Έχω πάει για κούρεμα. Μπαίνω, κάθομαι στον καναπέ, περιμένω σειρά. Είναι ήδη εκεί και κουρεύεται ένας νεαρός. Δεν τον ξέρω. Έχει αρκετό μαλλί και φαίνεται πως υπάρχει μέλλον στην αναμονή. Καθώς υπάρχει οικειότητα στο μαγαζί, κάπου στη Βάρη, δεν θυμάμαι πώς, ξεκινά μια κουβέντα για αυτοκίνητα μεταξύ του κουρέα, του νεαρού και του γράφοντος.
Κάποια στιγμή ο κουρέας του λέει: «Ξέρεις, τι δουλειά κάνει…;» Ο νεαρός γυρνά προς το μέρος μου, κάπως με μία περίεργη κλίση της ματιάς, και με ρωτά. Του λέω ότι πολύ χοντρικά δοκιμάζω αυτοκίνητα και μετά γράφω για αυτά. Τον ρωτάω, αντίστοιχα. «Ασχολούμαι με στίβο, σπουδάζω και όλα μια χαρά». Χαμογελαστός, με ενέργεια, συμπαθέστατος. Εξακολουθώ ωστόσο να καταλαβαίνω ότι κάπως με κοιτάζει περίεργα, όχι αλλήθωρα, αλλά «κάπως». Τέλος πάντων, το μπόλικο μαλλί του βρίσκεται πλέον στο πάτωμα, σκούπισμα και έρχεται η σειρά μου. Ο διάλογος συνεχίζεται για αυτοκίνητα, ρωτάει διάφορα ενώ τυχαίνει να ξέρω το στάδιο στο οποίο έκανε τις προπονήσεις του.
«Μένεις εδώ κοντά;», τον ρωτώ. «Όχι, μένω Αθήνα. Παίρνω μετρό, λεωφορείο και έρχομαι εδώ. Μου αρέσει», απαντά. Μονίμως μ’ αυτό το τίγκα χαμόγελο και τη ζωντάνια κάποιου που βρίσκεται σ΄αυτό που λέμε ‘’20something’’ – όχι ότι όλα τα εικοσάχρονα είναι έτσι.
«Και αυτό το διάστημα τι οδηγείς;», ρωτά. Έτυχε εκείνη την εβδομάδα να είμαι με ένα Mercedes-AMG CLA 45S, με κάποιους 400 ίππους. Τον ρωτάω αν θέλει να περιμένει να τελειώσω και να πάμε μια βόλτα. Δέχεται ενθουσιασμένος. Ακόμα δεν έχω καταλάβει κάτι. Δεν κρατάει το γνωστό πτυσσόμενο μπαστούνι, δεν κινείται ψηλαφώντας το χώρο. Δεν είναι και υπέρ-άνετος, αλλά δεν τον λες τυφλό.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, μπαίνουμε στο AMG. Βγαίνουμε παραέξω, ο ήχος από τον δυνατότερο τετρακύλινδρο στον κόσμο, η επιτάχυνση (κάτι λιγότερο από 4 δευτερόλεπτα στο κλασικό 0-100), κάποιες σχετικά γρήγορες στροφές και ο Νάσος το διασκεδάζει. Γυρνά προς το μέρος μου και με κοιτάζει πάλι έτσι κάπως λοξά και αναφωνεί «τρομερό!». Επιβραδύνω, σχεδόν σταματάω ρολαριστός και του λέω, «συγγνώμη, ρε Νάσο, αλλά μ΄όλο το θάρρος, αλλά γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
«Γιατί σχεδόν δεν βλέπω», απαντά. «Τα βλέπω όλα πολύ θολά». Σοκάρομαι. Μου λέει για τη Νόσο του Στάργκαρντ (που ούτε καν την είχα ακούσει), για το ότι άρχισε περίπου από τα δέκα του χρόνια να τον επηρεάζει και πως πλέον έχει μάθει να ζει με αυτήν. Μπροστά μου -βασικά, δίπλα μου, στο δεξί τύπου μπάκετ κάθισμα- βλέπω και ακούω ένα πολύ συνειδητοποιημένο παιδί, χαρούμενο, έχοντας αποδεχθεί απόλυτα κάτι που λείπει και σε μας είναι τόσο δεδομένο.
Οι ερωτήσεις, όσο διακριτικά γίνεται (αν και ο Νάσος δεν έχει τέτοια comme il faut κολλήματα), συνεχίζονται. Λέει για το πόσο ΟΚ είναι μ΄όλο αυτό, πώς τον ενδιαφέρει να προχωρήσει τις σπουδές του στο Τμήμα Ψυχολογίας, να εξελιχθεί στο αγώνισμά του και να απολαμβάνει τη ζωή. «Είμαι μια χαρά…». Η φράση του ηχεί ακόμη, σαν subwoofer μέσα στο κόκπιτ. Υπερβαίνει το turbo του τετρακύλινδρου.
Αυτές τις ημέρες ο Νάσος Γκαβέλας έγινε ίσως περισσότερο γνωστός μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Παραολυμπιακούς Αγώνες, στο Παρίσι, στο αγώνισμα των 100 μέτρων. Και τουλάχιστον, όπως φάνηκε στην κάμερα, το μετάλλιο το ψηλάφισε. Ίσως να μην είναι πλέον ούτε καν θολό. Όπως είπε λίγο πριν ανέβει στο βάθρο, «είναι ευλογία αυτό που ζω. Ήρθα να δείξουμε ποιος είναι το αφεντικό των 100 μέτρων και τα καταφέραμε. Δόξα τω Θεώ, πραγματικά». Μόνο που ο Νάσος ήταν και ο πιο ατρόμητος συνοδηγός. Τrue story.
Δείτε τον Νάσο Γκαβέλα μαζί με τον Μίλτο Τεντόγλου στο προσεγμένο βίντεο, τύπου podcast, λίγο πριν φύγουν για Παρίσι.