Σαν βγεις στον πηγαιμό για τα Τζουμέρκα, θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη. Ξεκινάω σκληρά, άγαρμπα, την ξενάγηση σε μία από τις πιο συναρπαστικές, μαγευτικές, δύσκολες διαδρομές, προκειμένου να μετρήσετε σωστά τις δυνάμεις σας πριν ξαμοληθείτε. Τη μεγάλη μου αδυναμία για τα Γιάννενα και τα Ζαγοροχώρια τη γνωρίζετε, όσοι με διαβάζετε, καθώς πολλάκις σας έχω ταξιδέψει με κείμενά μου στα μέρη. Αυτή τη φορά, όμως, ξεκινώντας και πάλι από τα Γιάννενα, θα ανακαλύπταμε την αντίθετη, την «απέναντι» πλευρά, ήτοι τα Τζουμέρκα. Αγρια ομορφιά, ζόρικη η αθεόφοβη.
Αν ήταν γυναίκα, θα τη βαφτίζαμε Ειρήνη Παπά ντυμένη στα μαύρα. Συνήθως οι εκδρομείς ξεκινάνε από το χωριό Πράμαντα, αλλά αν θέλετε να με ακούσετε, ξεκινήστε κατευθείαν, όσο είστε ξεκούραστοι και ορεξάτοι, για το Συρράκο. Χωριό χτισμένο σε μια πλαγιά του όρους Λάκμος, σε υψόμετρο 1.150, πάνω από τη χαράδρα του ποταμού Χρούσια. Δύο χρόνια πριν, ίσως θυμάστε από σχετικό κείμενό μου, είχαμε απολαύσει οδήγηση στο «μονοπάτι» St. Bernard, μια διαδρομή από την εποχή των Ρωμαίων. Ε λοιπόν, στο «μονοπάτι» προς Συρράκο ανακαλύψαμε το ελληνικό St. Bernard. «Καλώς ήρθατε στα Τζουμέρκα» έγραφε μια ταμπέλα δίπλα σε μια κουτσουρεμένη, σπασμένη τεράστια γέφυρα. Τόσο σημαδιακή ως εκκίνηση. Λες και κόβεις γέφυρες με ό,τι ήξερες και ορμάς σε μια αγριάδα τόσο σαγηνευτική, όσο και φοβιστερή. Αλί σε όποιον έχει υψοφοβία!..
Κι όποιος δεν έχει, ευκαιρία να αποκτήσει. Φουρκέτες κλειστές συνεχόμενες. Μέτρησα είκοσι και σταμάτησα γιατί βαρέθηκα. Και βέβαια, κάθε φουρκέτα συνοδευόταν από εκκλησάκια. Για να πιάνεις το υπονοούμενο. Ενώ σε πνίγει, στην κυριολεξία το «σε πνίγει», το πράσινο, σε τόση ποσότητα πυκνής βλάστησης που ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει αμήχανος. Χαράδρες χαώδεις, βράχια σκισμένα, απειλητικά, πέτρες που ξεφεύγουν και ταμπέλες που προειδοποιούν για κατολισθήσεις. Σκέψου να ήταν και χειμώνας! Δεν είναι πολλά τα χιλιόμετρα, αλλά είναι εγκληματικά επιπόλαιο έως αδύνατον να αναπτύξεις ταχύτητα. Θυμήθηκα μια συνομιλία μου με τον Γιώργο Δελαπόρτα, τον μόνο έλληνα πρωταθλητή στο Ιστορικό Ράλλυ Μόντε Κάρλο, που μου είχε εξηγήσει πόσο δύσκολο είναι να πιάνεις μέση ωριαία ταχύτητα οδήγησης 50 χιλιομέτρων. Στο ταξίδι μας προς Συρράκο το αντιλήφθηκα πλήρως.
Μια διαδρομή για τους λάτρεις της οδήγησης. Γυρίζω νοητά σε ένα παρελθόν με πισωκίνητα αυτοκίνητα ενός «κάποτε», που έσερναν τον κώλο και μαεστρικά χέρια ραλιστών τον επανέφεραν… Α ρε Ιαβέρη! Α ρε Μοσχού! (πώς φαίνεται ότι έγραφα στους «4 τροχούς» του μέγα Καββαθά!). Ενας ανεκμετάλλευτος (ακόμα ένας) τουριστικός «πλούτος», αν δίναμε τη σημασία που πρέπει σε αγώνες ράλι. Κάποτε, μετά από δυο στάσεις… Είχα να ζαλιστώ από τα παιδικά μου χρόνια!.. Αλλά και για να απολαύσουμε τη μαγεία της θέας, με ένα σωρό όμως «Μη!»… Πώς με τρομοκρατούσε το περιβάλλον!.. «Μη πας τόσο κοντά στον γκρεμό!»… Τόση φωνή, ούτε σε τρενάκι του τρόμου!.. Κάποτε διακρίναμε το πολυπόθητο Συρράκο σκαρφαλωμένο, καρφωμένο σε μια τοποθεσία αδιανόητης γοητείας. Και βέβαια, το περπατήσαμε. Ενα χωριό διατηρητέο, κομψοτέχνημα που σου γυρίζει το ρολόι του χρόνου σε χρόνια που μόνο τα είδαμε είτε σε ασπρόμαυρες, αργοκίνητες ταινίες αρχείου ή σε φωτογραφίες κιτρινισμένες παλαιοπωλείων.
Χωριό που χτίστηκε πέτρα πάνω σε πέτρα τον 15ο αιώνα από βλαχόφωνους πληθυσμούς. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας γνώρισε οικονομική ανάπτυξη χάρη στην κτηνοτροφία και την τέχνη της αργυροχοΐας. Κάηκε ολοσχερώς κατά την Επανάσταση του 1821, όπου συμμετείχε ενεργά από την αρχή της, ξαναχτίστηκε, απέκτησε ξανά οικονομική δύναμη, απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό το 1912 για να το περιδιαβάζουμε εμείς σήμερα.
Πατρίδα του πρώτου συνταγματικού Πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη. Και του ξεχασμένου πλέον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, που τιμούσαν ιδιαίτερα τα αναγνωστικά της δικής μας γενιάς. Σας προτρέπω να επισκεφτείτε και το σπίτι του. Ενώ μυρίζω τον τόπο του σπεύδω να ανασύρω από τη σύγχρονη Google βιβλιοθήκη (και όχι από την Πάπυρος Λαρούς… Αχ, κωδικοί γενιάς) ένα από τα ποιήματά του. Ετσι ακολουθώ τη ματιά του, βλέπω το τοπίο να ενσωματώνεται στους στίχους, να πυροδοτεί την έμπνευση.
Διαβάστε «Από μικρό κι απ’ άφαντο πουλάκι, σταυραετέ μου, παίρνεις κορμί με τον καιρό και δύναμη κι αγέρα κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια και μέσ’ στα σύννεφα πετάς, μέσ’ στα βουνά ανεμίζεις, φωλιάζεις μεσ’ στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ΄άστρα, με τη βροντή ερωτεύεσαι, κι απιδρομάς και παίζεις με τάγρια αστροπέλεκα και βασιλιά σε κράζουν του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες. Ετσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη, κι απ’ άφαντο κι απ’ άπλερο πουλάκι σταυραητέ μου, μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει κι έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχειό και δράκος κι εφώλιασε βαθιά και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει τη νιότη». Μελετήστε τη λέξη «κουφοβοσκάει την νιότη μου».
Ασυναίσθητα επηρεασμένη κοντοστέκεται η ματιά μου μια σειρά σύγχρονων εφήβων. Κάθονται σε ένα πεζούλι, αστειεύονται όμορφα, σκορπάνε μερικά «ρε μαλάκα» ενώ παλεύουν με τα κινητά τους. «Εδώ ζείτε;» τους ρωτάω. «Οχι, όχι. Μόνο το καλοκαίρι. Στα Γιάννενα ζούμε». Για φαντάσου τα αγόρια ενός «κάποτε», τους ανθρώπους ενός «κάποτε»… Ασφυκτικά περιορισμένοι, αδιανόητα εγκρατείς σε ετούτους τους άγριους τόπους, θεριά υπομονής σε περιβάλλοντα που «κουφοβοσκούσαν» τα πάντα τους! Τι ευλογία το «σήμερα» κι ας μην αντιλαμβανόμαστε πόσα απολαμβάνουμε, πόσα αξιωνόμαστε!
Συνεχίζουμε για τον επόμενο σταθμό της εκδρομής μας, το χωριό Καλαρρύτες. Με μια στάση οπωσδήποτε στη Μονή Κηπίνας. Σε όποιον Θεό και αν πιστεύετε ή όχι, μην το χάσετε! Κτίστηκε τον 13 αιώνα και είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Το θέαμα κόβει ανάσα. Ενσωματωμένο σε βράχο, κρυμμένο σε δύσβατη πλαγιά πάνω από τον Καλαρρύτικο ποταμό, αμέσως γίνεται κατανοητό γιατί αποτελούσε κρησφύγετο σε διωγμένους. Κατάνυξη, γαλήνη και μια επίμονη απορία «Μα πώς κατόρθωσαν και το έκτισαν εδώ;».
Καλαρρύτες. Ξανά φουρκέτες, ξανά θέα στο χάος, ξανά πνιγμός πράσινου. Πρώτη εικόνα, μια βάφτιση σε ένα τοπικό καφενείο «Μας έλψε φέτος ου χορός. Ιγώ θα χορέψου κι ας έρθνε να μας πιάσνε!». Τι να τους πει ο Χαρδαλιάς!… Προσπερνάμε σβέλτα. Δεν θέλω χορό σε Εντατική. Διαβαίνουμε σοκάκια, ανηφόρες ζόρικες, καρλντερίμια με πέτρες γυαλιασμένες από βήματα. Ενα χωριό που δόξασε ένα σωρό επαγγέλματα όπως αργυροχόους-ασημιτζήδες-χρυσικούς, τερζήδες-χρυσοκεντητάδες, εμπόρους-πραματευτάδες, βιοτέχνες-ραφτάδες, κιρατζήδες-αγωγιάτες. Πού να βρεθούν σύγχρονα μυαλά με έμφαση στο σύγχρονο design; Τόσο ανέμπνευστα, επαναλαμβανόμενα σχέδια… Πού είσαι, Zeus and Dione!.. Σταματάμε σε ένα παντοπωλείο-καφενείο-ταβερνείο… Ενα γοητευτικό «απ’ όλα», ενός Ναπολέοντα. Που άφησε, όπως λέει η μικροϊστορία του τόπου, μια καριέρα κομπιουτερά στας Αθήνας και γύρισε στα πάτρια.
Για να μας κοιτάει ως να ήμαστε περίεργα ζώα και να αναρωτιέται ενώ παραγγέλνουμε με φόρα Αθηναίου «Γιατί βιάζεστε έτσι, ρε παιδιά;», «Ολοι βιάζεστε! Απολαύστε ήσυχα». Μας σερβίρει ένα φαγάκι μιας κουζίνας arte povera, σε ένα μαγαζάκι arte povera. Ολα arte povera. «Θησαυροί» που μακάρι να διασώζονται από κάποιους «Ναπολέοντες», όπως για τις χελώνες μονάχους μονάχους. Στους θησαυρούς υπό εξαφάνιση συμπεριλαμβάνω και τις γιαγιάδες ετούτων των τόπων. Με το μαύρο τσεμπέρι, το μαύρο φορεματάκι και τα παπουτσοπαντοφλάκια τους. Μαυροφορεμένα αγρίμια.
Αναχωρούμε με τελευταίο προορισμό τα Πράμαντα. Αλλά ένα στριφόνι, που στο διάολο το πετύχαμε!.. Μπαίνει στο λάστιχο και ανατρέπει τα σχέδιά μας. Ενώ το σκοτάδι πλησιάζει, δεν είναι και το καλύτερό μας, κι ας αστειευόμαστε ότι αγαπάμε αρκούδες και λύκους. Γιώργος ο βουλκανιζεράς! Καταφέραμε και τον φτάσαμε. Ενώ μας φροντίζει, μας μιλάει και «πατριωτικά» καμαρώνει για το ξενοδοχείο Orizontes Tzoumerkon, το πεντάστερο της περιοχής, που συνέβαλε στο να καταγραφούν τα Τζουμέρκα σε προορισμό αξιώσεων.
Πριν από την επιστροφή κρίνουμε αναγκαία μια στάση στο εμβληματικό Γεφύρι της Πλάκας, στου οποίου την αφαψίδωση του κεντρικού τόξου συνέβαλε οικονομικά και η εταιρεία Μύλοι Λούλη, που διευθύνεται από τον Νίκο Λούλη, με αίσθηση κοινωνικής ευθύνης. Ενα γεφύρι ιστορικό, πάνω από τον ποταμό Αραχθο, καθώς εκεί υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του ’44 ειρηνευτική συμφωνία των αντιμαχόμενων αντιστασιακών οργανώσεων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ. Καμιά εκδρομή «νεολαίων» εδώ; Ή δεν συμφέρει στην Αριστερά να αναδεικνύουμε ενώσεις ώστε να διαιωνίζουν «αίματα»;
Το βράδυ μας βρίσκει στα αγαπημένα μας Γιάννενα, σε ένα από τα αξιαγάπητα εστιατόρια… Θέλετε προτάσεις; Ενα η «Μετσοβίτικη φωλιά» για το πιο-πιο-πιο κοντοσούβλι, δύο «Η Φρόντζου Πολιτεία» (αγαπάμε τις χειμωνιάτικες αίθουσές του και τη θέα), τρία το νέο εστιατόριο με το ευφυώς αστείο όνομα «Σούζυ τρως», δύο εξαιρετικών επαγγελματιών, νέων παιδιών του Γιάννη Ιωάνογλου και του Νίκου Σιώζου. Τσουγκρίσαμε στις εκδρομές μας και στον τρόπο να ξεγελάει κάποιος τον χρόνο. Μια μέρα όλη κι όλη!.. Μια μέρα! Και καταγράφηκε μέσα μας σαν δέκα. Μετρήστε δυνάμεις, αξιολογήστε έντιμα τον εαυτό σας ως οδηγό, αν «δεν το έχετε» μην το ταλαιπωρήσετε… Τα Τζουμέρκα είναι ειδικός τόπος…Αγριος, μαγευτικός, πέτρα πάνω στην πέτρα, γκρέμια… Θεέ μου, τι γκρέμια! Τα Ζαγοροχώρια εξημερώθηκαν… Ετούτα τα χώματα, δεν τα τιθασεύεις με τίποτα, σύγχρονε.