«Εχω άσθμα, αλλεργίες, δυσλεξία, ΔΕΠΥ, άγχος και κατάθλιψη» ανακοίνωσε στα social media ο Νόα Λάιλς, όλα αυτά όμως δεν εμπόδισαν τον υπεράνθρωπο αμερικανό δρομέα να τερματίσει πρώτος στην επική κούρσα των 100μ σε 9,784 δευτερόλεπτα με τον τζαμαϊκανό Κισέιν Τόμσον να ακολουθεί με διαφορά μόλις πέντε χιλιοστά του δευτερολέπτου (0,005). Στην ουσία τερμάτισαν μαζί, σε μια προσπάθεια να καταρρίψουν το ρεκόρ των 9,58 του κορυφαίου Γιουσέιν Μπολτ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου το 2009 στο Βερολίνο, που έκανε τότε τον πλανήτη να παραμιλά.
Από την άλλη πλευρά, η αμερικανίδα κολυμβήτρια Κέιτι Λεντέκι έγραψε επίσης ιστορία στο Παρίσι παραμένοντας κυρίαρχη στα 1500μ ελεύθερο με 15:37.34 αλλά και με τη νίκη της στα 800μ ελεύθερο σε 8:11.04. Αυτοί και άλλοι υπεραθλητές απέδειξαν και πάλι ότι κάθε φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες παράγονται αξιοσημείωτα αθλητικά επιτεύγματα.
Στο Παρίσι, ωστόσο, υπάρχει άλλη μια εκδήλωση που απαιτεί καλή προπόνηση, επιβραβεύει την προσεκτική στρατηγική, προσελκύει εκατομμύρια ανθρώπους από όλο τον κόσμο, και τελικά συνοδεύεται από μια selfie αντί για μετάλλιο, παρατηρεί η αθλητικογράφος της εφημερίδας The Wall Street Journal Λίντσεϊ Αντλερ στην ανταπόκρισή της από τη γαλλική πρωτεύουσα.
Πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις από την είσοδο του Λούβρου μέχρι τη «Μόνα Λίζα»; Το αριστούργημα του Λεονάρντο ντα Βίντσι είναι ένα από τα αξιοθέατα που προσελκύουν τους περισσότερους επισκέπτες στον πλανήτη. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, όμως, η Λίζα Γκεραρντίνι, άλλως Τζιοκόντα, αθάνατη σύζυγος του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο, «στραβοκοίταζε» μέσα από το πορτρέτο της τους τουρίστες, οι οποίοι αντί για το δικό της μυστηριώδες χαμόγελο προτιμούσαν να θαυμάζουν τις κορμάρες των πρωταθλητών της ξιφασκίας, του πινγκ-πονγκ και του μπιτς βόλεϊ.
Με περίπου 15 εκατ. επισκέπτες να συρρέουν στο Παρίσι για να παρακολουθήσουν τους μεγαλύτερους αθλητές του κόσμου, αυτή είναι μια από τις πρώτες φορές εδώ και έναν αιώνα που περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονταν στη γαλλική πρωτεύουσα προτιμώντας να δουν τους νεαρούς σταρ των σπορ από το εκπληκτικό πορτρέτο της Τζοκόντα.
Στο πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων, λοιπόν, η Wall Street Journal αποφάσισε να μετατρέψει το πιο διάσημο πολιτιστικό ίδρυμα της πόλης σε δική της Ολυμπιακή αρένα, προσπαθώντας να σημειώσει ένα νέο παγκόσμιο ρεκόρ στην κούρσα από την είσοδο στο έργο του Ντα Βίντσι.
Μια επίσκεψη στο Λούβρο είναι συνήθως πιο εκφοβιστική από το να πατήσεις στο ταπί με αντίπαλο τον Μιχαΐν Λόπεζ Νούνιεζ, τον τρομερό παλαιστή της ελληνορωμαϊκής πάλης (με τη νίκη του στον τελικό της κατηγορίας των 130 κιλών ο 41χρονος Κουβανός κέρδισε το πέμπτο χρυσό του μετάλλιο σε πέντε διαφορετικούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο ίδιο αγώνισμα), γράφει η Αντλερ για το παρισινό μουσείο στην WSJ. Σημειώστε ότι το περίφημο Λούβρο εκθέτει 30.000 έργα σε 403 διαφορετικές αίθουσες, όπου ακόμη και μια περιήγηση δύο εβδομάδων δεν θα ήταν αρκετή για τους περισσότερους επισκέπτες να βιώσουν πλήρως πολλά από τα έργα τέχνης που εκτίθενται σε τόσα στρέμματα.
Αλλά οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι μια έκθεση για ειδικούς, όχι για το γενικό κοινό, οπότε στόχος της αμερικανίδας δημοσιογράφου, που συνήθως καλύπτει αγώνες μπέιζμπολ, ήταν να φτάσει στο κύριο αξιοθέατο του Λούβρου στον δυνατόν λιγότερο χρόνο…
Για να μάθει τη διαδρομή και τα πολλά εμπόδια σε σχήμα τουριστών, όπως γράφει στην WSJ, η Αντλερ επισκέφθηκε το Λούβρο τρεις φορές σε λιγότερο από μία εβδομάδα. Αλλά πρώτα ήρθε ένας προκριματικός γύρος. Χρειάστηκαν περισσότερα από 20 λεπτά μέχρι να φτάσει από την είσοδο του μουσείου μπροστά από το πλήθος που θαύμαζε τη «Μόνα Λίζα», με άλλα λόγια περισσότερο χρόνο από όσο χρειάστηκε η Κέιτι Λεντέκι για να προκριθεί στον εμβληματικό της αγώνα των 1500 μ.
Αυτή η δοκιμαστική διαδρομή ήταν αναγνωριστική για την εξέλιξη της κούρσας και αποδείχθηκε χρήσιμη. Ακόμα και μια μέρα με σχετικά λίγους επισκέπτες, οι αίθουσες του Λούβρου είναι γεμάτες κόσμο. Στο μουσείο υπάρχουν πάρα πολλές σκάλες αλλά όχι αρκετές πινακίδες. Υπάρχει εξάλλου και η τεράστια ενοχή που νιώθεις όταν περνάς τρέχοντας μπροστά από τη «Στέψη του Ναπολέοντα» (ολοκληρώθηκε το 1807 από τον επίσημο ζωγράφο του αυτοκράτορα, Ζακ-Λουί Νταβίντ) και έναν ολόκληρο τοίχο με έργα του Εζέν Ντελακρουά.
Μετά την αρχική ανιχνευτική αποστολή, ήρθε η ώρα για μια νέα προσπάθεια. Με τη διαδρομή αποτυπωμένη άριστα στη μνήμη της, η Λίντσεϊ Αντλερ έδωσε τον καλύτερό της εαυτό, μειώνοντας τον χρόνο σε μόλις 10 λεπτά και 40 δευτερόλεπτα, ωστόσο περισσότερο από όσο θα χρειαζόταν η αμερικανίδα Λι Κίφερ (φοιτήτρια Ιατρικής και τέσσερις φορές Ολυμπιονίκης) για να κερδίσει τον αγώνα που θα της χάριζε το χρυσό μετάλλιο στο ξίφος ασκήσεως γυναικών (ατομικό).
Σε κάθε περίπτωση, η Αντλερ γράφει ότι δεν της χρειάστηκε το κατασκοπευτικό drone της καναδικής ομάδας γυναικείου ποδοσφαίρου για να ξέρει ότι η είσοδος του Λούβρου είναι πιο άδεια πριν περάσει από την ασφάλεια ένα νέο κύμα επισκεπτών με χρονομετρημένα εισιτήρια. Ηξερε ότι οι συνθήκες ήταν τέλειες αργά το απόγευμα, όταν οι επισκέπτες που ξυπνούν νωρίς το πρωί είχαν φύγει, όσοι είχαν φτάσει μετά το brunch ήταν κουρασμένοι και το βραδινό πλήθος περιπλανιόταν απέξω κοντά στη γυάλινη πυραμίδα του Πέι.
Ηταν η ώρα να δει και πάλι τη «Μόνα Λίζα». Με το χρονόμετρο στο χέρι… Προσπερνώντας τα αγάλματα του Ηρακλή και τρέχοντας μέσα στον λαβύρινθο της ιταλικής τέχνης, η δημοσιογράφος της WSJ διέσχισε τη γραμμή του τερματισμού στον απίστευτο χρόνο των 6 λεπτών και 15 δευτερολέπτων!
Το πέρασμα από τη στιγμή που έφθασε στην αίθουσα στην οποία εκτίθεται η «Μόνα Λίζα» στο μπροστινό μέρος του πλήθους κράτησε μόλις 18,55 δευτερόλεπτα, δηλαδή λιγότερο από όσο χρειάστηκε ο ταχύτερος άνθρωπος του κόσμου στα 200 μέτρα. (Ο Λετσίλε Τεμπόγκο από τη Μποτσουάνα είναι ο φετινός «βασιλιάς» των 200μ στους Ολυμπιακούς του Παρισιού με 19.46 (αν και δεν πλησίασε το θρυλικό ρεκόρ 19.19 του τζαμαϊκανού υπερπρωταθλητή Γιουσέιν Μπολτ το 2009 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου στο Βερολίνο).
Εμπνευσμένη, όμως, από τον Μότο Ντουπλάντις, αθλητή του επί κοντώ που έσπασε για ακόμα μια φορά το παγκόσμιο ρεκόρ, το οποίο κατείχε ο ίδιος, η Αντλερ έκανε μια τελευταία προσπάθεια με νέα στρατηγική… Αυτή τη φορά, άφησε στο σπίτι τον φορητό υπολογιστή που της είχε δώσει η εφημερίδα, και φόρεσε τα Doc Martens της σαν να ήταν τα σούπερ αθλητικά παπούτσια για δρομείς. Βέβαια οι αίθουσες ενός εμβληματικού γαλλικού μουσείου δεν είναι ακριβώς οι ίδιες με τις μοβ λωρίδες της πίστας του Stade de France ενώ το σπριντ της θα μπορούσε να εγείρει πολλές ανησυχίες για την ασφάλεια και πιθανότατα θα είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της. Το Λούβρο απαγορεύει το ποτό, το φαγητό, το κάπνισμα, το άγγιγμα των έργων τέχνης, τον «πολύ θόρυβο» και το τρέξιμο. Αλλά, προσέξτε, το αγωνιστικό περπάτημα δεν είναι στη λίστα των απαγορευμένων.
Τη στιγμή που η Αντλερ έφτασε και πάλι στη «Μόνα Λίζα», η έκφρασή της στο πορτρέτο ήταν περισσότερο επικριτική παρά σαστισμένη. Την είχε δει αρκετά για μια ζωή, και μάλλον το ίδιο ένιωθε και η Τζοκόντα για την αμερικανίδα δημοσιογράφο.
Αλλά σε εκείνη την τελευταία κούρσα, γνωρίζοντας ακριβώς τη διαδρομή που έπρεπε να κάνει κάτω από τις πιο κατάλληλες συνθήκες, η Αντλερ διέσχισε ταχύτατα τις αίθουσες του Λούβρου και σημείωσε ένα νέο παγκόσμιο ρεκόρ: τρία λεπτά και 34,33 δευτερόλεπτα, σπάζοντας νικηφόρα το φράγμα των τεσσάρων λεπτών!