«Κάτι δεν πάει καλά με την τρέχουσα πολιτική στο μπρα ντε φερ με το Ιράν και ίσως χρειαστεί κάτι ασυνήθιστο για να αποκατασταθεί το status quo». Με τη φράση αυτή συνοψίζει την οπτική του γωνία ο αρθρογράφος του Atlantic, Γκρέιαμ Γουντ, μετά το συμβάν που έγινε την περασμένη Κυριακή στην Ιορδανία:
♦ Tρεις αμερικανοί στρατιωτικοί σκοτώθηκαν και τουλάχιστον 25 τραυματίστηκαν κατά την επίθεση με drone σε ένα μικρό αμερικανικό φυλάκιο στην Ιορδανία. Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τόνισε ότι οι δράστες ανήκουν σε φιλοϊρανικές ομάδες και προειδοποίησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «θα απαντήσουν», προσθέτοντας ότι η απάντηση θα γίνει «σε χρόνο και με τρόπο που θα επιλέξουμε».
Αναλυτές σε αμερικανικά μέσα, όπως Ντέιβιντ Ιγκνάτιους στη Washington Post, τόνισαν τη σημασία που έχει η απάντηση της Αμερικής να μην την εμπλέξει σε έναν ευρύτερο πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Στο Altlantic, o Γουντ υιοθετεί μια διαφορετική οπτική γωνία. Θεωρεί ότι η τρέχουσα κατάσταση, όπου οι πληρεξούσιοι του Ιράν ανοίγουν πληγές στην Ιορδανία, το Ισραήλ, το Ιράκ, την Ερυθρά Θάλασσα θα γίνει ανεξέλεγκτη. Επομένως χρειάζεται κάτι πιο δραστικό.
Το Ιράν ελπίζει κατά τον αρθρογράφο του Atlantic ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εμπλακούν σε πολλές επιμέρους συγκρούσεις στις οποίες δεν θα επιτυγχάνουν τους στόχους τους και ότι τελικά θα αναγκαστούν να τα παρατήσουν λόγω εξάντλησης.
«Αυτή η εξάντληση θα προέλθει εν μέρει από τη φύση του ασύμμετρου πολέμου. Οι πληρεξούσιοι του Ιράν είναι ρακένδυτες ομάδες, η υποστήριξή τους δεν κοστίζει πολύ και είναι έτοιμες να πεθάνουν» γράφει ο Γουντ. Αντίθετα, τα αμερικανικά όπλα είναι ακριβά και κάθε απώλεια στρατιωτών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον Λευκό Οίκο.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η εξάντληση της Αμερικής θα προέλθει επίσης από το πολιτικό κόστος της διεξαγωγής ενός πολέμου σε μια περιοχή όπου οι ΗΠΑ είναι μισητές και συνδέονται με το ακόμη πιο μισητό Ισραήλ.
Ανατρέχοντας στη δολοφονία του ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμάνι τον Ιανουάριο του 2020, με απόφαση του τότε προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο αρθρογράφος θυμίζει τις εκτιμήσεις (που υιοθετούσε και ο ίδιος) ότι ο κίνδυνος κλιμάκωσης ήταν πολύ μεγάλος. Αλλά μετά τη δολοφονία, το Ιράν αρνήθηκε επιδεικτικά να προβεί σε αντίποινα με τρόπο που θα έβαζε φωτιά στην περιοχή. Προσπάθησε να σκοτώσει Αμερικανούς, αλλά χωρίς επιτυχία.
Κατά τη γνώμη του Γουντ η κλιμάκωση συμβαίνει αυτή τη στιγμή επειδή ο πόλεμος στη Γάζα συνεχίζεται και το τελευταίο που θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολλούς πολέμους που μαίνονται ταυτόχρονα. Για τις ΗΠΑ, με βάση τον γραμμικό τρόπο σκέψης, αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να χτυπήσουν. Και το Ιράν το γνωρίζει. Επομένως είναι πιθανό οι επιθέσεις του Ιράν (μέσω πληρεξουσίων) να συνεχιστούν.
«Εξ ορισμού, μια πολιτική αποτροπής λειτουργεί μόνο όταν ο εχθρός αρνείται να τη δοκιμάσει. Τώρα δοκιμάζει, δοκιμάζει και ξαναδοκιμάζει» συνεχίζει ο αρθρογράφος του Atlantic. Και παρουσιάζει τις εστίες ανάφλεξης:
—Στην Υεμένη, οι Χούθι βλέπουν πόσο πρόθυμες είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη να εκτοξεύσουν πυραύλους στην ήδη κατεστραμμένη χώρα τους, με μοναδικό όφελος να την καταστρέψουν λίγο περισσότερο και να αφήσουν τους αντάρτες να κυριαρχούν πάνω στα ερείπια.
—Στον Λίβανο, η Χεζμπολάχ ζυγίζει καθημερινά όσα μπορεί να κάνει στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ.
—Στο Ιράκ, τα προκεχωρημένα φυλάκια των ΗΠΑ και των Κούρδων φίλων τους βρίσκονται σε διαρκή συναγερμό.
Αν η αμερικανική πολιτική είχε ως στόχο την αποτροπή «προφανώς απέτυχε« σημειώνει ο Γκρέιαμ Γουντ και τονίζει ότι η πολιτική αυτή πρέπει να αλλάξει. Προσθέτει στο ίδιο πλαίσιο ότι ο Μπάιντεν στελέχωσε την ομάδα της εξωτερικής του πολιτικής με ανθρώπους που εργάστηκαν ακούραστα για να αποφύγουν μια άμεση αντιπαράθεση με το Ιράν και να αποφύγουν αυτή ακριβώς την κλιμάκωση.
Ωστόσο «τα ίδια πολιτικά μυαλά που αποφεύγουν την κλιμάκωση επιλέγουν από ένα μενού λογικών επιλογών προς την κλιμάκωση, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης σε έναν ιρανικό πληρεξούσιο στη Συρία ή σε ένα ιρανικό πλοίο ή αεροσκάφος. Μέχρι στιγμής, μόνο οι Ρεπουμπλικάνοι φαίνεται να θέλουν ένα χτύπημα στο εσωτερικό του Ιράν. Ωστόσο, μερικές φορές, το μενού των λογικών επιλογών είναι το πρόβλημα, επειδή η Τεχεράνη γνωρίζει τι υπάρχει σε αυτό» σημειώνει ο Γουντ στο Atlantic.
Το επιχείρημα του αρθρογράφου είναι σαφές. Απαιτείται κατά τον ίδιο μια πράξη αντιποίνων που το Ιράν δεν θα την έχει σκεφτεί. Πρόκειται προφανώς για μια στρατηγική με υψηλό ρίσκο, λαμβάνοντας υπόψη το κλίμα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής για τις ΗΠΑ (και το Ισραήλ). Αλλά κι ένα ρίσκο για τον ίδιο τον Μπάιντεν καθώς σε δέκα μήνες και λίγες ημέρες από σήμερα οι αμερικανοί ψηφίζουν για να επιλέξουν τον ένοικο του Λευκού Οίκου.