Περίφημος χορευτής, χορογράφος και ηθοποιός, ο Μίσα, όπως είναι το χαϊδευτικό του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1948 από ρώσους γονείς, στη Ρίγα, πόλη της πρώην ΕΣΣΔ και πρωτεύουσα της σημερινής Λετονίας. Ξεκίνησε τον χορό σε ηλικία 12 ετών και σπούδασε στην Ακαδημία Μπαλέτου Βαγκάνοβα. Ηταν ήδη αναγνωρισμένος χορευτής στη χώρα του, όταν νιώθοντας ότι περιοριζόταν καλλιτεχνικά, κατά τη διάρκεια μίας περιοδείας των μπαλέτων Κίροφ στον Καναδά το 1974, ο Μπαρίσνικοφ δεν γύρισε ποτέ στη χώρα του.
Χορευτής με μικρό ανάστημα αλλά τεράστια δίψα για δουλειά, ευελιξία, τεχνική δεξιοτεχνία και προσωπικότητα, ο Μπαρίσνικοφ έκανε καριέρα στις ΗΠΑ, εκστασιάζοντας το κοινό του. Χόρεψε με το New York City Ballet και το American Ballet Theatre, όπου αργότερα έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής. Τη δεκαετία του 1990 πέρασε στον σύγχρονο χορό, οπότε και ίδρυσε το White Oak Dance Project σε συνεργασία με τον Μαρκ Μόρις· και από το 2004 διευθύνει το Baryshnikov Arts Center (BAC) στη Νέα Υόρκη, ένα σημείο συνάντησης «καλλιτεχνών όλων των ειδών», που περιλαμβάνει θέατρο, χώρους για performance και για άλλους δημιουργικούς πειραματισμούς.
Η οθόνη, μικρή και μεγάλη, τον έχει αγαπήσει επίσης. Το 1977, ήταν υποψήφιος για το Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου και για Χρυσή Σφαίρα, χάρη στην ερμηνεία του Γιούρι Κιοπέικιν στην «Κρίσιμη καμπή», του Χέρμπερτ Ρος, στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο πλάι στις Αν Μπάνκροφτ και Σίρλεϊ ΜακΛέιν. Πρωταγωνίστησε επίσης στις «Λευκές Νύχτες» (1985) του Τέιλορ Χάκφορντ με τις Ελεν Μίρεν και Ιζαμπέλα Ροσελίνι, ενώ εμφανίστηκε και στις ταινίες «Dancers» (1987) του Χέρμπερτ Ρος, και «Τελευταίοι Διπλοί Πράκτορες» (1991), του Νίκολας Μέιερ με τον Τζιν Χάκμαν. Επαιξε και στην τελευταία σεζόν της τηλεοπτικής σειράς «Sex and the City», όπου υποδύθηκε τον ρώσο εικαστικό Αλεξάντερ Πετρόφσκι, σύντροφο της Κάρι Μπράντσο (Σάρα Τζέσικα Πάρκερ).
Αλλά ούτε το θέατρο τον έχει στερηθεί. Εκανε το θεατρικό του ντεμπούτο στο Μπρόντγουεϊ το 1989 με τον ρόλο του Γκρέγκορ Σάμσα στη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, που του έφερε μια υποψηφιότητα για το βραβείο Tony, ενώ μεταξύ άλλων το 2012 πρωταγωνίστησε στο «In Paris», παράσταση βασισμένη σε ιστορία του Ιβάν Μπούνιν. Και έναν χρόνο αργότερα πρωταγωνίστησε στο «Old Woman» σε σκηνοθεσία Μπομπ Γουίλσον, μαζί με τον Γουίλεμ Νταφόε (Τον Ιούλιο του 2013, η παράσταση ανέβηκε και στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.)
Ο Μπαρίσνικοφ εξακολουθεί να παίζει στο πειραματικό θέατρο, πιο πρόσφατα σε μια εκδοχή του «Βυσσινόκηπου» του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία του Ουκρανού Ιχορ Χόλιακ, όπου μοιραζόταν τη σκηνή με ένα γιγάντιο ρομποτικό χέρι. Και τώρα, στις 16 Νοεμβρίου, στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ θα του απονεμηθεί το βραβείο της Βασιλικής Ακαδημίας Χορού «Στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ Β΄». Με αφορμή τη βράβευσή του ο θρυλικός καλλιτέχνης μίλησε στον Guardian για τη σχέση του με την τέχνη του χορού και το μπαλέτο, μίλησε όμως ακόμη για την πατρίδα του τη Ρωσία και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Το μπαλέτο μού έδωσε τη ζωή μου. Από την ηλικία των οκτώ – εννέα ετών, οι πρώτες μου εμπειρίες στο μπαλέτο μου έδωσαν την αυτοπεποίθηση να πιστέψω ότι μπορούσα να γίνω μέρος του μυστηριώδους κόσμου του θεάτρου. Και εννοώ με όλους, από τους καλλιτέχνες μέχρι τους ηλεκτρολόγους και τις καθαρίστριες, που έρχονται μετά από μια παράσταση. Είχα μια ερωτική σχέση με όλο αυτό και εξακολουθώ να έχω», λέει ο σπουδαίος καλλιτέχνης, προσθέτοντας ότι ο ίδιος έχει δώσει στο μπαλέτο «τον ενθουσιασμό μου. Και ευγνωμοσύνη για την ευκαιρία να ζήσω και να εργαστώ σε έναν μοναδικό και μερικές φορές παράξενο κόσμο».
Τώρα πια δεν χορεύει πολύ και κολακεύτηκε όταν η Αννα Γουίντουρ του ζήτησε να συμμετάσχει στην εκδήλωση της Vogue: «Ηταν ένα φιλί στη Νέα Υόρκη και στην τρελή ανθεκτικότητά της» λέει.
Πώς νιώθει το σώμα του αυτές τις ημέρες; «Κάθε μέρα είναι μια νέα απρόσμενη εμπειρία και δεν είναι πάντα ευχάριστη», απαντάει ο 74χρονος χορευτής στην δημοσιογράφο του Guardian Λίντζεϊ Γουίνσιπ.
Παρόλα αυτά εξακολουθεί να δουλεύει, παίζοντας στο θέατρο: «Μου αρέσει να βάζω τον εαυτό μου σε ευάλωτες θέσεις καλλιτεχνικά», αποκαλύπτει ο Μπαρίσνικοφ, «Είναι συναρπαστικό να προσπαθείς να ξεπεράσεις τη φυσική ανασφάλεια και τον φόβο που έρχεται με κάθε νέο έργο. Το να κυνηγάω αυτό το άγνωστο και να βρίσκω έναν τρόπο να το κάνω να λειτουργήσει, με κρατάει συγκεντρωμένο. Και βασικά ευτυχισμένο», λέει μιλώντας για την μόνιμη δίψα του για δουλειά.
Στο BAC παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνικής δημιουργίας, ωστόσο όχι πολύ μπαλέτο. Υπάρχει ακόμα ζωτικής σημασίας τέχνη στον κόσμο του κλασικού μπαλέτου; «Πιστεύω απόλυτα ότι η ομορφιά του κλασικού μπαλέτου παραμένει ουσιαστική και θα έχει πάντα νόημα, αλλά πολλά μπαλέτα είναι δημιουργίες συγκεκριμένου χρόνου και τόπου και δεν μεταφράζονται πάντα καλά [ώστε να αγγίζουν] στις σύγχρονες ευαισθησίες. Υπάρχουν χορογράφοι που πειραματίζονται, αλλά αφήνω την πρόκληση σε αυτούς», λέει προσθέτοντας: «Φυσικά, εάν ένα project μπαλέτου προταθεί, θα αντιμετωπιστεί με τον ίδιο σεβασμό που δείχνουμε σε όλους όσους κάνουν αίτηση».
Για παράδειγμα, λέει ο Μπαρίσνικοφ, πρόσφατα στο BAC παρουσιάστηκε το «Stravinsky Reimagined», της χορογράφου Τζένιφερ Γουέμπερ, που μεταμορφώνει δύο εμβληματικά έργα του Ιγκόρ Στραβίνσκι, τον «Πετρούσκα» και το «Πουλί της Φωτιάς», με μια σύγχρονη προσέγγιση. Το έργο δοξάζει την αφήγηση μέσω της κίνησης, συνδυάζοντας το μπαλέτο και το χιπ-χοπ. «Το έργο είναι φρέσκο, αλλά παραμένει πιστό στη μουσική του Ιγκόρ Στραβίνσκι και την προέλευσή του από το μπαλέτο», παρατηρεί ο Μπαρίσνικοφ.
Ο κόσμος του μπαλέτου έχει αλλάξει από τότε που ο ρώσος χορευτής έφτασε στη Βόρεια Αμερική. Πώς είδε ο ίδιος αυτές τις αλλαγές; «Εκτός από το τεχνικό επίπεδο των χορευτών, που φαίνεται να εξελίσσεται με κάθε γενιά, δεν νομίζω ότι το μπαλέτο έχει αλλάξει πολύ. Οι ομάδες χορού εξακολουθούν να προσπαθούν να επιβιώσουν, προσπαθούν ακόμα να παρουσιάσουν τα απίστευτα ταλέντα που διαθέτουν και να δημιουργήσουν νέα έργα, που το κοινό θα πληρώσει για να δει».
Η δημοσιογράφος του Guardian τον ρωτάει ακόμα αν η απόφασή του να αυτομολήσει στον Καναδά από την ΕΣΣΔ το 1974, ήταν πράγματι καλλιτεχνική επιλογή και όχι πολιτική, όπως έχει πει: «Ναι. Προφανώς, δεν ήμουν πολιτικά ενεργός στη Ρωσία, αλλά όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να μείνω στη Δύση, η σκέψη να επιστρέψω σε εκείνο το τέλμα του Μπρέζνιεφ ήταν αφόρητη. Ημουν νέος, στο μέσον της καριέρας μου και ήξερα ότι έπρεπε να βιαστώ. Ηθελα να ταξιδέψω, να δουλέψω με διαφορετικούς χορογράφους και να είμαι ελεύθερος άνθρωπος. Ηταν τόσο απλό, αλλά μόλις το αποφάσισα, στα μάτια της ΕΣΣΔ ήταν μια πράξη πολιτικής ανυπακοής», λέει.
Τι θυσίασε για την καριέρα που έκανε στις ΗΠΑ; «Παραδόξως, δεν νιώθω ότι χρειάστηκε να θυσιάσω κάτι. Υπήρχαν φίλοι και μέντορες τους οποίους αγαπούσα πολύ και έπρεπε να τους αφήσω, αλλά μπόρεσα να επανασυνδεθώ με πολλούς από αυτούς αργότερα, οπότε ήμουν εξαιρετικά τυχερός», απαντάει.
Ο Μπαρίσνικοφ είναι επίσης ξεκάθαρος σχετικά με την τρέχουσα πολιτική της Ρωσίας και το γεγονός ότι εξέχοντες Ρώσοι οφείλουν να μιλήσουν εναντίον του πολέμου στην Ουκρανία. Εχει σημασία να το κάνουν αρκετοί άνθρωποι; «Δεν θα είναι ποτέ αρκετό μέχρι να τελειώσει το σημερινό καθεστώς στη Ρωσία», λέει, «αλλά φυσικά, χρειάζεται εξαιρετικό θάρρος για να μιλήσεις. Μπορούμε όλοι να καθοδηγηθούμε από τον Αλεξέι Ναβάλνι, που λέει ότι “Το μόνο που χρειάζεται για τον θρίαμβο του κακού, είναι να μην κάνουν τίποτα οι καλοί άνθρωποι. Μην μένετε, λοιπόν, αδρανείς”».
Ο πολυδιάστατος ρώσος καλλιτέχνης μιλάει ακόμη για τη φιλανθρωπική οργάνωση «True Russia» που έχει ιδρύσει με τον οικονομολόγο Σεργκέι Γκούριεφ: «Η “True Russia” δεν είναι πολιτικός οργανισμός», εξηγεί. «Δημιουργήθηκε κυρίως για να βοηθήσει τους πρόσφυγες, που φεύγουν από την Ουκρανία εξαιτίας του πολέμου, αλλά στηρίζει και άλλους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία λόγω της αντίθεσής τους στον πόλεμο και στο σημερινό καθεστώς».
Με την παρούσα κατάσταση του πολέμου, υπάρχει ελπίδα; «Επιλέγω να πιστεύω ότι η Ουκρανία θα επικρατήσει και ότι οι Ρώσοι θα είναι σε θέση να καθορίσουν το μέλλον τους χωρίς μια αυταρχική κυβέρνηση», απαντάει.
Κλείνοντας τη συνέντευξή του ο μεγάλος Μπαρίσνικοφ λέει ακόμη: «Θέλω να δουλέψω όσο είμαι ικανός και με ενδιαφέρει» και πως ό,τι επιπλέον διδαχθεί «θα είναι ένα είδος ταπεινής πνευματικής άσκησης». Αυτήν την περίοδο ετοιμάζει το «Κυνηγετικό όπλο» του Ιάπωνα Γιασούσι Ινουέ (κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Το έργο, σε σκηνοθεσία του Γαλλοκαναδού Φρανσουά Ζιράρ και συμπρωταγωνιστή τον ιάπωνα ηθοποιό Μίκι Νακατάνι, θα κάνει πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη την ερχόμενη άνοιξη. Και, φυσικά, έχει «μια δουλειά πλήρους απασχόλησης» στο BAC όπου επιβλέπει όλα όσα συμβαίνουν.