Τρεις κορυφαίοι ρώσοι κλασικοί: Λέων Τολστόι, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και Αλεξάντερ Πούσκιν | Wikimedia Commons /Protagon Creative
Θέματα

Μην κατηγορείτε τον Ντοστογιέφσκι!

Ο ρώσος συγγραφέας Μιχαήλ Σίσκιν κατανοεί γιατί οι άνθρωποι μισούν κάθε τι ρωσικό αυτή τη στιγμή. Αλλά, όπως γράφει σε άρθρο του στο αμερικανικό Atlantic, η ρωσική λογοτεχνία δεν είναι εκείνη που έφερε τον Πούτιν στην εξουσία ούτε εκείνη που προκάλεσε αυτόν τον πόλεμο
Protagon Team

Ο πολιτισμός είναι και αυτός θύμα πολέμου. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, oυκρανοί καλλιτέχνες κάλεσαν σε μποϊκοτάζ των ρωσικών ταινιών, των βιβλίων και της ρωσικής μουσικής. Αλλοι, πάλι, έχουν κατηγορήσει τη ρωσική λογοτεχνία για συνενοχή στις φρικαλεότητες, που διέπραξαν Ρώσοι στρατιώτες. Ολόκληρος ο ρωσικός πολιτισμός, λένε, είναι ιμπεριαλιστικός, και αυτή η στρατιωτική επίθεση αποκαλύπτει την ηθική χρεοκοπία του λεγόμενου πολιτισμού της Ρωσίας. Ο δρόμος προς την Μπούτσα, υποστηρίζουν, διατρέχει τη ρωσική λογοτεχνία.

«Τρομερά εγκλήματα, συμφωνώ, διαπράττονται στο όνομα του λαού μου, στο όνομα της χώρας μου, στο όνομά μου», γράφει στο Atlantic ο ρωσοελβετός συγγραφέας Μιχαήλ Σίσκιν, ένα από τα σημαντικότερα ονόματα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας, γνωστός στην Ελλάδα για το βιβλίο του «Η κόμη της Αφροδίτης» (εκδόσεις Μεταίχμιο). «Μπορώ να δω πώς αυτός ο πόλεμος μετέτρεψε τη γλώσσα του Πούσκιν και του Τολστόι σε γλώσσα εγκληματιών πολέμου και δολοφόνων», γράφει για να αναρωτηθεί αμέσως μετά «Τι είναι για τον κόσμο η “ρωσική κουλτούρα” σήμερα εκτός από βόμβες που πέφτουν σε μαιευτήρια και ακρωτηριασμένα πτώματα στους δρόμους των προαστίων του Κιέβου;»

Ο ρώσος συγγραφέας Μιχαήλ Σίσκιν το 2010 στο «Café Odeon» της Ζυρίχης (Wikimedia Commons/Evgeniya Frolkova)

«Πονάει να είσαι Ρώσος αυτή τη στιγμή. Τι να πω όταν ακούω ότι ένα μνημείο του Πούσκιν διαλύεται στην Ουκρανία; Απλώς σιωπώ και νιώθω μετανιωμένος. Και ελπίζω ότι κάποιος ουκρανός ποιητής θα μιλήσει ίσως για τον Πούσκιν», γράφει ο σπουδαίος ρώσος συγγραφέας, πρώην δάσκαλος και δημοσιογράφος, ο οποίος γεννήθηκε το 1961 στη Μόσχα και από το 1995 ζει στην Ελβετία.

Το καθεστώς Πούτιν έχει επιφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα στη ρωσική κουλτούρα, όπως ακριβώς έχει κάνει το ρωσικό κράτος σε καλλιτέχνες, μουσικούς και συγγραφείς του πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Οι άνθρωποι των τεχνών αναγκάζονται να τραγουδήσουν πατριωτικά τραγούδια ή να μεταναστεύσουν, γράφει ο Σίσκιν στο Atlantic, επισημαίνοντας ότι το καθεστώς έχει ουσιαστικά «ακυρώσει» τον πολιτισμό στη χώρα του. Πρόσφατα, λέει, ένας νεαρός διαδηλωτής συνελήφθη επειδή κρατούσε ένα πλακάτ με ένα απόσπασμα του Τολστόι.

Η ρωσική κουλτούρα είχε πάντα λόγους να φοβάται το ρωσικό κράτος, το οποίο «έχει εγκατασταθεί σαν κατοχικός στρατός», όπως λέει ένα ρητό που συχνά αποδίδεται στον Αλεξάντερ Χέρτσεν. Μεγάλος στοχαστής και συγγραφέας του 19ου αιώνα, ο Χέρτσεν εξορίστηκε το 1835 στο Κίροφ της βορειοανατολικής Ρωσίας για τα αντιτσαρικά του αισθήματα και και γιατί διάβαζε «απαγορευμένα βιβλία».

Λέων Τολστόι, ένας «επικίνδυνος» ρώσος συγγραφέας (Wikimedia Commons)

Το ρωσικό σύστημα πολιτικής εξουσίας παρέμεινε αμετάβλητο στο πέρασμα των αιώνων, «μια πυραμίδα σκλάβων που λάτρευαν τον ανώτατο Χαν», το χαρακτηρίζει ο Σίσκιν. Ετσι ήταν την περίοδο της Χρυσής Ορδής (τα μογγολικά φύλα που εισέβαλαν μέσω Καυκάσου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη κατά τις πρώτες δεκαετίες του 13ου  αιώνα), έτσι ήταν στην εποχή του Στάλιν, έτσι είναι και σήμερα επί Βλαντιμίρ Πούτιν.

Ο κόσμος εκπλήσσεται με την ηρεμία του ρωσικού λαού, την έλλειψη αντίθεσης στον πόλεμο. Αλλά αυτή ήταν η στρατηγική επιβίωσής τους για γενιές:  «Οι άνθρωποι σιωπούν», όπως το θέτει ο Πούσκιν στον τελευταίο στίχο του έμμετρου δράματός του «Μπόρις Γκοντούνοφ». Η σιωπή είναι πιο ασφαλής. Οποιος είναι στην εξουσία έχει πάντα δίκιο και πρέπει να υπακούς σε όποια διαταγή έρθει. Οποιος διαφωνεί καταλήγει στη φυλακή ή χειρότερα. Και όπως οι Ρώσοι γνωρίζουν πολύ καλά από την πικρή ιστορική εμπειρία, μην πείτε ποτέ, «αυτό είναι το χειρότερο». «Δεν πρέπει να εύχεται κανείς τον θάνατο σε έναν κακό τσάρο», λέει μια δημοφιλής ρωσική παροιμία. Γιατί ποιος ξέρει πώς θα είναι ο επόμενος…

Μόνο οι λέξεις μπορούν να αναιρέσουν αυτή τη σιωπή. Αυτός είναι ο λόγος, που η ποίηση ήταν πάντα κάτι περισσότερο από ποίηση στη Ρωσία. Πρώην Σοβιετικοί κρατούμενοι λέγεται ότι έχουν επιβεβαιώσει πως ρώσοι κλασικοί έσωσαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα εργασίας με το να αφηγούνται ξανά τα μυθιστορήματα του Τουργκένιεφ, του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι σε άλλους κρατούμενους. Η ρωσική λογοτεχνία δεν μπόρεσε να αποτρέψει τα Γκουλάγκ, αλλά βοήθησε τους κρατούμενους να επιβιώσουν εκεί μέσα.

Το άγαλμα του Πούσκιν μπροστά από το Μουσείο της Ρωσίας στην Αγία Πετρούπολη (Wikimedia Commons)

Το ρωσικό κράτος δεν έχει καμία χρησιμότητα για τη ρωσική κουλτούρα, εκτός εάν αυτή μπορεί να υπηρετήσει το κράτος. Η σοβιετική εξουσία ήθελε να προσδώσει στον εαυτό της έναν αέρα ανθρωπιάς και δικαιοσύνης, έτσι έχτισε μνημεία σε ρώσους συγγραφείς. «Πούσκιν, η πεμπτουσία και ο καλύτερος όλων!» ήταν το σύνθημα που ηχούσε στα στάδια το 1937, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εκκαθάρισης, όταν ακόμη και οι δήμιοι έτρεμαν από φόβο. Το καθεστώς χρειάζεται τον πολιτισμό ως ανθρώπινη μάσκα ή ως καμουφλάζ μάχης. Γι’ αυτό ο Στάλιν χρειαζόταν τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, τον δημοφιλέστερο σοβιετικό συνθέτη της γενιάς του και ο Πούτιν τον διάσημο διευθυντή ορχήστρας Βαλέρι Γκεργκίεφ.

Οταν οι κριτικοί λένε ότι η ρωσική κουλτούρα είναι ιμπεριαλιστική, σκέφτονται τους αποικιακούς πολέμους της Ρωσίας και εννοούν ότι οι καλλιτέχνες της δικαιολόγησαν τους επεκτατικούς στόχους του κράτους. Αλλά αυτό που δεν υπολογίζουν είναι ο εσωτερικός ιμπεριαλισμός της Ρωσίας, επισημαίνει ο  Σίσκιν στο άρθρο του στο Atlantic. Πριν από οτιδήποτε άλλο, ήταν μια αυτοκρατορία σκλάβων, όπου ο ρωσικός λαός αναγκάστηκε να υπομείνει και να υποφέρει περισσότερο. Η ρωσική αυτοκρατορία δεν υπάρχει για τον λαό της Ρωσίας αλλά για τον εαυτό της. Ο μόνος σκοπός του ρωσικού κράτους είναι να παραμένει στην εξουσία. Το κράτος, εξάλλου, έχει σφυρηλατήσει το concept «Russkiy mir» («Ρωσικός κόσμος») στο μυαλό των ανθρώπων εδώ και αιώνες: η ιερή πατρίδα ως νησί που περιβάλλεται από έναν ωκεανό εχθρών, την οποία μόνο ο τσάρος στο Κρεμλίνο μπορεί να σώσει κυβερνώντας τον λαό του και διατηρώντας την τάξη με σιδερένιο χέρι.

Από αριστερά Τομίζι Ταμίζι Ναΐτο (συγγραφέας), Μπόρις Πάστερνακ (ποιητής και πεζογράφος), Σεργκέι Αϊζενστάιν (σκηνοθέτης), Ολγα Τρετιάκοβα (ηθοποιός), Λίλια Μπρικ (συγγραφέας), Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι (ποιητής και θεατρικός συγγραφέας), Αρσένι Βοζνεσιένσκι (σοβιετικός διπλωμάτης) και ένας ιάπωνας διερμηνέας, Μόσχα,10-05- 1924 (Museum of Fine Arts, Houston)

Για τη μικρή μορφωμένη τάξη της Ρωσίας, τα αιώνια ερωτήματα -τα «καταραμένα ερωτήματα», της ρωσικής ιντελιγκέντσιας του 19ου αιώνα- ήταν αυτά που πλαισιώθηκαν από δύο σπουδαία μυθιστορήματα της περιόδου: «Ποιος φταίει;», του Χέρτσεν και «Τι πρέπει να γίνει;» του Νικολάι Τσερνισέφσκι. Αλλά για εκατομμύρια αναλφάβητους αγρότες, το μόνο ερώτημα που είχε σημασία ήταν: «Ο τσάρος είναι αληθινός ή υποκρίνεται;» Αν ο τσάρος ήταν αληθινός, τότε όλα ήταν καλά για τον κόσμο. Αλλά αν ο τσάρος αποδεικνυόταν κίβδηλος, τότε η Ρωσία έπρεπε να έχει έναν άλλο, αληθινό. Στο μυαλό του λαού, μόνο νίκες επί των εχθρών της Ρωσίας θα μπορούσαν να απαντήσουν αν ο τσάρος ήταν πραγματικός και αληθινός, γράφει ο Σίσκιν.

Ο Νικόλαος Β’ ηττήθηκε από την Ιαπωνία το 1905 και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενας ψεύτικος τσάρος, που έχασε κάθε δημοτικότητα. Ο Στάλιν οδήγησε τον λαό του στη νίκη στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), άρα ήταν ένας πραγματικός τσάρος, σεβαστός, μάλιστα, από πολλούς Ρώσους μέχρι σήμερα. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος σοβιετικός ηγέτης, έχασε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τον Ψυχρό Πόλεμο ενάντια στη Δύση, και εξακολουθεί να είναι περιφρονημένος.

Από αριστερά και επάνω, Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Οσιπ Μάντελσταμ και Αντρέι Πλατόνοφ, Ισαάκ Μπαμπέλ, και Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (Wikimedia Commons)

Μέσω του θριάμβου του το 2014, προσαρτώντας εύκολα την Κριμαία, ο Πούτιν πέτυχε τη λαϊκή αποδοχή ενός πραγματικού τσάρου. Αλλά μπορεί να χάσει τα πάντα αν δεν κερδίσει τον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας. Τότε θα εμφανιστεί ένας άλλος, πρώτα για να εξοστρακίσει τον ψεύτικο Πούτιν και μετά για να αποδείξει τη νομιμοποίησή του νικώντας τους εχθρούς της Ρωσίας.

Οι σκλάβοι γεννούν δικτατορίες και οι δικτατορίες γεννούν σκλάβους. Υπάρχει μόνο μία διέξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο, και αυτός είναι ο πολιτισμός, γράφει ο Σίσκιν στο Atlantic, επισημαίνοντας ότι η λογοτεχνία είναι ένα αντίδοτο στο δηλητήριο του ρωσικού ιμπεριαλιστικού τρόπου σκέψης. Το πολιτισμικό χάσμα, το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει στη Ρωσία μεταξύ της ουμανιστικής παράδοσης της διανόησης και ενός ρωσικού πληθυσμού που έχει κολλήσει σε μια μεσαιωνική νοοτροπία, μπορεί να γεφυρωθεί μόνο από τον πολιτισμό, ωστόσο το καθεστώς σήμερα θα κάνει ό,τι μπορεί για να το αποτρέψει.

Διώξεις υπέστησαν η Αννα Αχμάτοβα, ο σύζυγός της Νικολάι Γκουμιλιόφ και ο γιος τους Λεβ. Εδώ το 1916 (Wikipedia Commons)

Ο δρόμος προς τη σφαγή της Μπούτσα δεν περνάει μέσα από την ρωσική λογοτεχνία, αλλά από την καταστολή της· με τις καταγγελίες ή τις απαγορεύσεις βιβλίων των Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Γιόζεφ Μπρόντσκι, της Αννα Αχμάτοβα και του Αντρέι Πλατόνοφ· με τις εκτελέσεις των Νικολάι Γκουμιλιόφ, Ισαάκ Μπαμπέλ και Περέτζ Μάρκις· με την ώθηση της Μαρίνα Τσβετάγιεβα σε αυτοκτονία· με τη δίωξη του Οσιπ Μάντελσταμ και του Δανιήλ Χαρμς· με το κυνήγι του Μπόρις Παστερνάκ και του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Η ιστορία του ρωσικού πολιτισμού, παρά τις συντριπτικές ήττες, είναι μια ιστορία απελπισμένης αντίστασης  ενάντια σε μια εγκληματική κρατική εξουσία, τονίζει ο  Σίσκιν.

«Η ρωσική λογοτεχνία οφείλει στον κόσμο ένα ακόμη σπουδαίο μυθιστόρημα», υπογραμμίζει τέλος ο ρωσοελβετός συγγραφέας, «Μερικές φορές φαντάζομαι έναν νεαρό, που βρίσκεται τώρα σε ένα χαράκωμα και δεν έχει ιδέα ότι είναι συγγραφέας, αλλά που αναρωτιέται: “Τι κάνω εδώ; Γιατί η κυβέρνησή μου μού είπε ψέματα και με πρόδωσε; Γιατί να σκοτώνουμε και να πεθάνουμε εδώ πέρα; Γιατί εμείς οι Ρώσοι, είμαστε φασίστες και δολοφόνοι;”».

Είναι καθήκον της ρωσικής λογοτεχνίας, υποστηρίζει ο Σίσκιν, να συνεχίσει να κάνει αυτές τις αιώνιες, καταραμένες ερωτήσεις: «Ποιος φταίει;» και «Τι πρέπει να γίνει;»