• Εχω και discman, πάμε μια βόλτα;
Η χαρά μου ήταν ανείπωτη όταν αντίκρυσα σε μία αποβάθρα του Μετρό έναν άνδρα -συν πλην 40 ετών- που άκουγε μουσική από ένα ιστορικό, ένδοξο και πλέον συλλεκτικό discman. Το είχε διακριτικά στη μπροστινή θήκη της τσάντας του και άκουγε τη μουσική από cd, με τη βοήθεια κάτι μικροσκοπικών, επίσης με αγάπη από τα 90s, ακουστικών. Ηθελα να τον αγκαλιάσω, λες και ήταν ο χαμένος αδελφός μου, με τον οποίο κάποιος μας είχε χωρίσει βίαια στη γέννα. Αντί γι’ αυτό, στάθηκα δήθεν αδιάφορη λίγο πιο πέρα, απολαμβάνοντας με κρυφό ενθουσιασμό αυτό το αστικό blast from the past.
Επιστρέφοντας σπίτι, άρχισα να κάνω ανασκαφές στα δικά μου συρτάρια, ώστε να βρω αντίστοιχα κομψοτεχνήματα που κάποτε θεωρούνταν «η τελευταία λέξη της τεχνολογίας». Ανακάλυψα λοιπόν το δημοσιογραφικό μου κασετοφωνάκι, μαζί με κασέτες με ηχογραφημένες συνεντεύξεις. Οταν αγόραζες «90άρες» για να είσαι σίγουρος ότι θα χωρέσουν όλα όσα σου πει ο λαλίστατος συνομιλητής σου.
Κυκλοφορούν διάφορα πολύ διασκεδαστικά βίντεο στο YouTube, με παιδάκια που κοιτάζουν με τεράστια απορία το κασετόφωνο, χωρίς να έχουν ιδέα πώς ανοίγει, πώς λειτουργεί, πού μπαίνει η κασέτα. Σε έναν τόσο φανατισμένα ψηφιακό κόσμο, τέτοιου είδους χαριτωμένα μηχανήματα, όπως το discman και το κασετοφωνάκι, θεωρούνται μουσειακά είδη. Και εσύ που όχι μόνο δεν τα πετάς αλλά επιμένεις να τα χρησιμοποιείς, ρακοσυλλέκτης. Για μένα, θα ισχύει πάντα η ίδια φράση, είτε πρόκειται για πράγματα, είτε για σχέσεις: «Γιατί να πετάξεις κάτι, αν λειτουργεί ακόμη;».
• Ολα «Για τη Γιαγιά»
Οποιος επιμένει ότι δεν είναι σωστό να κοιτάζουμε κάτω όταν περπατάμε, δεν έχει περπατήσει ποτέ στους δρόμους της Κυψέλης. Στα πεζοδρόμιά της, μπορείς να βρεις πεταμένο ό,τι μπορείς, ή δεν μπορείς, να φανταστείς. Οπως αυτό το διαφημιστικό σε κόκκινο φόντο, με τρεις λέξεις που δεν μπορούσαν να μην μου τραβήξουν την προσοχή: «ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ». Με την επεξήγηση από κάτω: «Φροντίδα, φύλαξη». Και όλα αυτά, με την εγγύηση ενός και μόνου ονόματος: ΓΙΩΡΓΟΣ. Η απαραίτητη επεξήγηση βρίσκεται αν γυρίσεις το χαρτί από την πίσω πλευρά: «Εσωτερικές εξωτερικές κυρίες. Γραφείο Οικιακών Βοηθών – Γηροκόμων».
Εχοντας απόλυτο σεβασμό τόσο στους ηλικιωμένους που έχουν ανάγκη από φροντίδα, όσο και στους ανθρώπους που κάνουν μία τέτοια δουλειά, ένα μόνο έχω να ρωτήσω: «Για τον παππού» τίποτα; Γιατί ο δόλιος μένει στην απέξω;
• Με μεγάλη μου «Χαρά»
Δεν είναι αστικός μύθος ότι το ζαχαροπλαστείο «Χαρά» στα Ανω Πατήσια έχει από τα καλύτερα παγωτά της Αθήνας, από το 1969 μέχρι σήμερα. Αρχικά ήταν ξακουστό για το καϊμάκι του, με το πέρασμα των χρόνων όμως, έχει εμπλουτίσει σε εντυπωσιακό βαθμό τη γευστική του παλέτα.
Μία από τις ξεχασμένες, αλλά τόσο αγαπημένες συνήθειες, είναι να κάθεσαι στα «τραπεζάκια έξω» ενός ζαχαροπλαστείου και να τρως παγωτό, ή κάποιο άλλο γλυκό. Στις καφετέριες η αίσθηση δεν είναι η ίδια. Εχεις πάντα μια βιασύνη, θέλεις να πεις όλα σου τα νέα μονορούφι. Καθισμένος στο ζαχαροπλαστείο, που κακώς το έχουμε συνδυάσει ως «χόμπι» της τρίτης ηλικίας, ο χρόνος κυλάει αλλιώς, σχεδόν σταματά. Ξαφνικά συνειδητοποιείς αυτή την τεράστια αλήθεια, που την απαξιώνουμε θεωρώντας την τετριμμένο κλισέ: «η ευτυχία βρίσκεται στα απλά πράγματα». Οπως το να τρως ένα ωραίο παγωτό σε ένα τραπεζάκι έξω στον ήλιο με την καλύτερή σου φίλη, σερβιρισμένο σε μεταλλικά κυπελάκια μαζί με το vintage «πλακέ» κουταλάκι του γλυκού.
• Η γοητεία της τελευταίας παράστασης
Την περασμένη Κυριακή, 24 Μαρτίου 2019, αισθάνθηκα κάτι παραπάνω από τυχερή που πρόλαβα να δω στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος τη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και μάλιστα, στην τελευταία της παράσταση. Οι περισσότεροι κάνουν κρα για να εξασφαλίσουν μία θέση στην πρεμιέρα, να φωτογραφηθούν και να φωτογραφίσουν τον εαυτό τους για τα social media, νιώθοντας «ευλογημένοι στην περιοχή Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος».
Η ατμόσφαιρα όμως σε μία τελευταία και τόσο επιτυχημένη παράσταση, είναι εντελώς διαφορετική. Οι ερμηνευτές σού δίνουν την αίσθηση ότι δεν κρατούν κανένα απόθεμα δυνάμεων και το απολαμβάνουν σαν μία τεράστια γιορτή που σε λίγο πρόκειται να ρίξει αυλαία.
Ειδικά όταν πρόκειται για μία τόσο εμβληματική όπερα όπως αυτή του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, σε συμπαραγωγή με τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου και την καθηλωτική σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση, η οποία δίνει άλλη διάσταση στον ορισμό «ταλέντο».
Το χειροκρότημα στο φινάλε είχε κάτι από αποθέωση, η ίδια υποκλινόταν ξανά και ξανά στο κέντρο της σκηνής με δάκρυα στα μάτια και φεύγοντας από εκεί, χαρούμενος και γεμάτος, νιώθεις ευγνωμοσύνη και για κάτι ακόμη: για τις άκρως παρατηρητικές ταξιθέτριες, οι οποίες μέσα στο σκοτάδι, κατά τη διάρκεια της παράστασης, πλησιάζουν ευγενικά αλλά και αποφασισμένα όποιον ανεγκέφαλο έχει τη φαεινή ιδέα να τσεκάρει το smartphone του, ενώ επί σκηνής συντελείται όλη αυτή η μαγεία.