Με σκηνικό το παλιό λεωφορείο της Finos Film και σενάριο εμπνευσμένο από το βιβλίο του Μίλτου Λιδωρίκη «Έζησα στην Αθήνα της Μπελ Επόκ», οι εκδόσεις Polaris παρουσίασαν το έργο του με μια βόλτα στην πόλη που αγάπησε ο συγγραφέας και στάσεις σε σημεία συνδεδεμένα με τη ζωή του.
Το ραντεβού για την ξενάγηση των δημοσιογράφων με το λεωφορείο-αντίκα στην Αθήνα της Μπελ Επόκ δόθηκε έξω από το Καφέ Ζόναρς. Ο λόγος προφανής, αφού η κατοικία Λιδωρίκη βρισκόταν στο νούμερο 10 της οδού Πανεπιστημίου: «Γεννήθηκα τον Μάρτιο του 1872. Οι αναμνήσεις μου αρχίζουν από τα παιδικά μου χρόνια στο αρχοντικό των γονιών μου, που κτίσθηκε στα 1840 στην οδό Πανεπιστημίου, μεταξύ του Ιλίου Μελάθρου -‘Αρειος Πάγος- και της οικίας Αιγινίτη, γωνία Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου. Τότε λίγοι Αθηναίοι έλεγαν -όπως το άκουσα από τη μάνα μου- ότι ο εκ μητρός μου πάππος Σταμάτιος Δάρρας, πληρεξούσιος των νησιών, τρελάθηκε για να κτίσει στα χωράφια. Καημένε παππού! Δεν έκτιζες και σε άλλα τέτοια χωράφια!», γράφει ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης που όταν ήταν παιδάκι ανυπομονούσε να βγει στο παράθυρο για να δει τον βασιλιά Γεώργιο Α’. Γιατί ο βασιλιάς επισκεπτόταν καθημερινά τα άλογά του στους βασιλικούς στάβλους, που βρίσκονταν στη θέση του σημερινού Ζόναρς.
Στη συνέχεια, και ενώ η Ζωζώ Λιδωρίκη, σύζυγος δημοσιογράφου και συγγραφέα Αλέκου Λιδωρίκη, γιου του Μιλτιάδη, μετέφερε το κλίμα της εποχής διαβάζοντας αποσπάσματα από το βιβλίο, το λεωφορείο κατηφόρισε προς την Ομόνοια, που κάποτε ήταν κέντρο διασκέδασης και άνθιζαν τα θέατρα, τα «καφέ αμάν» και «καφέ σαντάν». Και από κει μπήκε στην Αγίου Κωνσταντίνου και πέρασε μπροστά από το Εθνικό Θέατρο όπου ο Μίλτος Λιδωρίκης ήταν διευθυντής προσωπικού και εθιμοτυπίας.
Στην πλατεία Ελευθερίας ή Κουμουνδούρου, όπως είναι πιο γνωστή στη μνήμη του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου που διετέλεσε πρωθυπουργός στα μέσα του 19ου αιώνα και κατοικούσε στην οδό Πειραιώς, διαβάστηκε ένα απόσπασμα σχετικό με την κηδεία του. Από κει το λεωφορείο, μέσω της Πειραιώς που κάποτε ήταν χωματόδρομος γεμάτος λακκούβες ταλαιπωρώντας άμαξες και κάρα, κατέβηκε στο Νέο Φάληρο, το κοσμικό θέρετρο της Μπελ Επόκ.
Μπροστά από το Θεραπευτήριο Metropolitan υπήρχε πλαζ με ξύλινη εξέδρα όπου συγκεντρωνόταν όλη η αθηναϊκή ελίτ για τα μπάνια της, αλλά χωριστά: από τη μια πλευρά της εξέδρας οι γυναίκες και από την άλλη οι άντρες. Λίγο πιο κάτω ήταν το ξενοδοχείο «Ακταίον», ένα εκπληκτικό κτίριο σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Τσίλερ και Καραθανασόπουλου, που εγκαινιάστηκε το 1903 αλλά εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και αργότερα, επί Χούντας, το γκρέμισε ο δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης.
Και στο παραθαλάσσιο «Θέατρο του Φαλήρου», απέναντι από το «Ακταίον» πρωτοπαίχτηκε το καλοκαίρι του 1916 η επιθεώρηση «Ξιφίρ φαλέρ», που έγραψε ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης μαζί με τον Νικόλαο Λάσκαρη και τον Γεώργιο Πωπ.
Η ξενάγηση συνεχίστηκε στη Λεωφόρο Συγγρού και την υπόθεση του Αγίου Σώστη: μια αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Γεωργίου Α’ στη θέση Ανάλατος ήταν η αφορμή να χτιστεί στο σημείο αυτό ο ναός.
Μετά από την ανάγνωση ενός ωραίου αποσπάσματος για την Καθαρή Δευτέρα των παλιών Αθηναίων στους Στύλους Ολυμπίου Διός, η βόλτα στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, την «ακατάστατη και απεριποίητη τότε Αθήνα», που όμως «ήταν μια πόλις τόσο συμπαθητική, τόσο φυσικά ωραία, που και οι ξένοι περιηγηταί φεύγοντας δεν έπαυαν να την εξυμνούν», έκλεισε στην πλατεία Προσκόπων με ένα ποτήρι κρασί στο all-day-bar-restaurant-χώρο πολιτισμού «Επήρεια».
Το βιβλίο: Με φόντο τους δρόμους και τα κτίρια, τα καφενεία, τα θέατρα, τα κοσμικά σαλόνια, τους χορούς και τα καμπαρέ της πόλης, ο Μίλτος Λιδωρίκης συνομίλησε με γραφικούς καθημερινούς τύπους, απλό κόσμο αλλά και αριστοκράτες και συγγραφείς και καλλιτέχνες, γνώρισε βασιλιάδες, πρίγκιπες και αυλικούς, συγγενείς αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, διαπρεπείς πολιτικούς, ποιητές, συγγραφείς, ηθοποιούς και επιστήμονες, κομψές Αθηναίες καλλονές και φανταχτερές κοκότες. Ο αξιαγάπητος «Μερτιάδης», όπως τον αποκαλούσαν οι κάτοικοι του Λιδωρικίου, έζησε, γεύτηκε και λάτρεψε την αντιφατική Αθήνα της Μπελ Επόκ, μεταφέροντας κατά τον Άγγελο Τερζάκη «ένα ξεχείλισμα ζωής, μια φλόγα, έναν ενθουσιασμό όλο νιάτα». Αυτή η ατμόσφαιρα διαποτίζει το οδοιπορικό του, που αποτελεί ένα μοναδικό χρονικό ζωής και ταυτόχρονα μια πολύτιμη μαρτυρία της μεταμόρφωσης της Αθήνας σε μεγαλούπολη.
Οι εκδόσεις Polaris, με τη συμβολή των Διεθνών Σχέσεων Πολιτισμού και του Αρχείου Α. Λιδωρίκη, συγκέντρωσαν τα απομνημονεύματα του Μίλτου Γ. Λιδωρίκη, που άρχισαν να δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Ασύρματος» το 1940. Το βιβλίο, το οποίο προλογίζει ο Γιώργος Χατζηδάκης, περιλαμβάνει 150 σπάνιες φωτογραφίες της εποχής, από το αρχείο Αλέκου Λιδωρίκη και από τον Τύπο της εποχής, με σχολιασμό του Γ. Χατζηδάκη.
Ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης: Διακεκριμένος θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός της γενιάς του 1890, ο αγαπημένος «Μίλτος της Αθήνας των ωραίων ημερών» και των κοσμικών σαλονιών, γεννήθηκε το 1871 στο Κροκύλειο Φωκίδας και απεβίωσε το 1951. Σπούδασε νομικά, εκλέχτηκε βουλευτής το 1906 και το 1910 και διετέλεσε διευθυντής της Βουλής. Γόνος οικογένειας αγωνιστών του ’21, μυημένων στη Φιλική Εταιρεία, είχε γαλουχηθεί με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και πήρε μέρος ως εθελοντής στους πολέμους του 1897 και του 1912, υπήρξε ιδρυτής του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου, από τους ιδρυτές της Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου και καθηγητής της αντίστοιχης θεατρικής σχολής, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου.
Εργάστηκε ως χρονικογράφος εφημερίδων και έγραψε περίπου είκοσι θεατρικά έργα –δράματα, κωμωδίες και επιθεωρήσεις– καθώς και δύο μυθιστορήματα. Είχε δύο γιους, τον Γιώργο και τον Αλέκο – γνωστό θεατρικό συγγραφέα και δημοσιογράφο.
Το λεωφορείο της ξενάγησης: Είναι 57 ετών και όταν αποσύρθηκε από την κυκλοφορία είχε συµπληρώσει 43 χρόνια καθηµερινής προσφοράς. Μάλιστα, το 1968 «έπαιξε» μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δηµήτρη Παπαµιχαήλ στην ταινία «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης» της Finos Film.
Κατασκευάστηκε το 1961 και είναι το 34o από τα περίπου 400 οχήµατα της σειράς R495/514 που παρήχθησαν από τη Βιαµάξ (Βιοµηχανία Αµαξωµάτων). Εξ ολοκλήρου ελληνικής σχεδίασης και κατασκευής, από τον αρχισχεδιαστή της εταιρίας Γιάννη Δρακούλη, µε µηχανικά µέρη της συνεργαζόµενης µε την Βιαµάξ Mercedes-Benz, ήταν το πρώτο ελληνικής κατασκευής αυτοφερόµενο λεωφορείο.
Αποτέλεσε τεχνολογική επανάσταση στην εποχή του, αφού τα λεωφορεία χωρίς σασί ήταν κάτι το εντελώς νέο στην Ευρώπη (ανάλογα αυτοκίνητα είχαν παρουσιάσει τα προηγούµενα χρόνια µόνο κάποια µεγάλα γερµανικά εργοστάσια όπως ο Kässbohrer και ο Auwärter αλλά και η Mercedes) και οι επαγγελµατίες ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς την αγορά του.
Σύµφωνα µε στελέχη της Βιαµάξ, αρχικά η Mercedes δεν επέτρεψε την τοποθέτηση των σηµάτων της στο νέο λεωφορείο. Έτσι εστάλη ένα αυτοκίνητο στα κεντρικά της εταιρείας στο Μανχάιµ προκειµένου να δοκιµαστεί εξαντλητικά και να πιστοποιηθεί ότι καλύπτει τα στάνταρ του γερµανικού εργοστασίου ώστε να επιτραπεί να διανεµηθεί εµπορικά µε το brand name της γερµανικής εταιρίας και µε το σήµα-αστέρι της.
Κατά τη διάρκεια των ελέγχων, το ελληνικό λεωφορείο όχι µόνο εντυπωσίασε τους Γερµανούς περνώντας µε επιτυχία τις δοκιµές στις οποίες υπεβλήθη, αλλά διαπιστώθηκε ότι οι έλληνες τεχνικοί είχαν λάβει υπόψη τους µια σειρά από παραµέτρους στον σχεδιασµό και την αντοχή του αµαξώµατος, που δεν είχαν ληφθεί υπόψη στο «Ο321Η», το ανάλογο λεωφορείο της Mercedes, τις οποίες και υιοθέτησαν στη συνέχεια, εξελίσσοντας το τελευταίο. Η στιβαρότητα του αυτοκινήτου όµως και η διαχρονική σχεδίασή του είναι ορατές ακόµα και σήµερα.
Το συγκεκριμένο λεωφορείο πρωτοταξινοµήθηκε στο ΚΤΕΛ Μεσσηνίας με αριθµό κυκλοφορίας 175.232 και fleet no 7. Αποσύρθηκε το 1982, οπότε αντικαταστάθηκε από ένα νέο λεωφορείο 50 θέσεων, όµως, το 1984 ξανακυκλοφόρησε για λογαριασµό του ΚΤΕΛ Μεσσηνίας. Απέκτησε αριθµό στόλου 104 και μέχρι τον Ιούλιο του 2004, οπότε και αποσύρθηκε οριστικά από την κυκλοφορία, εξυπηρετούσε µόνο τα χωριά στα νησιά της άγονης γραµµής.
Για κάποιο διάστηµα το µέλλον του ήταν αβέβαιο, και παρά τις επανειλημµένες προσπάθειες συλλόγων αλλά και µεµονωµένων ανθρώπων που αγαπούν και σέβονται το έργο των λεωφορείων στην κοινωνία αλλά και την βιοµηχανική κληρονοµιά της χώρας, κατέληξε σε διαλυτήριο οχηµάτων από όπου διασώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγµή, χάρη στις προσπάθειες του Χάρη και του Βαγγέλη Λαζαρόπουλου.