Τα πλυμμένα στη φόρα
«Η μπουγάδα στην τέχνη έχει χρησιμοποιηθεί πολύ συχνά με τον αυτονόητο συμβολισμό που τη συνοδεύει μέσα από την τάξη και την καθαριότητα που εκφράζει. Μια μπουγάδα συμβολίζει όχι ένα σπίτι, αλλά ένα σπιτικό. Ειδικά για μας που ζούμε σε ηλιόλουστη μεσογειακή χώρα, τα κρεμασμένα ρούχα που λάμπουν στον ήλιο είναι η αίσθηση ότι όλα βαίνουν καλώς και ότι δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα»: με αυτά τα πολύ εύστοχα λόγια, ο Πλάτων Ριβέλλης, επιμελητής της έκθεσης «Μπουγάδα», εξηγεί ποιο είναι το στοιχείο που τον ιντριγκάρει στις συγκεκριμένες αυτοσχέδιες συνθέσεις του κάθε νοικοκυριού.
Από τις 16 Μαΐου ως τις 8 Ιουνίου 2019, η γκαλερί Κένεντι στην Ελληνοαμερικανική Ενωση (Μασσαλίας 22, Κολωνάκι), φιλοξενεί ασπρόμαυρες και έγχρωμες μπουγάδες, όπως τις συνέλαβε ο φακός δημιουργών του «Φωτογραφικού Κύκλου». Από ρούχα που προσπαθούν να στεγνώσουν εντός ενός μικρού διαμερίσματος πάνω σε μία απλώστρα με φόντο ένα χριστουγεννιάτικο δεντράκι, μέχρι ρούχα που ανασαίνουν και ανεμίζουν στον ήλιο, και από ανθρώπινες σκιές πάνω σε απλωμένα σεντόνια μέχρι μωρουδιακά ρουχαλάκια που σηματοδοτούν μία νέα, καθαρή αρχή στον κόσμο, αυτή η έκθεση φέρνει μαζί της κάτι αναζωογονητικό και αισιόδοξο. Αν σηκώσουμε το βλέμμα και κοιτάξουμε στα γύρω μπαλκόνια και ταράτσες, θα δούμε πολλά τέτοια φρεσκοπλυμμένα installations, που χωρίς να το ξέρουν, δίνουν χρώμα και κίνηση στο γκρίζο και ακινητοποιημένο μοτίβο της πόλης.
Κοκέτικο ροδόνερο από τη Βουλγαρία
Η αίσθηση της όσφρησης είναι η πιο επιβλητική απ’ όλες, ακριβώς επειδή, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, είναι η μόνη που δεν φιλτράρεται μέσω εγκεφάλου και λογικής, αλλά χτυπά κατευθείαν στο συνειδησιακό ψαχνό. Γι’ αυτό ακριβώς, με το που μυρίσουμε ένα άρωμα που για παράδειγμα σχετίζεται με την παιδική μας ηλικία, θα μας έρθουν αυτομάτως εικόνες από τότε, σαν ένα τρέιλερ μίας παλιάς και αγαπημένης ταινίας.
Κάποιες φορές, η μνήμη μίας μυρωδιάς είναι τόσο έντονη, που αρκεί η φωτογραφία ενός αρώματος σε μία βιτρίνα στη Φιλολάου στο Παγκράτι, για να σε ταξιδέψει χρόνια πίσω. Αυτό ακριβώς μου συνέβη με το ροδόνερο από τη Βουλγαρία, που μεσουρανούσε κυρίως στις δεκαετίες ’60, ’70 και ’80 σε κομμωτήρια, «ινστιτούτα καλλονής» και φυσικά, αρωματοπωλεία της παλιάς Αθήνας. Η γιαγιά μου η Αστερόπη μάλιστα, μεγάλη φαν του συγκεκριμένου αρώματος, άφηνε το αποτύπωμά της πάνω μου κάθε φορά που με αγκάλιαζε. Και επειδή ήταν και τσαούσα, όταν νευρίαζε με κάποιον, έλεγε το εξής αμίμητο: «Προτού μιλήσεις για μένα, πρέπει πρώτα να πλύνεις το στόμα σου με ροδόνερο». Βουλγαρίας υποθέτω.
«Επικίνδυνες Σχέσεις» και Δούκισσα της Πλακεντίας
Το Φεστιβάλ Θερινού Κινηματογράφου της Αθήνας (Athens Open Air Film Festival) επιστρέφει για 9η χρονιά, από τον Ιούνιο ως τον Αύγουστο του 2019, με καινούργιους χώρους προβολών και με ένα πραγματικά ενδιαφέρον πρόγραμμα ταινιών. Η κουλτούρα του θερινού σινεμά, είναι χωρίς αμφιβολία από τα πιο όμορφα στοιχεία του ελληνικού καλοκαιριού, συνδυάζοντας τους κινηματογραφικούς διαλόγους με τον ήχο των τζιτζικιών και την αίσθηση ότι όσο έχεις μία παγωμένη μπίρα στο τραπεζάκι δίπλα σου, μπορείς να δεις μέσα σε τρεις μήνες όσες ταινίες δεν έχεις δει μέσα σε μία ολόκληρη ζωή.
Το Athens Open Air Film Festival προβάλλει εδώ και εννέα καλοκαίρια σινεφίλ αριστουργήματα και όχι μόνο, στα πιο πιθανά και απίθανα σημεία της Αθήνας. Από τη Ρωμαϊκή Αγορά και την πλατεία Αβησσυνίας, μέχρι την Ακαδημία Πλάτωνος και το Θέατρο Βράχων. Και από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και την πλατεία Αυδή, μέχρι τον Λυκαβηττό και το Πάρκο Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα. Ανάμεσα σε όλα αυτά, ξεχώρισα ένα μικρό συνειρμικό θαύμα, υποκλινόμενη σε εκείνον που σκέφτηκε τόσο κομψά να συνδυάσει την ταινία «Επικίνδυνες σχέσεις» του Στίβεν Φρίαρς με το Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας. Ισως να μην υπάρχει πιο ταιριαστός και ατμοσφαιρικός χώρος προβολής από τον συγκεκριμένο, για μία ταινία που είναι γεμάτη από μηχανορραφίες, ίντριγκες, μίση και πάθη, ανάμεσα σε άνδρες με περούκες και γυναίκες και μακριά φορέματα.
Ο «ταρίφας» και ο «Αγιος Facebook»
Τετάρτη απόγευμα, βρίσκομαι στο πίσω κάθισμα ενός ταξί και αφού έχω ανακοινώσει στον οδηγό τον προορισμό μου, εκείνος τον βρίσκει στο GPS, με το δεξί του χέρι να είναι στολισμένο με ένα χρυσό δαχτυλίδι που βγάζει μάτι και μία επίσης χρυσή χοντρή αλυσίδα. Η διαδρομή ήταν αρκετά μεγάλη, και έτσι είχα το προνόμιο να ακούσω ολόκληρη την πικάντικη περιγραφή που έκανε τηλεφωνικά σε έναν φίλο του, για το ερωτικό ραντεβού που είχε το προηγούμενο βράδυ.
«Να ‘ναι καλά ο Αγιος Facebook» έλεγε και ξαναέλεγε, προφανώς επειδή η γνωριμία έγινε με αυτόν τον τρόπο. Ακουσα λοιπόν -και να μην ήθελα να ακούσω δεν γινόταν έτσι που τα διατυμπάνιζε- για τα ποτά που ήπιαν, πόσα ήταν, πώς κατέληξε στο σπίτι της γυναίκας όπου έγινε το «νταραβέρι» και ότι το επόμενο πρωί εκείνη του είπε «κάτσε και κοιμήσου, εγώ πάω δουλειά, καλό παιδί είσαι, σε εμπιστεύομαι».
Η περιγραφή του «καλού παιδιού» συνέχιζε ακάθεκτη στο τηλέφωνο: «Είδες ο Αγιος Facebook; Φίλε, αυτή είναι η τέταρτη σε ένα μήνα… Της είχαν κάνει 178 αιτήματα φιλίας, μου το είπε. Δεν την πίστευα και μου τα έδειξε. Τρελάθηκα φίλε, όντως τόσα ήταν, στο τιμόνι που κρατάω… Εν τω μεταξύ γύρισε και η κομμώτρια… θα τρώνε δούλεμα όλες τώρα δεν θέλω συναισθήματα πάνε αυτά τελειώσανε…». Κάπου εκεί, ευτυχώς έφτασα στον προορισμό μου. Επηρεασμένος από τη ρέντα που έχει μέσω Facebook, «κουκλίτσα» με ανέβαζε, «κουκλίτσα» με κατέβαζε. Ετσι είναι τα social media. Κάνουν έναν άξεστο σεξιστή να νιώθει Καζανόβας. Α ρε Αγιε Facebook, εσύ και τα θαύματά σου…