Από αριστερά Λάρι Φινκ της BlackRock και Τζέιμι Ντάιμον της JP Morgan. Δύο επιβλητικές προσωπικότητες της Wall Street χτυπούν διακριτικά το καμπανάκι... | Creative Protagon
Θέματα

Μιλούν δύο πολύ ανήσυχοι γίγαντες της Wall Street

Οι επικεφαλής της JP Morgan και της BlackRock, Τζέιμι Ντάιμον και Λάρι Φινκ, μίλησαν στους Times του Λονδίνου - Η ανασφάλεια από τους πολέμους και τη γεωπολιτική αναταραχή, το σενάριο οι αυξητικές τάσεις των τιμών να αποδειχθούν επίμονες και οι εκτιμήσεις για το πόσοι θα αντέξουν σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων για μεγάλο διάστημα...
Protagon Team

Δύο από τους ισχυρότερους και πλέον έμπειρους παράγοντες της διεθνούς οικονομίας μεταφέρουν στους Times του Λονδίνου τις ανησυχίες τους για τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων. Πρόκειται για τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της JP Morgan, Τζέιμι Ντάιμον, τον επικεφαλής της μεγαλύτερης τράπεζας στον κόσμο, και για τον Λάρι Φινκ, τον συνιδρυτή, διευθύνοντα σύμβουλο και πρόεδρο της BlackRock, της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων στον πλανήτη.

Ο τίτλος του δημοσιεύματος είναι ενδεικτικός: «Δύο τιτάνες της Wall Street εξηγούν γιατί ο κόσμος βρίσκεται στην πιο επισφαλή του κατάσταση από το 1938».

Ο πόλεμος του Ισραήλ με τη Χαμάς και η πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν καταστήσει τον κόσμο μας ένα πιο «τρομακτικό και απρόβλεπτο» μέρος από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υποστηρίζει ο Ντάιμον. Ο θρυλικός τραπεζίτης τονίζει ότι η οικονομία στις ΗΠΑ παραμένει ισχυρή, υπογραμμίζοντας τα δημοσιονομικά και νομισματικά κίνητρα. Ωστόσο θεωρεί ότι «τα γεωπολιτικά ζητήματα είναι πολύ σοβαρά -αναμφισβήτητα τα πιο σοβαρά από το 1938».  

Οι λονδρέζικοί Times επισημαίνουν ότι η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή έχει ταρακουνήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε μια στιγμή που ήδη ανησυχεί ότι ο πληθωρισμός θα αποδειχθεί επίμονος και τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι αναμενόταν. Η ευρύτερη περιοχή όπου ξέσπασε ο νέος πόλεμος παρήγαγε το 2022 το 33% του πετρελαίου παγκοσμίως. Προηγούμενες κρίσεις, όπως η εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ το 1990 και το αραβικό πετρελαϊκό εμπάργκο της διετίας 1973-74 προκάλεσαν μεγάλα σοκ στις τιμές του μαύρου χρυσού.

Μέχρι στιγμής ωστόσο, κινούμενο περίπου στα 86 δολάρια το βαρέλι, το πετρέλαιο έχει σχεδόν επιστρέψει στα επίπεδα προ της 7ης Οκτωβρίου (ημέρα της επίθεσης της Χαμάς στο ισραηλινό έδαφος), ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί ελάχιστα.

Ο παράγοντας «φόβος» στην οικονομία 

«Ο γεωπολιτικός κίνδυνος είναι ένα σημαντικό στοιχείο που διαμορφώνει τις ζωές όλων μας» λέει στους Times o Λάρι Φινκ της BlackRock. «Σε όλο τον κόσμο έχουμε αυξανόμενο φόβο και λιγότερες ελπίδες. Ο αυξανόμενος φόβος προκαλεί απόσυρση από την κατανάλωση ή από την αύξηση των δαπανών. Ετσι, ο φόβος δημιουργεί μακροπρόθεσμα ύφεση —και αν συνεχίσουμε να έχουμε αυξανόμενο φόβο, η πιθανότητα μιας ευρωπαϊκής ύφεσης αυξάνεται καθώς και η πιθανότητα μιας ύφεσης στις ΗΠΑ» προσθέτει.

Η απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια την περασμένη εβδομάδα (για δεύτερη συνεχόμενη φορά μετά από 11 αυξήσεις) συνοδεύτηκε από αναφορές ότι η ίδια «δεν είναι ακόμη σίγουρη» ότι έχει κάνει αρκετά ώστε ο πληθωρισμός να επιστρέψει στον στόχο του 2% (από 3,7% σήμερα) τον Σεπτέμβριο του 2024.

Ο Τζέιμι Ντάιμον σημείωσε ότι ο πληθωρισμός είχε «εξομαλυνθεί ελαφρώς» δεν είναι όμως σίγουρος «ότι οι μακροπρόθεσμη δυναμική δεν είναι πληθωριστική». Ευρύτερα, το υψηλότερο κόστος δανεισμού φέρνει σε πιο δύσκολη θέση τους πιο αδύναμους κρίκους της οικονομίας. Ο Ντάιμον θυμίζει τη φράση του θρυλικού επενδυτή Γουόρεν Μπάφετ: «Βλέπεις ποιος κολυμπάει γυμνός όταν η παλίρροια υποχωρεί». Το αφεντικό της JP Morgan εκτιμά πως «δεν είναι όλοι πραγματικά έτοιμοι για επιτόκια 6% ή 7%. Αλλά δεν θα τα απέκλεια».

Ο Φινκ, ο ισχυρός άνδρας της BlackRock εκτιμά ότι θα ζήσουμε με υψηλότερο πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και ότι αυτό «θα απαιτήσει από τη Fed να αυξήσει τα επιτόκια -πιθανώς μία ή δύο φορές- ενώ αυτός θα είναι τελικά ο τρόπος με τον οποίο θα μπούμε σε ύφεση».

Οι Times μεταφέρουν την ανησυχία που μοιράζονται πολλά υψηλόβαθμα στελέχη της Wall Street για την ικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης να χρηματοδοτείται μεσοπρόθεσμα. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αγόρασε περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων κρατικών ομολόγων για να ενισχύσει την οικονομία. Το πρόγραμμα τερματίστηκε τον περασμένο Μάρτιο και η απόσυρση αυτή της ποσοτικής χαλάρωσης σε συνδυασμό με την έλλειψη διάθεσης για την αγορά κρατικών ομολόγων μεταξύ των αμερικανικών τραπεζών αλλά και διεθνών επενδυτών, όπως η Κίνα, θα μπορούσε να αναγκάσει την κυβέρνηση να δανειστεί ακριβότερα σε μια εποχή που το χρέος της πλησιάζει σε επίπεδα ρεκόρ. Οι ΗΠΑ έχουν εκδώσει φέτος χρέος ύψους 1,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που το δεύτερο υψηλότερο ποσό που έχει εκδοθεί ποτέ, με εξαίρεση τα πρώτα στάδια της πανδημίας.

Η διάθεση στη Wall Street παραμένει επιφυλακτική παρά την εντυπωσιακά ισχυρή ανάπτυξη των ΗΠΑ στο τρίτο τρίμηνο, που έφτασε στο 4,9%. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι Times, τα ασθενέστερα στοιχεία για την απασχόληση και τη μεταποίηση που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα έδειξαν ότι η αναπτυξιακή ώθηση μπορεί τελικά να αρχίσει να κάμπτεται. Η κυβέρνηση Μπάιντεν διοχετεύει κίνητρα στο σύστημα μέσω των νομοθετικών της πρωτοβουλιών για την υιοθέτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη βιομηχανία ημιαγωγών και τις αυξημένες δαπάνες για δρόμους, γέφυρες και ευρυζωνικές συνδέσεις.

«Εχουμε τεράστια κίνητρα», δηλώνει ο Φινκ, αναφερόμενος σε αυτές τις πρωτοβουλίες. «Είναι τα μεγαλύτερα κίνητρα που έχουν δοθεί ποτέ σε περιόδους που δεν υπάρχει πανδημία ή οικονομική κρίση (…) Και δίνονται σε μια εποχή που τα συνδικάτα μπορούν να κερδίσουν μια αύξηση των μισθών 25% (…) Ολα αυτά είναι πολύ πληθωριστικά, είτε πρόκειται για τα δημοσιονομικά κίνητρα είτε για τις αυξήσεις μισθών» προειδοποιεί.

Οπως σχολιάζουν οι Times, όλα περιστρέφονται γύρω από τη λέξη πληθωρισμός: «Απροσδόκητα υψηλή ανάπτυξη, μαζικά κυβερνητικά κίνητρα και τώρα δύο πόλεμοι που απειλούν να επεκταθούν σε ευρύτερες κρίσεις -όλα αυτά συνεπάγονται πληθωρισμό. Η φρενήρης ελπίδα στις αγορές ότι η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας έχουν φτάσει στην κορυφή του κύκλου αύξησης των επιτοκίων τους, μπορεί να αποδειχθεί πρόωρη» τονίζει η λονδρέζικη εφημερίδα.