«Ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευόμαστε στους στρατιωτικούς» είχε πει ο Ζορζ Κλεμανσό, πρωθυπουργός της Γαλλίας τις περιόδους 1906-1909 και 1917-1920 και ένας από αρχιτέκτονες της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Ωστόσο, όσον αφορά τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία, ενδεχομένως ο περίφημος αφορισμός του γάλλου ηγέτη να πρέπει να διαβαστεί αντίστροφα. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ο Μάσιμο Νάβα της Corriere della Sera, γράφοντας σε ανάλυσή του ότι πρωτίστως είναι οι πολιτικές αποφάσεις αυτές που λαμβάνονται, ανεξάρτητα από μια ρεαλιστική ανάλυση της σύρραξης. «Η ιδεολογική ώθηση, η αναζήτηση συναίνεσης, τα οικονομικά συμφέροντα συχνά υπερισχύουν των αντικειμενικών εκτιμήσεων στις οποίες καταλήγουν στρατιωτικοί σύμβουλοι και ειδικοί» συνοψίζει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Μεταξύ των πολιτικών που δεν αντιλαμβάνονται πολλά για τον πόλεμο ξεχωρίζει, φυσικά, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, καταρχάς επειδή διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία με τη βεβαιότητα μιας εύκολης, γρήγορης και αποφασιστικής νίκης. Αλλά και ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι μάλλον αγνοεί την πραγματικότητα όταν απαιτεί την ανακατάληψη όλων των εδαφών που ελέγχονται πλέον από τη Ρωσία, περιλαμβανομένης και της Κριμαίας, αλλά και την ολοκληρωτική ήττα της Ρωσίας.
Οπως εξηγεί ο Νάβα, ο ουκρανός πρόεδρος δεν λαμβάνει υπόψη την ισορροπία δυνάμεων και είναι πεπεισμένος ότι οι ΗΠΑ και τα κράτη της Ευρώπης θα συνεχίσουν να στηρίζουν οικονομικά και στρατιωτικά την Ουκρανία επ’ αόριστον, αν όχι επ’ άπειρον. Οσον αφορά την πραγματικότητα, όμως, ούτε η Ουκρανία ούτε η Ρωσία θα μπορέσουν να κερδίσουν τον πόλεμο.
Αυτό υποστήριξε ακριβώς ένας στρατιωτικός, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου των ΗΠΑ, στρατηγός Μαρκ Μίλι. Σε συνέντευξή του στους Financial Times είπε ότι η σύγκρουση μπορεί να τερματιστεί μόνο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. «Θα είναι σχεδόν αδύνατο για τους Ρώσους να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους με στρατιωτικά μέσα. Είναι απίθανο η Ρωσία να κατακτήσει την Ουκρανία. Απλώς δεν πρόκειται να συμβεί» είπε ο αμερικανός στρατηγός.
Προσέθεσε, ωστόσο, πως «είναι επίσης πολύ δύσκολο για την Ουκρανία να διώξει φέτος τους Ρώσους από κάθε εκατοστό κατεχομένων ουκρανικών εδαφών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί. Αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο. Και θα απαιτούσε, ουσιαστικά, την κατάρρευση του ρωσικού στρατού».
Δεδομένου ότι αυτή η εκτίμηση είναι έγκυρη και ρεαλιστική, δεν μπορεί να εξηγηθεί με ποια λογική ο Λευκός Οίκος και οι ευρωπαίοι Σύμμαχοι τάσσονται ξεκάθαρα υπέρ της συνέχισης, για όσο χρειαστεί, της οικονομικής και στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας δίχως, όμως, να λαμβάνουν ταυτόχρονα υπόψη τον δρόμο των διαπραγματεύσεων.
Εκτιμάται ότι ο πρώτος που τις απορρίπτει είναι ο ίδιος ο Πούτιν, ωστόσο σίγουρα δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να πειστεί τελικά να διαπραγματευτεί, εάν του προσφερθεί μία μη ταπεινωτική διέξοδος. Παρομοίως, εάν οι σύμμαχοι του Κιέβου εγγυηθούν ότι η Ουκρανία θα αποζημιωθεί δικαίως για τα πάνδεινα που έχει ήδη υποστεί και συνεχίζει να υποφέρει (με χρήματα για την ανοικοδόμησή της ή/και μέσω της ένταξής της στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ), ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την απώλεια κάποιων εδαφών.
Τι γίνεται όμως με τον βασικό σύμμαχο του Κιέβου, τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έως σήμερα το μόνο που κάνουν είναι να τροφοδοτούν με όπλα τους Ουκρανούς, δίχως όμως να δείχνουν να έχουν μια στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου; Αναφερόμενος στην πρόσφατη απόφαση της Ουάσινγκτον να ενισχύσει το ουκρανικό οπλοστάσιο με πυρομαχικά διασποράς, ο ιταλός δημοσιογράφος σημειώνει πως θα μπορούσαν να προσφέρουν κάποια πλεονεκτήματα στους Ουκρανούς. Θυμίζει επίσης πυρομαχικά διασποράς χρησιμοποιούν στην Ουκρανία οι Ρώσοι σχεδόν από την αρχή του πολέμου. Χαρακτηρίζει, όμως, την αμερικανική απόφαση «ανήθικη», καθώς είναι σίγουρο πως τα όπλα αυτά θα προκαλέσουν πολλά περισσότερα θύματα και πολύ περισσότερη φρίκη.
Την άποψή του συμμερίζονται και οι New York Times, με τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας να επισημαίνει σε κεντρικό άρθρο της ότι «αυτή είναι μια εσφαλμένη και ανησυχητική λογική. Δεδομένων της ευρείας παγκόσμιας καταδίκης των πυρομαχικών διασποράς και του κινδύνου που αποτελούν για τους αμάχους ακόμη και μετά το τέλος των μαχών, δεν είναι ένα όπλο που πρέπει να διαδίδεται από ένα κράτος με τη δύναμη και την επιρροή των ΗΠΑ.
»Οσο επιτακτική και αν είναι η χρήση οποιουδήποτε διαθέσιμου όπλου για την προστασία της πατρίδας, τα κράτη της διεθνούς τάξης, η οποία βασίζεται σε κανόνες, επιδιώκουν όλο και περισσότερο να χαράξουν μια κόκκινη γραμμή κατά της χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής ή όπλων που αποτελούν σοβαρό και διαρκή κίνδυνο για τους αμάχους. Τα πυρομαχικά διασποράς ανήκουν σαφώς στη δεύτερη κατηγορία», υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα της νεοϋορκέζικης εφημερίδας.
Αυτό οφείλεται στο ότι δεν εκρήγνυνται όλες οι μικρότερες βόμβες που διασκορπίζονται, με αποτέλεσμα χιλιάδες βομβίδια να παραμένουν στο έδαφος επί χρόνια, ακόμη και δεκαετίες, «πριν κάποιος –συχνά ένα παιδί– εντοπίσει ένα μαραφέτι σε μέγεθος μπαταρίας με έντονο χρώμα στο έδαφος και το πυροδοτήσει κατά λάθος. Tα όπλα που χρησιμοποιούνται σήμερα από τη Ρωσία και την Ουκρανία λέγεται ότι αφήνουν πίσω τους πολλές βόμβες που δεν εκρήγνυνται σε ποσοστό έως και 40%, και θα παραμείνουν απειλή για τον λαό της Ουκρανίας, ανεξάρτητα από την έκβαση αυτής της σύρραξης» προσθέτει η συντακτική ομάδα των New York Times.
Αυτός ο κίνδυνος οδήγησε στη σύναψη μιας Σύμβασης για τα Πυρομαχικά Διασποράς το 2008. Ο τότε γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Μπαν Κι-μουν, είχε μιλήσει «όχι μόνο για τη συλλογική αποστροφή του κόσμου για αυτά τα απεχθή όπλα, αλλά και για τη δύναμη της συνεργασίας μεταξύ των κυβερνήσεων, της κοινωνίας των πολιτών και των Ηνωμένων Εθνών με στόχο την αλλαγή στάσεων και πολιτικών για μια απειλή που αντιμετωπίζει όλη η ανθρωπότητα». Μέχρι σήμερα, 123 κράτη –περιλαμβανομένων πολλών από τους συμμάχους των ΗΠΑ– έχουν συμφωνήσει να μη χρησιμοποιούν, μεταφέρουν, παράγουν ή αποθηκεύουν πυρομαχικά διασποράς.
Οχι όμως η Ρωσία, ούτε η Ουκρανία, αλλά ούτε και οι ΗΠΑ, που χρησιμοποίησαν πυρομαχικά διασποράς στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ είχαν αντιταχθεί ενεργά στη συνθήκη, προσφέροντας, έτσι, κάλυψη (όπως είχε καταγγελθεί τότε από διάφορα ΜΜΕ) στη Ρωσία και στην Κίνα, οι οποίες επίσης αρνήθηκαν να υιοθετήσουν τη σύμβαση. Τότε οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία κατείχαν από κοινού περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο βλήματα διασποράς.
Οσον αφορά το παρόν, «ενώ είναι απόφαση της Ουκρανίας να επιλέγει ποια όπλα χρησιμοποιεί για την άμυνά της, εναπόκειται στην Αμερική να αποφασίζει με ποια όπλα θα την προμηθεύει» υποστηρίζουν και υπογραμμίζουν οι New York Times. Στην αρχή της σύγκρουσης, οι ΗΠΑ αντιστάθηκαν στην αποστολή προηγμένων οπλικών συστημάτων στους Ουκρανούς, φοβούμενες μια κλιμάκωση/εξάπλωση του πολέμου και πιθανά ρωσικά αντίποινα.
Καθώς όμως οι μάχες συνεχίζονταν και η Ουκρανία αποδείχτηκε και εξακολουθεί να αποδεικνύεται ολοένα ικανότερη να αντιστέκεται στη Ρωσία, οι ανησυχίες των ΗΠΑ άρχισαν σταδιακά να υποχωρούν, με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι Ουκρανοί να παραλαμβάνουν πιο ισχυρά και προηγμένα οπλικά συστήματα, όπως το πυραυλικό σύστημα αεράμυνας Patriot, εκτοξευτές πυραύλων HIMARS, άρματα μάχης Abrams και, σύντομα, μαχητικά F-16.
Ομως «η αποστολή πυρομαχικών διασποράς στην Ουκρανία ισοδυναμεί με ξεκάθαρη κλιμάκωση μιας σύγκρουσης που έχει ήδη καταστεί πολύ βάναυση και καταστροφική. Αλλά το μεγαλύτερο ζήτημα εδώ είναι η κοινή χρήση ενός όπλου που έχει καταδικαστεί από την πλειονότητα των κρατών του κόσμου, περιλαμβανομένων των περισσότερων στενών συμμάχων των ΗΠΑ, ως ηθικά αποκρουστικό για την αδιάκριτη σφαγή που μπορεί να προκαλέσει πολύ μετά την αποχώρηση των μαχητών» καταγγέλλουν οι New York Times.
«Η βροχή από βομβίδια μπορεί βραχυπρόθεσμα να δώσει στην Ουκρανία ένα στρατιωτικό πλεονέκτημα, αλλά δεν θα ήταν καθοριστικό και δεν θα αντιστάθμιζε τη ζημιά που θα υποστούν οι άμαχοι στην Ουκρανία τώρα, και πιθανότατα στο μέλλον» επισημαίνουν.