Πάρτι σε παιδότοπο με φωτορυθμικά, ντισκομπάλα και... «Ξημερώματα» (Δίνεις δικαιώματα) |
Θέματα

Μόνη στο City #4

Στους παιδότοπους τα πιτσιρίκια διασκεδάζουν (και) με σκυλάδικα / Στα μπαρ η Αθήνα θυμίζει «Καζαμπλάνκα» δίχως Χάμφρεϊ / Τι σχέση έχει ένα καναρίνι με μία τοστιέρα; / Στο Κολωνάκι ακόμη και οι λεκάνες έχουν αισθήματα
Αστερόπη Λαζαρίδου
Τα μπουζούκια των παιδότοπων

Ο τετράχρονος γιος της καλύτερής μου φίλης ακούει σκυλάδικα. Τουλάχιστον άκουγε, την περασμένη Κυριακή. Δεν είχε άλλη επιλογή. Οχι, δεν τον πήραν μαζί οι γονείς του στα μπουζούκια επειδή δεν είχαν πού να τον αφήσουν. Σε παιδικό πάρτι σε παιδότοπο τον πήγε η ανυποψίαστη μαμά του, όταν είδε όλα τα παιδάκια να τρέχουν προς ένα συγκεκριμένο σημείο, στο ειδικά διαμορφωμένο δωματιάκι που είχε πολύχρωμα φωτορυθμικά, μία ντισκομπάλα να κρέμεται από το ταβάνι και μουσική όχι δωματίου, αλλά μπουζουξίδικου στη διαπασών. Το λαϊκοπόπ άσμα «Ξημερώματα» (Δίνεις δικαιώματα) του Κωνσταντίνου Αργυρού ήταν το μεγάλο σουξέ.

Μπόμπιρας σε πάρτι παιδότοπου, εκστασιασμένος από το σκοτεινό δωμάτιο που φωτίζεται από φωτορυθμικά και αντηχεί σκυλοτράγουδα

Η μουσική έπαιζε και τα παιδάκια χοροπηδούσαν, όπως φαντάζομαι ότι θα έκαναν και αν άκουγαν κάποια παιδικά χαρωπά τραγουδάκια σε τέτοια ντεσιμπέλ. Το λαϊκό πρόγραμμα περιελάμβανε κι άλλα αστέρια της πίστας, όπως «Σφύριξα κι έληξες» του Πάνου Κιάμου, «Πάμε στοίχημα» του Παντελή Παντελίδη και πολλά ακόμη, που από ένα σημείο και μετά, παθαίνεις επιλεκτική κώφωση και σταματάς να ακούς.

Υπό το φως της ντισκομπάλας. Το παράθυρο με τις γρίλιες εξυπηρετεί ώστε να επιβλέπουν οι γονείς τι συμβαίνει στο τζούνιορ ξενυχτάδικο

Μιλώντας απορημένη με διάφορες μαμάδες, μου είπαν ότι το σάουντρακ της νύχτας, είναι σύνηθες φαινόμενο στα πάρτι παιδότοπων, σε πολλές περιοχές της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας. Ποιος να ξέρει πώς πρωτοξεκίνησε αυτή η μουσική λαίλαπα, αυτή η μύηση στην αυτοκρατορία της γαρδένιας από τόσο τρυφερή ηλικία. Ηταν άραγε κάποιος δαιμόνιος ιδιοκτήτης με ανάλογα ακούσματα που σκέφτηκε να κάνει την αρχή, είδε ότι είχε σουξέ και το συνέχισε παρασύροντας και άλλες αντίστοιχες επιχειρήσεις; Ή μήπως ήταν «παραγγελιά» κάποιου γονιού που έπληττε ως συνοδός του παιδιού του στο πάρτι και σκέφτηκε να κάνει την εκεί παραμονή του πιο ενδιαφέρουσα;

Και κάπως έτσι, θέλοντας και μη, ένοιωσα σαν σοφή, μεσήλικη κουκουβάγια, που έκραζε χαμηλόφωνα «εμείς όταν ήμασταν μικροί, ακούγαμε τα “Παπάκια” και το “Σκα σου σου” στα πάρτι…».

Αθήνα-Καζαμπλάνκα, σημειώσατε Χ

Στην αριστουργηματική «Καζαμπλάνκα» του 1942, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ επιλέγει να απαρνηθεί τον έρωτα της ζωής του, Ινγκριντ Μπέργκμαν, για έναν ανώτερο σκοπό, τη μάχη των μαχών ενάντια στους Ναζί. Είχαν όμως προλάβει να ζήσουν πολλά και φλογερά στο Παρίσι. Στον εμβληματικό αποχαιρετισμό τους, καθώς την αφήνει να φύγει με τον νόμιμο σύζυγό της, ξεστομίζει μία από τις πιο κλασικές ατάκες όλων των εποχών: «We’ll always have Paris…» (Θα έχουμε πάντα το Παρίσι…).

Στη βερμουτερία (ε, ναι λοιπόν, υπάρχει πλέον τέτοια εξειδίκευση στα μπαρ της Αθήνας) «Odori» που παραμονεύει υπομονετικά πίσω από την πλατεία Κλαυθμώνος, επί της Σκουλενίου, τα πράγματα είναι λιγότερο ασπρόμαυρα και τραγικά. Πάνω στη φιλόξενη μπάρα της, συναντήσαμε σε μορφή καταλόγου, μία παραλλαγή της κινηματογραφικής ατάκας του «Μπόγκι»: «We’ll always have Athens».

«Πάντα θα έχουμε την Αθήνα» και η Αθήνα πάντα θα έχει εμάς. Μία σχέση αλληλοεξάρτησης

Δεν ξέρω αν η Αθήνα είναι ερωτική, σίγουρα πάντως είναι ερωτεύσιμη πόλη, ειδικά τα βράδια, που κρύβει τα νεύρα της, ή έστω τα πνίγει στο αλκοόλ. Προσπάθησα να σκεφτώ ποιος θα μπορούσε να ξεστομίσει μία τέτοια φράση σήμερα, που δεν υπάρχουν πλέον άνδρες τύπου Μπόγκαρτ ούτε για δείγμα. Σκέφτηκα κάτι πιο πεζό, αλλά επίκαιρο. Εναν αποχαιρετισμό ανάμεσα σε έναν κουρασμένο από τα βάσανα της ζωής Αθηναίο και μία τουρίστρια που ήρθε στην πόλη μας για λίγο, επειδή είχε βρει καλή τιμή στο Airbnb.

Το καναρίνι και η τοστιέρα

Κάθε φορά που λέω πως βαρέθηκα και θέλω να φύγω από τα Κάτω Πατήσια, πέφτω πάνω σε ένα τέτοιο απολαυστικό στιγμιότυπο του δρόμου. Αφημένα σε ένα πεζούλι επί της Αχαρνών, μπροστά από ένα ταξιδιωτικό γραφείο με δρομολόγια πούλμαν από και προς τα Βαλκάνια, περίμεναν στωικά τον/την κάτοχό τους που μάλλον είχε πάει να βγάλει εισιτήριο, ένα καναρίνι μέσα σε κλουβί και μία τοστιέρα, δίπλα-δίπλα.

Καναρίνι και τοστιέρα. Αταίριαστα και ταιριαστά ταυτόχρονα. Οπως συμβαίνει σχεδόν με όλα όσα συναντάς στα Κάτω Πατήσια

Η συγκεκριμένη σύνθεση, αυτά τα δύο πολύτιμα υπάρχοντα, μπορούν να σε οδηγήσουν σε διάφορους συνειρμούς. Σε ένα νούμερο των «Μόντι Πάιθον» που δεν γράφτηκε ποτέ, για το τι μπορείς να κάνεις με μία τοστιέρα, ένα κλουβί και ένα καναρίνι. Στο ποια θα ήταν τα πρώτα πράγματα που θα αρπάζαμε εκκενώνοντας το σπίτι μας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Και σε εκείνο το τόσο γλυκόπικρο φινάλε της ταινίας «Τα Κόκκινα Φανάρια» με τα κορίτσια που φεύγουν από το «σπίτι» της Τρούμπας, παίρνοντας μαζί τους ό,τι πολυτιμότερο είχαν. Κάπου εκεί, υπάρχει και ένα κλουβί με καναρίνι και η ατάκα του Νότη Περγιάλη «Ομορφη δεν είν’ η ζωή Κατερίνα μου;». «Καλή είναι…» του απαντά με ένα ξεφύσημα η ταλαιπωρημένη αγαπημένη του, Ηρώ Κυριακάκη.

Μία ευαίσθητη λεκάνη

Ενα από τα αγαπημένα μου χόμπι, είναι να παρατηρώ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε τουαλέτας στα μαγαζιά που επισκέπτομαι. Κάποια έχουν τόσο «προχωρημένες» βρύσες, που δεν ξέρεις καν πώς να τις ανοίξεις. Κάποια άλλα, ξεχωρίζουν τις ανδρικές από τις γυναικείες τουαλέτες, με διάφορους ευφάνταστους τρόπους. Και υπάρχουν και μερικά, που επιστρατεύουν όλο τους το χιούμορ και τη δημιουργικότητα, προκειμένου να αποτρέψουν τους άγαρμπους πελάτες, από το να τους καταστρέψουν τα υδραυλικά.

Το χιούμορ και η δημιουργικότητα επιστρατεύονται για να σωθούν τα υδραυλικά

Μία τέτοια περίπτωση συνάντησα πρόσφατα στο φινετσάτο μπιστρό «Petite fleur», στο Κολωνάκι. Δύο σύντομα και περιεκτικά πλαστικοποιημένα σκίτσα, κολλημένα στα γαλάζια πλακάκια του μπάνιου ακριβώς κάτω από το πολύπαθο καζανάκι, προσφέρουν οδηγίες προς ναυτιλομένους: «Με ευγένεια και χάρη! / Το καζανάκι μας δεν θέλει κόπο! Θέλει τρόπο!». Στο πρώτο σκίτσο, η λεκάνη μοιάζει χαρούμενη και χαμογελαστή. Στο δεύτερο, που δείχνει την πελάτισσα να τραβά τη αλυσίδα με μίσος, η λεκάνη πονάει και υποφέρει. Γέλασα βλέποντάς το και σκέφτηκα ότι στο Κολωνάκι, ακόμη και οι λεκάνες έχουν αισθήματα. Οχι, παίζουμε.

Εικαστική παρέμβαση σε γαλάζια πλακάκια