Τρεις από τις πιο ισχυρές οικογένειες στον πυρήνα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας συνδέονται άμεσα με το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, αλλά επί χρόνια αποσιωπούσαν, εάν δεν παραποιούσαν, το παρελθόν τους, αποτελώντας μια αξιοσημείωτη εξαίρεση στο πλαίσιο της κουλτούρας της ανάληψης της ευθύνης για το Ολοκαύτωμα που σχηματίστηκε και εδραιώθηκε στην μεταπολεμική Γερμανία. Αυτή είναι η κεντρική θέση του βιβλίου (κάτω)«Nazi Billionaires: The Dark History of Germany’s Wealthiest Dynasties», (Δισεκατομμυριούχοι Ναζιστές: Η Σκοτεινή Ιστορία των Πλουσιότερων Δυναστειών της Γερμανίας) που φέρει την υπογραφή του ολλανδού δημοσιογράφου Ντάβιντ ντε Γιονγκ .
Ο Ντε Γιονγκ, ο οποίος σήμερα ζει στο Ισραήλ, ερευνά εδώ και πολλά χρόνια τους δεσμούς της γερμανικής βιομηχανίας με το ναζιστικό παρελθόν της χώρας. Μεταξύ των οικογενειών για τις οποίες γράφει στο βιβλίο του περιλαμβάνεται η οικογένεια Κβαντ (Quandt), η πλουσιότερη της Γερμανίας. Οι κληρονόμοι της, τα αδέρφια Στέφαν Κβαντ και Σουζάνε Κλάτεν διαθέτουν περιουσία περίπου 38 δισεκατομμυρίων δολαρίων και ελέγχουν μεταξύ άλλων τις BMW, Mini και Rolls-Royce.
Είναι εγγόνια του Γκίντερ Κβαντ και παιδιά του Χέρμπερτ Κβαντ, που υπήρξαν αμφότεροι μέλη του ναζιστικού κόμματος και ιδιοκτήτες εργοστασίων στα οποία εργάστηκαν καταναγκαστικά περισσότεροι από 57.000 άνθρωποι, κατασκευάζοντας μπαταρίες, όπλα και πυρομαχικά.
«Ο Γκίντερ Κβαντ απέκτησε εταιρείες από Εβραίους που αναγκάστηκαν να ξεπουλήσουν τις επιχειρήσεις τους και από άλλους οι περιουσίες των οποίων κατασχέθηκαν μετά την κατάληψη των χωρών τους από τη Γερμανία. Ο Χέρμπερτ Κβαντ συμμετείχε σε τουλάχιστον δύο τέτοιες ύποπτες εξαγορές και επέβλεψε επίσης τον σχεδιασμό, την κατασκευή και την αποσυναρμολόγηση ενός ημιτελούς υποστρατοπέδου συγκέντρωσης στην Πολωνία», γράφει ο Ντε Γιονγκ σε σύνοψη του βιβλίου του στους New York Times.
Οι στενοί τους δεσμοί με τον ναζισμό είχαν ήδη καταγγελθεί από πολλούς ιστορικούς ενώ αποτέλεσαν και το αντικείμενο ενός ντοκιμαντέρ. Αλλωστε ο Γκίντερ Κβαντ είχε συλληφθεί το 1946 ως ύποπτος συνεργασίας με τους Ναζί, ωστόσο απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας πως αναγκάστηκε να ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα από τον Γιόζεφ Γκέμπελς, τον Υπουργό Προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας.
Οι σχέσεις των δύο ανδρών με το χιτλερικό καθεστώς επιβεβαιώθηκαν και το 2011 από ειδικούς μελετητές, έπειτα, μάλιστα, από αίτημα του Στέφαν Κβαντ. Ωστόσο, η έδρα του ομίλου εξακολουθεί να φέρει το όνομα του παππού του (Γκίντερ Κβαντ) ενώ ο Στέφαν Κβαντ συνεχίζει να απονέμει κάθε χρόνο ένα βραβείο δημοσιογραφίας προς τιμήν του πατέρα του Χέρμπερτ Κβαντ.
Οσον αφορά την οικογένεια Πόρσε-Πίεχ (Porsche-Piëch) που κατέχει περιουσία ύψους είκοσι δισεκατομμυρίων δολαρίων και ελέγχει τον όμιλο Volkswagen (με τις Audi, Bentley, Cupra, Lamborghini, Porsche, SEAT, Škoda και Volswagen), ο Φέρι Πόρσε, γιος του Φέρντιναντ Πόρσε, του ιδρυτή της Volkswagen και της Porsche, κατέθεσε αίτημα για να ενταχθεί στις τάξεις των SS το 1938 ενώ το 1941 έγινε αξιωματικός.
«Κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, ο κ. Πόρσε ήταν απασχολημένος με την διεύθυνση της εταιρείας Porsche στη Στουτγάρδη, η οποία εκμεταλλευόταν εκατοντάδες εργάτες που εργάζονταν καταναγκαστικά. Ως διευθύνων σύμβουλος της Porsche στις μεταπολεμικές δεκαετίες, περιβαλλόταν από πρώην υψηλόβαθμους αξιωματικούς των SS», αναφέρει ενδεικτικά ο ολλανδός δημοσιογράφος στο άρθρο του.
«Στην αυτοβιογραφία του το 1976, ο κ. Πόρσε προέβη σε μια στρεβλή ιστορική περιγραφή, γεμάτη αντισημιτικές δηλώσεις, σχετικά με τον εβραίο συνιδρυτή της Porsche, Αντολφ Ροζενμπέργκερ. Τον κατηγόρησε, μάλιστα, για εκβιασμό, αφότου αναγκάστηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία. Η αλήθεια είναι ότι το 1935 ο Φέρι Πόρσε έλαβε τις μετοχές της εταιρείας του κ. Ροζενμπέργκερ, αφού ο πατέρας του, Φέρντιναντ Πόρσε, και ο κουνιάδος, Αντον Πίεχ, εξαγόρασαν το μερίδιο του συνιδρυτή της εταιρείας, πληρώνοντας πολύ λιγότερα από την αγοραία αξία των μετοχών του», εξηγεί.
«Οι Πόρσε δεν έχουν μιλήσει ποτέ δημόσια για τις δραστηριότητες των προπατόρων τους κατά τη διάρκεια του Γ’ Ράιχ. Και δεν ήταν μόνο ο Φέρι Πόρσε που ενεπλάκη: ο Φέρντιναντ Πόρσε που σχεδίασε το Volkswagen, κατά τη διάρκεια του πολέμου διηύθυνε το εργοστάσιο της Volkswagen μαζί με τον κ. Πίεχ. Εκεί, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εργάστηκαν καταναγκαστικά ή χρησιμοποιήθηκαν ως σκλάβοι για τη μαζική παραγωγή όπλων», προσθέτει ο Ντε Γιονγκ.
Τέλος υπάρχει και η οικογένεια Φλικ (Flick), τα μέλη της οποίας είναι απόγονοι του μεγιστάνα του χάλυβα, του άνθρακα και των όπλων Φρίντριχ Φλικ που καταδικάστηκε σε κάθειρξη επτά ετών το 1947 για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στη Δίκη της Νυρεμβέργης κρίθηκε ένοχος για καταναγκαστική εργασία, για χρηματοδότηση των SS και για τη λεηλασία ενός εργοστασίου χάλυβα.
Ομως μετά την πρόωρη αποφυλάκισή του, το 1950, ξαναέστησε τον επιχειρηματικό του όμιλο και κατέστη κύριος μέτοχος της Daimler-Benz, της μεγαλύτερης, τότε, αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας. Αρκετά χρόνια μετά, το 1985, η Deutsche Bank προέβη στην εξαγορά του ομίλου Flick, καθιστώντας δισεκατομμυριούχους τους απογόνους του ναζιστή επιχειρηματία.
«Σήμερα ένας κλάδος της δυναστείας Φλικ, με περιουσία περί τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια, διατηρεί ένα ιδιωτικό ίδρυμα στο Ντίσελντορφ που φέρει το όνομα του πατριάρχη τους. Το ίδρυμα (το οποίο συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο ενός από τα πιο διάσημα πανεπιστήμια της Γερμανίας και χρηματοδοτεί εκπαιδευτικές, ιατρικές και πολιτιστικές πρωτοβουλίες, κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία) εξακολουθεί να φέρει το όνομα ενός καταδικασμένου ναζιστή εγκληματία πολέμου, στα εργοστάσια και τα ορυχεία του οποίου δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εργάζονταν σε καταναγκαστικά έργα είτε ως δούλοι, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων Εβραίων. Αλλά μέσω του ιστοτόπου του ιδρύματος δεν θα μαθαίνατε ποτέ για το αμαυρωμένο παρελθόν της περιουσίας των Φλικ», αναφέρει ο Ντε Γιονγκ.
Ο ολλανδός δημοσιογράφος χρησιμοποιεί αυτές τις περιπτώσεις για να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια και τη διαφάνεια του όλου προβληματισμού της Γερμανίας όσον αφορά τις ευθύνες της για το ναζιστικό της παρελθόν. Ωστόσο η κατηγορία είναι τουλάχιστον εν μέρει άδικη.
Είναι αλήθεια ότι αυτές οι βιομηχανικές οικογένειες στις επίσημες βιογραφίες τους έχουν σε μεγάλο βαθμό αποσιωπήσει τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι πρόγονοί τους στο πλαίσιο της λειτουργίας της ναζιστικής πολεμικής μηχανής αλλά και του Ολοκαυτώματος. Αλλά δεν αποσιώπησαν τίποτα πάρα πολλοί άλλοι Γερμανοί, ιστορικοί, ερευνητές, παραγωγοί ντοκιμαντέρ και ακτιβιστές, πάνω στους οποίους βασίστηκε ο Ντε Γιονγκ για την εκπόνηση της δικής του μελέτης.
Στη Γερμανία διεξάγεται εδώ και χρόνια μια διεξοδική (και επώδυνη σε μεγάλο βαθμό) συζήτηση όσον αφορά τη συνεργασία της εθνικής βιομηχανίας (και όχι μόνο) με το ναζιστικό καθεστώς, πράγμα που δεν συμβαίνει στην Ιταλία, για παράδειγμα (ή συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό) όσον αφορά τη σχέση των θεμελιωτών της ιταλικής βιομηχανίας με τον φασισμό.
Το να υπενθυμίζονται στις γερμανικές δυναστείες οι όποιες ευθύνες τους είναι απόλυτα θεμιτό. Αλλά το να υποστηρίζεται πως «ενδέχεται όλη η χώρα να είναι υπόχρεη σε μερικούς δισεκατομμυριούχους και στις πολυεθνικές τους που νοιάζονται περισσότερο για την προστασία των υπολήψεών τους – και των περιουσιών τους – παρά για την αντιμετώπιση του παρελθόντος», όπως γράφει ο Ντε Γιονγκ, υποτιμά το πολύτιμο έργο όλων όσοι κατήγγειλαν και συνεχίζουν να καταγγέλλουν αυτές τις ευθύνες.