Xάρη στον Βλαντίμιρ Πούτιν το ΝΑΤΟ είναι ενωμένο όσο ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες, και (σχεδόν) διευρυμένο και αποφασισμένο να συνεχίσει να υποστηρίζει στρατιωτικά και οικονομικά την Ουκρανία για όσο χρειαστεί, ορθώνοντας τα ανάστημά του απέναντι στην επιθετικότητα και τις όποιες αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του ρώσου προέδρου.
Πιο ξεκάθαρο το μήνυμα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας προς το Κρεμλίνο δεν θα μπορούσε να είναι, και το ότι ελήφθη, το απέδειξε ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, κάνοντας λόγο για ένα νέο «σιδηρούν παραπέτασμα» που ορθώνεται μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Εξακολουθεί να υφίσταται, όμως, ένα καίριο ερώτημα και αφορά τις αντοχές του δυτικού μετώπου. Πόσο θα μπορούσε να διαρκέσει αυτή η ενότητα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας απέναντι στη Ρωσία, έως πότε θα είναι σε θέση η Δύση να τροφοδοτεί τους Ουκρανούς με όλα τα απαραίτητα για τη διεξαγωγή ενός πολέμου που πλήττει και την ίδια;
Στο εν λόγω ερώτημα εστίασε την προσοχή του τις ημέρες που διεξαγόταν η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη ο Τσαρλς Κάπτσαν, ανώτερος συνεργάτης του Council on Foreign Relations και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Τζορτζτάουν. Σε ανάλυσή του στο Foreign Affairs ο αμερικανός ειδικός, που κατά την πρώτη θητεία του Μπιλ Κλίντον ήταν υπεύθυνος ευρωπαϊκών υποθέσεων στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ, υποστηρίζει πως τα δύσκολα έπονται για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Οι οικονομικές επιπτώσεις
Κάποια στιγμή, γράφει, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για να αρχίσουν οι ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα στο Κίεβο και τη Μόσχα και οι διαπραγματεύσεις για τις εδαφικές διεκδικήσεις των δύο πλευρών. Και αυτό θα πρέπει να συμβεί όχι μόνον για να τερματιστούν οι καταστροφές, οι θάνατοι και οι φρικαλεότητες ενός πολέμου που μαίνεται εδώ και περισσότερο από τέσσερις μήνες, αλλά «για να περιοριστούν οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη Βορειοατλαντική Συμμαχία εκ των έσω, διαβρώνοντας την αλληλεγγύη και αποδυναμώνοντας τα δημοκρατικά θεμέλια της Δύσης».
Ο πόλεμος έχει ήδη συμβάλει στη γενικευμένη άνοδο των τιμών, στην πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών, στο να τεθούν τα θεμέλια για μια πιθανή παγκόσμια επισιτιστική κρίση ενώ θα μπορούσε να οδηγήσει την Ευρώπη στην εφαρμογή δελτίου στο φυσικό αέριο. Με άλλα λόγια, όσο συνεχίζεται η ουκρανική τραγωδία, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος το δυτικό μέτωπο να διασπαστεί αλλά και να επέλθει η διχόνοια στο εσωτερικό πολλών από τα κράτη που το απαρτίζουν.
Το σενάριο που σκιαγραφεί ο Κάπτσαν στην ανάλυσή του σίγουρα προκαλεί ανησυχία. «Ναι, η Δύση πρέπει να υποστηρίξει την Ουκρανία, να τιμωρήσει τον ρωσικό επεκτατισμό και να αμυνθεί από περαιτέρω επιθετικές ενέργειες. Αλλά πρέπει επίσης να εξισορροπήσει αυτές τις προτεραιότητες με την επιτακτική ανάγκη να αποτραπεί η κατάληψη της εξουσίας από ανελεύθερους λαϊκιστές σε αμφότερες πλευρές του Ατλαντικού. Η τιμή του φυσικού αερίου στο Οχάιο ή στη Βαυαρία μοιάζει να έχει αμελητέα σημασία στο φόντο του θαρραλέου αγώνα της Ουκρανίας για την ελευθερία της. Αλλά η διαχείριση του πολέμου στην Ουκρανία προϋποθέτει τη δυνατότητα πλεύσης στα επικίνδυνα ρηχά νερά της αμερικανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής. Η Ουκρανία σίγουρα δεν θα ωφεληθεί εάν οι Ρεπουμπλικάνοι του “Πρώτα η Αμερική” ανέλθουν στην εξουσία στις Ηνωμένες Πολιτείες ή εάν οι φιλορώσοι λαϊκιστές κερδίσουν έδαφος στην Ευρώπη. Θα ήταν πράγματι τραγική ειρωνεία εάν το ΝΑΤΟ καταφέρει να συνδράμει το Κίεβο να αντιμετωπίσει τις αρπαχτικές φιλοδοξίες του Πούτιν μόνο για να δει τις δημοκρατίες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας να πέφτουν θύματα εσωτερικών απειλών», εξηγεί ο Κάπτσαν.
Τα μεταπολεμικά σενάρια και η «γκρίζα ζώνη»
Αναπόφευκτα, οπότε, κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνουν κάποιες κινήσεις και να ληφθούν κάποιες αποφάσεις με απώτερο σκοπό τον τερματισμό του πολέμου, προϋποθέτοντας, πάντα, ότι και ο Πούτιν κάποια στιγμή θα δεχτεί να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο σύμφωνα με τον αμερικανό ειδικό, το ΝΑΤΟ πρέπει να αρχίσει άμεσα να εξετάζει και τα μεταπολεμικά σενάρια, εστιάζοντας τη προσοχή του ιδιαίτερα στην «γκρίζα ζώνη» της Ευρώπης, δηλαδή στις χώρες που γεωγραφικά βρίσκονται ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία: την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Γεωργία. Πώς θα μπορούσε να καταστεί δυνατή η προστασία των εν λόγω χωρών, δίχως να τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ; Στην ανάλυσή του ο Κάπτσαν επισημαίνει τα εξής:
Πρώτον, «η μόνιμη ουδετερότητα προσφέρει σε αυτά τα κράτη ένα μέσο ενίσχυσης της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας τους, λαμβάνοντας υπόψη τις αντιρρήσεις της Ρωσίας για την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά». Προφανώς θα πρέπει να επιδιωχθεί μια πιο δεσμευτική συμφωνία σε σχέση με το Μνημόνιο της Βουδαπέστης (1994) όσον αφορά τις εγγυήσεις ασφαλείας έναντι απειλών ή χρήσης βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας που δόθηκαν τότε στο Κίεβο, εγγυήσεις οι οποίες ξεχάστηκαν μετά την υβριδική εισβολή της Μόσχας στο Ντονμπάς το 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας.
Δεύτερον, για αυτόν τον λόγο «η ουδετερότητα θα πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις ασφαλείας από την πλευρά ενός συνασπισμού πρόθυμων χωρών. Αυτές οι διαβεβαιώσεις δεν θα είναι του ίδιου επιπέδου με τις επίσημες αμυντικές εγγυήσεις που θα συνόδευαν την ένταξη στο ΝΑΤΟ, αλλά θα δεσμεύουν τους υπογράφοντες να συνδράμουν στη διατήρηση του καθεστώτος ασφάλειας και μη ευθυγράμμισης των χωρών στη γκρίζα ζώνη της Ευρώπης. Αυτές οι συμφωνίες θα πρέπει να υπερβούν τα προηγούμενα επίπεδα δυτικής υποστήριξης, το οποίο συνεπάγεται πρόσθετη στρατιωτική εκπαίδευση και μεταφορά όπλων σε καιρό ειρήνης και ισχυρή στρατιωτική υποστήριξη εάν τα κράτη που καλύπτονται από τέτοιες διαβεβαιώσεις δεχτούν επίθεση. Η Ουκρανία είναι ένα καλό μοντέλο. Τα μέλη του ΝΑΤΟ δεν αποστέλλουν στρατεύματα στην Ουκρανία για να συμμετάσχουν στον αγώνα, αλλά της παρέχουν τα μέσα για να αμυνθεί», σημειώνει ο Κάπτσαν.
Ο ρόλος της ΕΕ
Τρίτον, για να καταστούν ακόμη πιο ασφαλείς οι χώρες της γκρίζας ζώνης της Ευρώπης θα πρέπει να ενταχθούν στην ΕΕ: «Οι Βρυξέλλες έχουν ήδη χορηγήσει καθεστώς υποψηφιότητας στην Ουκρανία και τη Μολδαβία, ενώ η Γεωργία βρίσκεται στην αίθουσα αναμονής. Ενώ οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις μπορεί να διαρκέσουν μια δεκαετία ή περισσότερο, το καθεστώς υποψηφιότητας παρέχει στις υποψήφιες χώρες ώθηση και δίνει στις κυβερνήσεις τους τη δύναμη που χρειάζονται για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την εφαρμογή δαπανηρών οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων – βασικά βήματα που πρέπει να κάνει η Ουκρανία για να απελευθερωθεί από την ολιγαρχική κληρονομιά του παρελθόντος της. Η ένταξη στην ΕΕ θα σηματοδοτήσει τελικά την επίσημη θεσμική ένταξη στην κοινότητα των δημοκρατιών της Δύσης ενώ θα αποφευχθεί και η πρόκληση προς τη Ρωσία που θα αποτελούσε η ένταξη στο ΝΑΤΟ». Αλλωστε ο ίδιος ο Πούτιν έχει δηλώσει δημόσια ότι δεν εναντιώνεται στην προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οσον αφορά το ΝΑΤΟ, μετά την ένταξη – εκτός τουρκικού απροόπτου – της Σουηδίας και της Φινλανδίας, η Βορειοατλαντική Συμμαχία θα μπορούσε να δεχτεί στους κόλπους της κάποιες βαλκανικές χώρες δίχως, ωστόσο, κατά την άποψη του Κάπτσαν, να επιδιώκει να προωθηθεί περαιτέρω. Η εισβολή στην Ουκρανία, με όλες τις επιπτώσεις της σε πλήθος πεδίων – στην οικονομία, στην ενέργεια, στην επισιτιστική ασφάλεια στην τεχνολογία πληροφοριών, στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, στις σχέσεις της Δύσης με την Κίνα – απέδειξε επίσης ότι δεν μπορεί από μόνη της η Βορειοατλαντική Συμμαχία, πόσο μάλλον μια συμμαχία που βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις ΗΠΑ, να εγγυηθεί την ασφάλεια των κρατών-μελών της.
Για αυτό ο Κάπτσαν χαιρετίζει τη διάθεση των ευρωπαϊκών κρατών να αλλάξουν ριζικά τη στάση τους, επιθυμώντας να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στο πλαίσιο δράσης του ΝΑΤΟ. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση της Γερμανίας να επενδύσει εκατό δισεκατομμύρια ευρώ στην αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεών της.
Διατλαντικό συμβούλιο
Ο αμερικανός διεθνολόγος είναι επίσης πεπεισμένος πως «οι βαθύτεροι δεσμοί μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ προσφέρουν έναν τρόπο για τον καλύτερο συνδυασμό της γεωπολιτικής και της γεωοικονομίας». Αυτός ο συνδυασμός θα μπορούσε να βελτιστοποιηθεί «μέσω της ίδρυσης ενός νέου διατλαντικού συμβουλίου επιφορτισμένου με την αντιμετώπιση πολιτικών θεμάτων με τρόπο που θα υπερβαίνει και θα καταρρίπτει θεσμικούς και γραφειοκρατικούς φραγμούς. Αυτό το όργανο θα μπορούσε να περιλαμβάνει εκπροσώπους από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, καθώς και από επιλεγμένα κράτη, που θα ασκούν εποπτεία σε μια δυναμική και πολύπτυχη διατλαντική ατζέντα. Το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΕΕ-ΗΠΑ που συστάθηκε πρόσφατα, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα θεσμικής καινοτομίας που αποσκοπεί στο να επιτρέψει στις πολιτικές να συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές αλλαγές».
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να καταστεί σαφές και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη πως η εξωτερική πολιτική μπορεί να ανατρέψει την εσωτερική. «Εάν οι ηγέτες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού παραμελήσουν αυτή τη σχέση, θα το κάνουν με δική τους ευθύνη και με κίνδυνο διατλαντικής αλληλεγγύης». Για αυτό ο Κάπτσαν χαιρετίζει την ενότητα και την αποφασιστικότητα του ΝΑΤΟ, υπογραμμίζοντας, όμως, πως δε υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού.
«Το ΝΑΤΟ παραμένει ουσιαστικός πυλώνας μιας διαρκούς διατλαντικής κοινότητας κοινών συμφερόντων και αξιών. Εχει αποδείξει σε μεγάλο βαθμό τη συνοχή, την αποτελεσματικότητα και την ενότητά του μέσω της οργάνωσης μιας αποφασιστικής απάντησης στην επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Ηρθε η ώρα να αρχίσει να κινείται προς μια κατάπαυση του πυρός και μια διπλωματική κατάληξη στην Ουκρανία, κυρίως για να διατηρηθεί η διατλαντική αλληλεγγύη και να αντιμετωπιστούν οι εσωτερικές απειλές για τη φιλελεύθερη δημοκρατία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ακόμη μεγαλύτερη απειλή για τη βορειοατλαντική κοινότητα από τον Πούτιν», καταλήγει ο Τσαρλς Κάπτσαν.