Θέματα

Μίλαν Κούντερα: Ούτε κομμουνιστής, ούτε αντιφρονών, ούτε αριστερός ή δεξιός, απλά μυθιστοριογράφος 

Κομμουνιστής στη νιότη του και κατόπιν αντιφρονών, μετά τη Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ο εκλιπών την Τρίτη συγγραφέας της «Αβάσταχτης Ελαφρότητας...» επαναλάμβανε στην ύστερη ζωή του στη Δύση ότι «η τέχνη και η λογοτεχνία χάνουν την αξία τους όταν μετατρέπονται σε προπαγάνδα, είτε κομμουνιστική είτε αντικομμουνιστική»
Protagon Team

Στο βιβλίο «Προδομένες Διαθήκες» που κυκλοφόρησε το 1993 και κεντρικός του ήρωας είναι η τέχνη του μυθιστορήματος ο Μίλαν Κούντερα έγραψε, μεταξύ, άλλων πως, λόγω όλων όσα βίωσε στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, κατέληξε να θεωρεί, να αντιλαμβάνεται το μυθιστόρημα ως «μια προοπτική, μια σοφία, μια θέση· μια θέση που αποκλείει την ταύτιση με οποιαδήποτε πολιτική, οποιαδήποτε θρησκεία, οποιαδήποτε ιδεολογία, οποιοδήποτε ηθικό δόγμα, οποιαδήποτε ομάδα· ως μια μελετημένη, ξεροκέφαλη πεισματάρα, εξαγριωμένη μη ταύτιση, που δεν νοείται ως υπεκφυγή ή παθητικότητα, αλλά ως αντίσταση, περιφρόνηση, εξέγερση».

«Κατέληξα να έχω ορισμένες περίεργες συζητήσεις. “Είστε κομμουνιστής, κύριε Κούντερα;” “Οχι, είμαι μυθιστοριογράφος”. “Είστε αντιφρονών;” “Οχι, είμαι μυθιστοριογράφος”. “Είστε αριστερός ή δεξιός;” “Τίποτα από τα δύο. Είμαι μυθιστοριογράφος”», πρόσθεσε στο βιβλίο του ο περίφημος συγγραφέας. Και είναι αλήθεια πως ο Μίλαν Κούντερα, ο οποίος την Τρίτη 11 Ιουλίου άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, σε ηλικία 94 ετών, υπήρξε καταρχάς ένας εξαιρετικός μυθιστοριογράφος (παρότι υπήρξε και κομμουνιστής και αντιφρονών).

Επέστησε μεν τη προσοχή στην πολιτιστική και πολιτική καταπίεση της Κεντρικής Ευρώπης υπό τη Σοβιετική κυριαρχία, γράφοντας, όμως, «σκοτεινά κωμικά μυθιστορήματα που συνδύαζαν φιλοσοφικές θεωρίες για το κιτς, κριτικές του ολοκληρωτισμού και ονειρεμένες σκηνές χαμογελαστών αγγέλων και οργίων χωρίς πάθος», όπως αναφέρει ο Χάρισον Σμιθ της Washington Post, στη νεκρολογία του για τον συγγραφέα.

Βιβλία του Κούντερα σε βιβλιοπωλείο της Πράγας, σε φωτογραφία της 12ης Ιουλίου, ημέρας θανάτου του (REUTERS/David W Cerny)

Πάντως ο ίδιος ο Κούντερα συνήθιζε να περιγράφει τα μυθιστορήματά του ως πολυφωνικές συμφωνίες (πιθανώς επειδή ο πατέρας του ήταν πιανίστας), ως έργα που συνδύαζαν διάφορους ρυθμούς και είδη, από τον μύθο και το δοκίμιο έως τον αυτοβιογραφικό στοχασμό, επιδιώκοντας να εξερευνήσουν τη φύση της ταυτότητας και της θνητότητας.

Ηταν περισσότερο γνωστός για δύο μυθιστορήματα που έγραψε στα τσέχικα, «Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» (1979) και την περίφημη «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» (1984), μέσω των οποίων διερεύνησε ζητήματα όπως η εξορία, η μνήμη, οι δυσκολίες της αγάπης και της συμπόνιας, κατά τις ταραχώδεις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία.

Παρότι στα νιάτα του υπήρξε ιδεαλιστής κομμουνιστής, πολύ γρήγορα (όπως αποκάλυψε ο ίδιος στη συνέχεια) απογοητεύθηκε από το σταλινικό καθεστώς που κατέλαβε την εξουσία στην Τσεχοσλοβακία το 1948. Με το πρώτο του, όμως, σατιρικό μυθιστόρημα, «Το Αστείο» (για έναν τσέχο φοιτητή τον οποίο ένα αποτυχημένο αστείο τον οδηγεί σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας) που εκδόθηκε το 1967, ο Κούντερα κατέστη, εκούσια ή ακούσια, κορυφαίος αντιφρονών διανοούμενος στην Τσεχοσλοβακία.

Σοβιετικά τανκς και τα πληρώματά τους σε κεντρικό δρόμο της Πράγας το καλοκαίρι του 1968. Τις στρατιωτικές δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας που εισέβαλαν τότε στην Τσεχοσλοβακία για να καταστείλουν την Ανοιξη της Πράγας, οι Τσέχοι τις «υποδέχτηκαν» σαν να ήταν Ναζί (Daily Mirror/Daily Mirror/Mirrorpix via Getty Images)

Ο δημοσιογράφος της Washingtοn Post αναφέρει σχετικά πως παρόμοια τύχη με τον πρωταγωνιστή του «Αστείου» επρόκειτο, όμως, να έχει τρόπον τινά στη συνέχεια ο ίδιος ο Κούντερα, καθώς μετά την εισβολή των Σοβιετικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968 και τον τερματισμό της βραχύβιας Ανοιξης της Πράγας, τα βιβλία του εξαφανίστηκαν, τα θεατρικά του απαγορεύτηκαν, το διαβατήριό του δεν γινόταν δεκτό στα σύνορα ενώ ο ίδιος τέθηκε υπό παρακολούθηση.

Εξακολουθούσε, ωστόσο, να χαίρει μιας σχετικής ασφάλειας και ελευθερίας, κυρίως λόγω της φήμης του στη Δύση. Στις ΗΠΑ, τη δουλειά του την προωθούσε ο Φίλιπ Ροθ, συμβάλλοντας στην έκδοση μιας αγγλικής μετάφρασης των «Κωμικών Ερώτων» το 1974, ενώ ο Κούντερα και η σύζυγός του έλαβαν τελικά άδεια να ταξιδέψουν στη Γαλλία στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μετά τη βράβευση του μυθιστορήματός του «Η Ζωή είναι Αλλού» ως καλύτερο ξενόγλωσσο βιβλίο, το 1973.

Εχοντας απαλλαγεί από τους λογοκριτές του ο Μίλαν Κούντερα κατέστη ανοιχτά πιο επικριτικός (και στα μυθιστορήματά του και στα άρθρα και στα δοκίμιά του) απέναντι στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, εκφράζοντας, συγχρόνως, τη θλίψη του για την «εξαφάνιση» ολόκληρης της Κεντρικής Ευρώπης κάτω από τον Σοβιετικό ζυγό.

Ο Μίλαν Κούντερα φωτογραφισμένος στην Πράγα τον Μάιο του 1963 (CTK Photo/Frantisek Nesvadba via REUTERS)

Σταδιακά, ωστόσο, το ενδιαφέρον του για τις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα του άρχισε να ατονεί ενώ ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (δηλαδή λίγα χρόνια μετά την αυτοεξορία του στη Γαλλία) δυσανασχετούσε με όσους δυτικούς κριτικούς τον συνέκριναν με το Αλεξάντρ Σολζενίτσιν της Ρωσίας ή τον Γκίντερ Γκρας της Γερμανίας.

Μιλώντας στο The Paris Review είχε σημειώσει πως το κύριο αντικείμενό του δεν ήταν η πολιτική ή κοινωνική κριτική αλλά «η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στον σύγχρονο κόσμο». «Δεν αρκεί να δημιουργείς μια πολιτικοποιημένη τέχνη για να ασκείς κριτική στο καθεστώς. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί», είχε εξηγήσει στο Christian Science Monitor το 1981, προσθέτοντας πως «η τέχνη και η λογοτεχνία χάνουν την αξία τους, όταν μετατρέπονται σε προπαγάνδα, είτε κομμουνιστική είτε αντικομμουνιστική».

Στο «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης», για παράδειγμα, σημείο αναφοράς αποτελεί μεν η υποστηριζόμενη από τους Σοβιετικούς εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968, αλλά το μυθιστόρημα (μια συλλογή από επτά αλληλένδετες ιστορίες) πραγματεύεται επίσης διάφορα παράδοξα της ανθρώπινης ύπαρξης, τη σκληρότητα του γέλιου και τη θλίψη του σεξ, μεταξύ άλλων, όπως θυμίζει ο Χάρισον Σμιθ, συνθέτοντας το πορτρέτο του εκλιπόντα συγγραφέα.