοπτική για μια λύση δύο κρατών με τους Παλαιστίνιους.

«Το Ισραήλ και η Τουρκία έχουν ισχυρούς στρατούς. Αλλά οι Σαουδάραβες, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν την οικονομική δύναμη πυρός. «Οποια πορεία και αν αποφασίσει να ακολουθήσει το Ριάντ, θα μπορούσε να διαμορφώσει τη Μέση Ανατολή ακόμη πιο θεμελιωδώς από τις ενέργειες του Ερντογάν και του Νετανιάχου», κρίνει ο αρθρογράφος των Financial Times.