Μεσουράνησε στη μεταπολεμική-μετεμφυλιακή Ελλάδα των 50s και των 60s: της φτώχειας και της αμφισβήτησης, της πολιτικής αναταραχής, των κοινωνικών κινημάτων και της πολιτιστικής άνοιξης. Τότε που, εκτός από ένα καλύτερο μέλλον, η χώρα είχε αρχίσει να αναζητά τους νέους «ήρωες» της ειρηνικής, πια, εποχής. Στον καλλιτεχνικό χώρο, κυρίως, αλλά και στα σπορ. Ιδίως στο ποδόσφαιρο.
Ο Μίμης Στεφανάκος δεν υπήρξε το μεγαλύτερο ταλέντο των ελληνικών γηπέδων –δεν ήταν, καν, επιθετικός, ώστε να ξεσηκώνει τον κόσμο με τα γκολ του–, όμως για αρκετά χρόνια πρωταγωνίστησε στα εξώφυλλα των περιοδικών και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Για την ακρίβεια, ήταν ο πρώτος «σελέμπριτι» έλληνας αθλητής. Ο πρώτος που απασχόλησε το κοινό (ακόμη και όσους δεν ήταν φίλαθλοι) με την προσωπική του ζωή.
Εγινε γνωστός στο πανελλήνιο όταν φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού, το 1957, όμως θα γινόταν «σταρ» ακόμη κι αν δεν… κλωτσούσε υπέροχα. Θα αρκούσαν, οι εμφανίσεις του σε έξι κινηματογραφικές ταινίες μέσα σε τέσσερα χρόνια, η απαράμιλλη γοητεία του, τα αμέτρητα ειδύλλιά του με κάποιες από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, και τα αχαλίνωτα γλέντια του στα πιο διάσημα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας.
Από την πρώτη του, κιόλας, ταινία («Ο Κομήτης του Χάλεϊ», γνωστή και ως «Στην πόρτα της κολάσεως»), το 1960, δίπλα στη Μάρω Κοντού, τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Χριστόφορο Νέζερ, τον Σπύρο Καλογήρου και τον Αρτέμη Μάτσα, ο γυναικείος πληθυσμός ερωτεύτηκε αυτό το ψηλόλιγνο παλικάρι με τον «αέρα» που δεν παρέπεμπε σε ποδοσφαιριστή εκείνου του καιρού. Την ίδια χρονιά έπαιξε στην «Αγαπούλα μου» (Αντζελα Ζήλια, Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Ρίζος). Ακολούθησαν άλλες τέσσερις εμφανίσεις του: «Καραγκούνα», «Εσκότωσα για το παιδί μου», «Ο διαιτητής» (με τον Νίκο Σταυρίδη) και «Αθήνα ώρα δώδεκα».
Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα ήταν, ακόμη, ερασιτεχνικό. Για να υπογράψει στον Ολυμπιακό, πήρε 1.500 δραχμές. Αλλες 2.000 έδωσαν στη μητέρα του. Την dolce vita, στην οποία διακρίθηκε, τη χρηματοδοτούσαν τα έσοδά του από την καλλιτεχνική του καριέρα. Για κάθε ταινία στην οποία έλαβε μέρος, η αμοιβή του ήταν 15.000-18.000 δραχμές. Διόλου άσχημα, αν σκεφτεί κανείς ότι το «κασέ» της Αλίκης Βουγιουκλάκη ήταν γύρω στις 60.000. Κυκλοφορούσε με Αλφα Ρομέο κάμπριο, ντυνόταν με πανάκριβα ρούχα, και τα βράδια απουσίαζε από τα μπουζούκια μόνον αν την επόμενη μέρα είχε αγώνα – για να μην τον πάρει κανένα μάτι.
Θα τον συναντούσες συχνά στην «Τριάνα του Χειλά», στη Συγγρού, απέναντι από τον Αγιο Σώστη, όπου τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο -αγαπημένος του- Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ή, στο «Πανόραμα», στην Αχαρνών (Πάνος Γαβαλάς). Σε συνέντευξή του στο «Φως των Σπορ» είχε πει, αστειευόμενος, πως έκανε δύο προπονήσεις τη μέρα: μία το μεσημέρι, με τον Ολυμπιακό, και μία το βράδυ… στον χορό.
Παρά τα νυχτοπερπατήματά του, επί επτά χρόνια στη σειρά ήταν αναντικατάστατος στην άμυνα των «ερυθρόλευκων». Το παιχνίδι του ήταν εντυπωσιακό. Αρχοντικό. Εμοιαζε με εκείνο του Φραντς Μπεκενμπάουερ, που εμφανίστηκε στα γήπεδα λίγα χρόνια αργότερα. Τρεις σπουδαίοι ευρωπαϊκοί σύλλογοι (Μπαρτσελόνα, Ιντερ και Φενέρμπαχτσε) είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για να τον αποκτήσουν. Ο Ολυμπιακός δεν θέλησε να τον αποχωριστεί, αλλά και ο ίδιος ήταν απρόθυμος να απαρνηθεί την παραμυθένια ζωή που ζούσε στην Ελλάδα.
Ηταν μέγας καρδιοκατακτητής – όλοι οι άνδρες τον ζήλευαν για τις γυναίκες που δεν κατάφερναν να αντισταθούν στη γοητεία του. Ανάμεσά τους, όπως έγραφαν οι κοσμικές στήλες του αθηναϊκού Τύπου, η Λάουρα (τραγουδίστρια και «σεξοβόμβα» της εποχής), η Τζένη Βάνου, η Σπεράντζα Βρανά, η Μάρθα Βούρτση και η Μελίνα Μερκούρη.
Τη Μάρθα Καραγιάννη τη γνώρισε το 1959. Εκείνη, ανερχόμενη «σταρ» του σινεμά τότε, ούτε που είχε ξανακούσει το όνομά του (δήλωνε οπαδός του Ολυμπιακού επειδή είχε γεννηθεί στον Πειραιά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα από ποδόσφαιρο). Τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Πέρα από το παρουσιαστικό του, ο Στεφανάκος «είχε τον τρόπο του» με τις γυναίκες. Ηταν σοβαρός, τρυφερός κι ευγενικός. Η είδηση πως επρόκειτο να παντρευτούν, έγινε πρωτοσέλιδη σε όλες τις εφημερίδες: «Ο γάμος της χρονιάς», «Σμίγουν τα αστέρια», «Το πιο λαμπρό ζευγάρι»…
Ο γάμος έγινε το 1960 στον Αϊ-Γιώργη, στην Κυψέλη. Μια Δευτέρα του Οκτωβρίου, που η νύφη είχε ρεπό (τις Δευτέρες, τα θέατρα παρέμεναν κλειστά). Λίγους μήνες μετά, οι νιόπαντροι ανακοίνωσαν σε συγγενείς και φίλους ότι περιμένουν παιδί. Αλλά, σύμφωνα με τα βιογραφικά αφιερώματα του Μάκη Δελαπόρτα στην «Καθημερινή», η ευτυχία τους δεν κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Το βρέφος γεννήθηκε πολύ πρόωρα, κι έζησε μόνο τρεις μέρες. Ηταν ένα χτύπημα της Μοίρας, το οποίο δεν κατάφεραν να διαχειριστούν. Με πόνο ψυχής, συμφώνησαν να χωρίσουν.
Ο Στεφανάκος, με καταγωγή από τη Μάνη, γεννήθηκε στην Καλαμάτα στις 19 Οκτωβρίου 1936 (όχι Πρωτοχρονιά του 1937, όπως έγραφε η ταυτότητα). Ηρθε στην Αθήνα της Κατοχής, στα Εξάρχεια, το 1942 μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του (ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του στρατού και πολεμούσε στην Αίγυπτο). Το 1952 γράφτηκε στην Υπεροχή Νεαπόλεως, ομάδα Β’ Κατηγορίας, στην οποία έπαιζε και ο μετέπειτα δημοσιογράφος, Σταύρος Τσώχος. Δύο χρόνια αργότερα, το 1954, υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, χωρίς να πάρει δραχμή. Το 1956 έφυγε για τον Ηλυσιακό, όπου έμεινε για ένα χρόνο, και το 1957 ο Βαγγέλης Χέλμης τον πήγε στον Ολυμπιακό. Αν και, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, μικρός ήταν οπαδός της ΑΕΚ, και αθλητής στο τμήμα κολύμβησης του Παναθηναϊκού.
Το 1965 σκέφτηκε να ανοίξει ένα μαγαζί στο Πέραμα, γι’ αυτό ζήτησε από τη διοίκηση του Ολυμπιακού ένα δάνειο 100.000 δραχμών. Του το αρνήθηκαν (ενώ στον Γιώργο Σιδέρη έδωσαν το ίδιο ποσό). Αποφάσισε να φύγει από τον σύλλογο, όμως χωρίς τη συγκατάθεση της ομάδας του δεν μπορούσε να συνεχίσει την καριέρα του, ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη.
Τον Φεβρουάριο του 1966 αναχώρησε για το Γιοχάνεσμπουργκ, όπου ο Γιώργος Αμερικάνος, ο θρυλικός μπασκετμπολίστας της ΑΕΚ, είχε συγγενείς. Τον βοήθησαν να υπογράψει στη Ρέιντζερς της Νότιας Αφρικής, για δύο χρόνια, με 32.000 δρχ. τον μήνα. Υστερα πήρε μεταγραφή στην Κορίνθιας. Αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο, αρχές του 1969, τον ανάγκασε να σταματήσει το ποδόσφαιρο, στα 32.
Παντρεύτηκε τέσσερις φορές: τρεις στην Ελλάδα και μία στη Νότια Αφρική, και απέκτησε δύο παιδιά, τον Πέτρο και την Ανδριάνα. Κουμπάρος σε έναν από τους γάμους του ήταν ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Αλλά η σχέση του που «άντεξε» περισσότερο από κάθε άλλη (5 χρόνια) ήταν με μια κοπέλα που εργαζόταν ως υπεύθυνη στο «Ζόναρς»: τη Γιούλα. Ηταν ο μεγάλος του έρωτας.
Εζησε με πολύ κόσμο γύρω του, όμως τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε μόνος, στην Αρεόπολη. «Εφυγε» σε ηλικία 85 ετών.