Όσο πωρώνονται τα παιδιά με τα έξυπνα κινητά, άλλο τόσο αγχώνονται οι γονείς, βλέποντας τα τέκνα τους να βυθίζονται ολημερίς μες στην οθόνη της αγαπημένης τους συσκευής. Ένας αμερικανός φιλόσοφος, ωστόσο, προτρέπει τους πατεράδες και τις μανάδες της ψηφιακής εποχής να πάψουν να απελπίζονται και να μην ανησυχούν αλλά να χαίρονται για το γεγονός αυτό. Γιατί τα παιδιά τους όχι μόνο δεν χάνουν τον εαυτό τους, απασχολούμενα με smartphones ή tablets, αλλά είναι πολύ πιθανό να τον ανακαλύπτουν και τον μαθαίνουν καλύτερα. Πώς; Κάνοντας ακριβώς το ίδιο που έκαναν γενεές παιδιών εδώ και αιώνες: ταυτίζονται με τα παιχνίδια και τα αντικείμενα/εργαλεία (ψηφιακές συσκευές στην προκειμένη περίπτωση) της εποχής τους, γεγονός που τα βοηθά να κατανοήσουν αρτιότερα τον κόσμο στον οποίο ζουν.
Μάλιστα ο Τζόρνταν Σαπίρο, καθηγητής Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Temple της Φιλαδέλφειας, με ειδίκευση στην εκπαίδευση, την τεχνολογία και την παιδική ηλικία, συστήνει στους γονείς να εισέρχονται ή μάλλον να βυθίζονται και αυτοί στον διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο της τεχνολογίας, παρέα με τα βλαστάρια τους, είτε παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια μαζί τους είτε μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Στο τελευταίο του βιβλίο The New Childhood: Raising Kids to Thrive in a Connected World ο αμερικανός στοχαστής σημειώνει καταρχάς ότι η συμμετοχή των γονιών στις όποιες ψηφιακές δραστηριότητες των παιδιών τους θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Και ο λόγος είναι απλός. Αναμφίβολα η τεχνολογία αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των παιδιών. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι ένας άγνωστος κόσμος, και για να τον ανακαλύψουν τα παιδιά, χρειάζονται κάποιον να τα νουθετεί. Στην περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμοι οι γονείς, αναπόφευκτα αυτά θα αναζητήσουν αλλού την καθοδήγηση που έχουν ανάγκη.
Ο Σαπίρο τονίζει πως ιδανική παιδική ηλικία δεν υπάρχει και υπενθυμίζει πως μια από τις βασικές υποχρεώσεις των γονιών του 21ου αιώνα έγκειται στο να εξοικειώσουν τα παιδιά τους με το αβέβαιο, αλλά αναμφίβολα ψηφιακό, μέλλον που θα αντιμετωπίσουν. Αναγνωρίζει πως «είμαστε προσκολλημένοι στις ψηφιακές συσκευές μας». Αλλά θεωρεί πως αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό και σίγουρα δεν συμφωνεί με όλους όσοι κατηγορούν την τεχνολογία για όλα τα δεινά της σύγχρονης κοινωνίας. «Άλλωστε η ζωή πάντα βιώνεται μέσω των εργαλείων της κάθε περιόδου. Τα ψηφιακά εργαλεία λειτουργούν σαν μια γέφυρα μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών εμπειριών. Μας βοηθούν να σκεφτούμε τη σχέση μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει. Συμβάλλουν στην εκτόνωση της έντασης ανάμεσα στις εσωτερικές και τις εξωτερικές πραγματικότητες», εξηγεί, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως εάν ο Πλάτωνας ήταν σύγχρονός μας, θα ήταν ένας δεινός gamer.
Το ότι τα ψηφιακά εργαλεία συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση του κόσμου μας, υποστηρίζει και η Τζένι Άντερσον, ρεπόρτερ του Quartz με έδρα το Λονδίνο και ειδίκευση στην αλληλεπίδραση μεταξύ τεχνολογίας και διαπαιδαγώγησης. Παρουσιάζοντας, ωστόσο, το βιβλίο του Τζόρνταν Σαπίρο υπογραμμίζει πως υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να ανησυχούν οι γονείς όσον αφορά τον αντίκτυπο της τεχνολογίας στα παιδιά τους.
Το πρώτο που σημειώνει είναι ότι οι γονείς δεν πρέπει να ξεχνάνε πως οι εφαρμογές, τα βιντεοπαιχνίδια και οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σχεδιάζονται από ενήλικες που εργάζονται για εμπορικές επιχειρήσεις, στόχος των οποίων είναι το κέρδος μέσω της εκμετάλλευσης της προσοχής των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών, τα οποία πολύ συχνά δυσκολεύονται να αντισταθούν σε τόσο θελκτικά προϊόντα. Όπως ακριβώς δυσκολεύονται και οι ενήλικες.
«Μέρος της δουλειάς μου έγκειται στο να συνομιλώ με γονείς, δασκάλους ψυχολόγους και παιδίατρους. Όλοι ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για τα υψηλά επίπεδα άγχους που παρατηρούνται μεταξύ των παιδιών και όλοι θεωρούν πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μέρος του προβλήματος», αναφέρει η Άντερσον και επικαλείται έρευνα του Ινστιτούτου Πολιτικών Εκπαίδευσης της Βρετανίας που πραγματοποιήθηκε το 2017 και αποκάλυψε ότι παρότι υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν τον ευεργετικό αντίκτυπο που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στη συναισθηματική ευεξία των εφήβων, την ίδια ώρα το 37% των παιδιών στη Βρετανία χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο σε υπερβολικό βαθμό.
Η χρησιμότητα των ορίων
Η Άντερσον δεν θεωρεί πως τα περισσότερα παιδιά είναι εθισμένα στην τεχνολογία. Αλλά γνωρίζει από πρώτο χέρι, όντας μητέρα και η ίδια, ότι η τεχνολογία αποσπά την προσοχή των παιδιών και αυτό σημαίνει ότι οι γονείς θα πρέπει να θέσουν κάποια όρια όσον αφορά τη χρήση των ψηφιακών συσκευών. «Η τεχνολογία είναι καταπληκτική και πρέπει να αποδεχόμαστε όλα όσα έχει να προσφέρει. Αλλά θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε τους κινδύνους και να μην παραβλέπουμε την ισχύ της», υπογραμμίζει.
Ο Σαπίρο από την πλευρά του τάσσεται κατά της επιβολής ορίων, θεωρώντας πως τα παιδιά πολύ συχνά χρησιμοποιούν τις ψηφιακές συσκευές για εκπαιδευτικούς ή δημιουργικούς σκοπούς. «Η ισορροπία και τα όρια δεν έχουν πλέον νόημα ως οργανωτική αρχή της ανατροφής των παιδιών», σημειώνει. Αλλά ταυτόχρονα απαιτεί από τα δικά του παιδιά να διαβάζουν ένα βιβλίο πριν κοιμηθούν, να επιτρέπουν στον εαυτό τους την πολυτέλεια της ανίας κατά τη διάρκεια ταξιδιών με το αυτοκίνητο, να γυμνάζονται και να μην χρησιμοποιούν τις όποιες συσκευές τους κατά τη διάρκεια του φαγητού.
Αντιθέτως η Άντερσον λατρεύει τα όρια καθώς όλα όσα έχει μάθει για τη γονική μέριμνα «υποδεικνύουν ότι τα παιδιά ακμάζουν όταν υπάρχουν όρια. Καταργούμε αυτά τα όρια καθώς μεγαλώνουν επειδή ο στόχος μας δεν είναι να δημιουργήσουμε κλώνους αλλά να επιτρέψουμε στα παιδιά να γίνουν ολοκληρωμένοι και ανεξάρτητοι άνθρωποι. Όμως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, διαδραματίζουμε σημαντικό ρόλο, δείχνοντας τι εκτιμούμε και τι αποτελεί διασκέδαση».
Αποτελεί γεγονός, ωστόσο, ότι χρόνο με τον χρόνο η σχέση των παιδιών με την τεχνολογία βελτιώνεται. Δηλώνουν τα ίδια πως ο αντίκτυπος της τεχνολογίας στις ζωές τους είναι θετικός και επικρίνουν τους φίλους και τις φίλες τους που δεν ξεκολλούν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και τους γονείς που ζουν μέσω των κινητών τους.
«Η ζυγαριά πλέον γέρνει προς την αυτό-διόρθωση», αναφέρει η Άντερσον ενώ ο Σαπίρο θεωρεί πως «τα παιδιά δεν είναι εθισμένα στις συσκευές τους. Τις χρησιμοποιούν όποτε μπορούν επειδή αισθάνονται πως εμπεριέχονται σε αυτές», πράγμα που σημαίνει ότι «οι έφηβοι δεν είναι εθισμένοι στην τεχνολογία, αλλά ο ένας στον άλλον. Η τεχνολογία αποτελεί απλά το μέσο».