Σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων από (θεμιτές) απόπειρες επανεξέτασης και (άκομψες) επιχειρήσεις αναθεώρησης της Ιστορίας μας, είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικό να διαπιστώνει κανείς και μεθοδικές, εποικοδομητικές προσπάθειες, που ανοίγουν νέα κεφάλαια στην ιστοριογραφία.
Yπάρχουν πολλά στην πολύπαθη Ιστορία μας, τα οποία λειτουργούν ως εμπόδια στην πρόοδο της Ελλάδας. Ένα από αυτά είναι και το δισδιάστατο πρόβλημα: Αφενός, δεν τη γνωρίζουμε. Αφετέρου, δεν έχουμε αναμετρηθεί με αυτήν, εθνικά και συνολικά. Αποτέλεσμα: Σε κρίσιμες στιγμές, ο καθένας λέει ό,τι του κατέβει, άλλος αναλύει όσα συνέβησαν πριν από εκατοντάδες χρόνια πρόχειρα και με κριτήρια πολύ μεταγενέστερα και άλλος θεωρεί ότι Ιστορία είναι το ερμηνευόμενο και όχι το συμβάν, το γεγονός, το καταγεγραμμένο.
Η συζήτηση είναι μεγάλη και αν είχαμε λύσει τα θέματά μας, δεν θα είχε καν νόημα να συζητούμε ή πάντως θα συζητούσαμε από άλλο σημείο εκκίνησης.
Επειδή λοιπόν δεν τα έχουμε λύσει, ολοένα και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νέες πτυχές τους. Και είμαστε επιρρεπείς στα πισωγυρίσματα.
Διανύοντας ακόμη το 200ό έτος από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, για την οποία επίσης εκδηλώνονται απόπειρες αναθεωρητικής ερμηνείας – άλλες αθώες, άλλες ύποπτες και άλλες επικίνδυνες – μπορεί κανείς να απορήσει για πολλά. Όπως για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να έχει αγνοηθεί στην επέτειο αυτή, το πιο εμπεριστατωμένο, μεθοδικό και εν τέλει το μοναδικό αξιόλογο προεπαναστατικό κείμενο: «Η Ελληνική Νομαρχία – Ήτοι Λόγος Περί Ελευθερίας».
Πρόκειται μέχρι σήμερα περί κειμένου «αγνώστου πατρός». Εξ ου και «ΠΑΡΑ ΑΝΟΝΊΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ». Το γιατί το έργο δεν αξιολογείται διαχρονικά όπως θα του άξιζε, μπορεί και να εξηγείται από το περιεχόμενο του, ίσως και από άλλες παραμέτρους. Περιλαμβάνει όχι και τόσο ευχάριστες αναφορές στη σχέση κράτους και κλήρου, προτάσεις για το πολίτευμα του νέου κράτους («καληωτέρα η Νομαρχική διοίκησις», η διακυβέρνηση με την ισχύ των νόμων), σχόλια για την ταξική διάρθρωση και το ρόλο των αρχόντων, κ.ά. Παρά ταύτα, ήταν το απόλυτο εγχειρίδιο των Φιλικών και ενδεχομένως, δίχως αυτό να μην υπήρχε καν η Επανάσταση, ή πάντως να είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά και άλλη έκβαση.
Παρ’ όλη αυτή τη σπουδαιότητα, ο συγγραφέας παραμένει άγνωστος, «ανόνιμος». Πώς είναι δυνατόν;
Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, μπορεί κάτι να υπονομευθεί και να απαξιωθεί, αν αυτό εξυπηρετεί κάποιους κύκλους και αν επιχειρηθεί συστηματικά. Έτσι, ένα τόσο σημαντικό κείμενο έχει επιχειρηθεί να αποδοθεί σε «κάποιον», τάχα άγνωστο νεαρό φοιτητή με φλογερό φρόνημα και σε διαφόρους άλλους, από τον Κωλέττη έως τον Κοραή, δίχως κάτι από αυτά να αντέχει στην ιστορική βάσανο και να τεκμηριώνεται πειστικά.
Oσο και αν φαίνεται παράδοξο, μία από τις σημαντικότερες και πλέον συστηματικές προσπάθειες ταύτισης του συγγραφέα της Νομαρχίας, έγινε μόλις τους προηγούμενους μήνες, από τον ιστορικό Παναγιώτη Πασπαλιάρη. Εκδόθηκε προσφάτως και τιτλοφορείται «Ο Μεγάλος Ανορθόγραφος». Πράγματι, ο Ανόνιμος ήταν ανορθόγραφος – το διαπιστώνει κανείς από το εξώφυλλο. Μπέρδευε συχνά τα «ι», τα «η» τα «ει».
Ωστόσο, το ότι εκδόθηκε «ίδιοις αναλώμασι» το έγραφε σωστά…
«Ιδίοις αναλώμασι» όμως έζησε και μάλλον εξίσου ανορθόγραφος ήταν και κάποιος άλλος. Κάποιος που το 1806, όταν εκδόθηκε η «Νομαρχία» ήταν 30 ετών, μέλος της διοίκησης της νεοπαγούς Ιονίου Πολιτείας και που λίγες δεκαετίες αργότερα, μετά την Επανάσταση, έγινε ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους: ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Μέσα από μία εξαντλητική αντιπαραβολή κειμένων, μελέτη των πηγών και παρατήρηση ιστορικών στιγμιοτύπων, η νέα αυτή εργασία καταλήγει και προτείνει την ταύτιση: Ο Ανόνιμος είναι ο Καποδίστριας – ή μπορεί κάλλιστα να είναι.
Τι μπορεί να εμπόδιζε μία τέτοια κοσμογονική διαπίστωση εδώ και διακόσια-τόσα χρόνια; Μα τι άλλο, πέρα από τα πάθη της εποχής και των ετών που ακολούθησαν, τα οποία οδήγησαν και στη δολοφονία του Καποδίστρια και φυσικά στην συστηματική προσπάθεια κάποιων κύκλων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών) να διαστρεβλώσουν, να συσκοτίσουν τον ρόλο του και να αποσιωπήσουν τη συμβολή του στην Επανάσταση και στην δημιουργία του νέου κράτους.
Η προσπάθεια της ταύτισης και η πειστική της έκβαση στον «Μεγάλο Ανορθόγραφο» μπορεί και να ανοίγει νέα κεφάλαια στην Ιστοριογραφία μας, να προσφέρει νέες αφορμές για την καλλιέργεια της εθνικής μας συνείδησης και πάντως να καθιστά συγκλονιστικό το βάσιμο ενδεχόμενο, ο συντάκτης του σημαντικότερου προεπαναστατικού κειμένου να είναι και ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Oλα αυτά πρέπει να αξιολογηθούν. Ίσως η Ακαδημία Αθηνών θα πρέπει να το δει ως ευκαιρία και για τη δική της λειτουργία και για τη χώρα.
Και πάντως, από τη στιγμή που υπάρχει αυτό το κείμενο, με την τόσο εξαντλητική τεκμηρίωση, όποιος θέλει να το αντικρούσει, θα πρέπει να κάνει μία εξίσου μεθοδική και πειστική εργασία.