Βόλτα στην περίφημη Κρουαζέτ των Καννών το 1880 | ND/Roger Viollet via Getty Images
Θέματα

Μια φορά κι έναν καιρό στη γαλλική Ριβιέρα

Στο βιβλίο του «The Once Upon a Time World», ο αμερικανός Τζόναθαν Μάιλς αφηγείται ιστορίες της Κυανής Ακτής: αν και δημοφιλής προορισμός πολλές δεκαετίες πριν, ο μύθος για τη λάμψη και τη γοητεία της Γαλλικής Ριβιέρας άρχισε να συντίθεται όταν την «ανακάλυψε» το τζετ σετ και καθιερώθηκε το φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών
Protagon Team

Το καλοκαίρι του 1922, ο Τζέραλντ Μέρφι, ένας αμερικανός καλλιτέχνης και συνεργάτης του ρώσου ιμπρεσάριου Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, ιδρυτή των περίφημων Ρωσικών Μπαλέτων (Ballet Russes), έλαβε πρόσκληση να επισκεφθεί τον Κόουλ Πόρτερ, έναν παλιό του φίλο από το Γέιλ, στη Νότια Γαλλία. Την επόμενη χρονιά, έχοντας ενθουσιαστεί με τις ερημικές παραλίες, ο Μέρφι επέστρεψε στις Κάννες μαζί με τη σύζυγό του Σάρα και τα τρία παιδιά τους, καταλύοντας σε ένα ξενοδοχείο το οποίο, παραδόξως (τότε) παρέμενε ανοιχτό και κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου.

Μόνο δύο ακόμη οικογένειες ήταν εκεί, η μία από τις οποίες ήταν του Πάμπλο Πικάσο. Η Σάρα, η σύζυγος του Τζέραλντ Μέρφι, και ο κορυφαίος ισπανός ζωγράφος μάλλον είχαν ένα μικρό ειδύλλιο, ενώ λίγο αργότερα ένας άλλος φίλος του ζεύγους από τις ΗΠΑ, ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, χρησιμοποίησε τη σχέση του ανδρόγυνου ως πρότυπο για τον τεταμένο γάμο του Ντικ και της Νικόλ Ντάιβερ στο μυθιστόρημά του «Τρυφερή είναι η Νύχτα».

Κάπως έτσι άρχισε να συντίθεται σταδιακά ο μύθος για τη λάμψη και τη γοητεία της Γαλλικής Ριβιέρας, με πλούσιους, διάσημους και ταλαντούχους ανθρώπους να διασκεδάζουν κάτω από τον ήλιο, αναφέρει σε δημοσίευμά του ο Economist, εξηγώντας πως ο Τζέραλντ Μέρφι στην πραγματικότητα επινόησε αυτό το κομμάτι της ακτής της Προβηγκίας ως τον υπέρτατο καλοκαιρινό προορισμό αρχικά για το «τζετ σετ» της εποχής, και σταδιακά για ένα ολοένα ευρύτερο κοινό.

Ο Πάμπλο Πικάσο και η επίσης ζωγράφος Φρανσουάζ Γκιγιό, με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση, σε μια μικρή παραλία της γαλλικής Ριβιέρας (Keystone-France/Gamma-Keystone via Getty Images)

Ωστόσο, όπως εξηγεί ο αμερικανός συγγραφέας Τζόναθαν Μάιλς στο βιβλίο του «The Once Upon a Time World», η γαλλική Ριβιέρα ήταν ήδη δημοφιλής προορισμός πολλές δεκαετίες πριν, αν και κατά τη διάρκεια μιας άλλης εποχής του χρόνου και για ένα διαφορετικό πλήθος.

«Ηδη από τη δεκαετία του 1830 η ακτή εξημερωνόταν εν αναμονή παραλιακών πεζοδρόμων και οι λόφοι πίσω της γέμιζαν με μεγάλες βίλες, ξενοδοχεία και γήπεδα τένις. Τότε οι νέοι ιδιοκτήτες ήταν κυρίως βρετανοί αριστοκράτες που αναζητούσαν επανορθωτική έκθεση στον χειμωνιάτικο ήλιο» γράφει ο Economist.

Οπως σημείωσε ένας γάλλος παρατηρητής μερικές δεκαετίες αργότερα, οι Κάννες είχαν καταστεί ένα μέρος κατάλληλο για να «χτιστεί μια ρέπλικα του Ουίνδσορ». Οταν η βασίλισσα Βικτώρια επισκέφθηκε το Μεντόν, το 1882, η βρετανική επιρροή ήταν ακόμα αρκετά ισχυρή ώστε οι ταμπέλες στους δρόμους να είναι γραμμένες στα αγγλικά. Ακόμη και ο τοπικός πάστορας ήταν Αγγλος, ο Γουίλιαμ Γουέμπ Ελις, ο φερόμενος ως ο άνθρωπος που εφηύρε το ράγκμπι.

Κατά την εξέλιξη της Ριβιέρας από χειμερινό σε καλοκαιρινό προορισμό, μια νέα αριστοκρατία άρχισε να διαδέχεται την παλιά. Τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τους αστέρες του κινηματογράφου (με την Μπριζίτ Μπαρντό στο Σαν Τροπέ και την Γκρέις Κέλι στο Μονακό) ακολούθησαν οι ροκ σταρ (οι Rolling Stones στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και, 40 χρόνια αργότερα, ο Bono των U2). Με τα χρόνια, οι πάσης φύσεως διασημότητες άνοιξαν τον δρόμο για τους μετασοβιετικούς ολιγάρχες, τους πρωτοπόρους της τεχνολογίας και άλλα μέλη της πλουτοκρατίας του 21ου αιώνα.

H Μπριζίτ Μπαρντό τρέχει ξυπόλητη στην παραλία των Καννών το 1956 (George W. Hales/Fox Photos/Getty Images)

Ωστόσο, η γαλλική Ριβιέρα είχε και πολλούς πολύ λιγότερο αναμενόμενους επισκέπτες. Ο Καρλ Μαρξ μετέβη στο Μόντε Κάρλο για να επισκεφθεί έναν γιατρό, κρίνοντας, κατά την παραμονή του εκεί, πως οι υπάλληλοι των ξενοδοχείων στερούνταν «ταξικής συνείδησης». Ενας άλλος Μαρξ, ο Χάρπο (των περίφημων Αδελφών Μαρξ), ανέπτυξε μια απίθανη καλοκαιρινή φιλία με τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σω στην Αντίμπ (όπου πέρασε τα τελευταία εννιά χρόνια της ζωής του και ο Νίκος Καζαντζάκης). Ο Φρίντριχ Νίτσε επιθεώρησε 40 δωμάτια έως ότου βρει ένα που να τον ικανοποιούσε, ενώ ο Βλαντίμιρ Λένιν έμεινε στην ίδια πανσιόν όπου είχε καταλύσει πριν από αυτόν ο Αντον Τσέχοφ.

«Αν η παγκόσμια ιστορία διαδραματίστηκε σε μεγάλο βαθμό αλλού –με την οδυνηρή εξαίρεση του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου– φαινομενικά, όλοι οι άνθρωποι που έγραψαν αυτή την ιστορία πέρασαν (από την Κυανή Ακτή) κάποια στιγμή. Μακρινές συγκρούσεις, επαναστάσεις και οικονομικές κρίσεις, όσο και οι επιταγές της παρισινής μόδας, όλα αντηχούσαν στην Κυανή Ακτή» συνοψίζει ο Economist.

Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό κάνει διακοπές με τα παιδιά του στο Μόντε Κάρλο, το 1971 (PICOT/Gamma-Rapho via Getty Images)

Στο βιβλίο του ο Τζόναθαν Μάιλς αφηγείται όλα αυτά και πολλά άλλα, αναφερόμενος σε πλήθος λεπτομερειών – από τη διαδικασία απομάκρυνσης όσων δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους στο καζίνο του Μόντε Κάρλο (αρχικά τους φωτογράφιζαν και στη συνέχεια τους έδιωχναν με το τρένο δεύτερη θέση) μέχρι τα κεντητά μαξιλάρια που συνήθιζε να δωρίζει κάθε χρόνο στον δήμαρχο των Καννών ο βασιλιάς Γουσταύος της Σουηδίας, ο οποίος είχε μανία με το κέντημα.

Λιγότερο τεκμηριωμένες (εν μέρει αναμενόμενα) είναι οι εμπειρίες των απλών τουριστών και πολιτών της Κυανής Ακτής. Ωστόσο, ο συγγραφέας, στο τέλος του συγγράμματός του περιγράφει και τις μάστιγες της περιοχής που επηρεάζουν, πλέον, τους πάντες – από την αχαλίνωτη δόμηση έως το οργανωμένο έγκλημα, τη διαφθορά και τις κοινωνικές εντάσεις, φαινόμενα που συγκαταλέγονται «μεταξύ των υποπροϊόντων ενός αξιοσημείωτου πειράματος στη δημιουργία ανθρώπινης ευχαρίστησης», σημειώνει ο βιβλιοκριτικός του Economist.

Οσον αφορά την τύχη της οικογένειας Μέρφι, έφυγαν από τη Γαλλία το 1929, όταν αρρώστησε ένα από τα παιδιά τους, ενώ δύο από αυτά επρόκειτο να πεθάνουν πρόωρα. Οταν ο Τζέραλντ Μέρφι έγραψε στον Φιτζέραλντ, αναφερόμενος στις εποχές που είχαν περάσει κάτω από τον ήλιο της Κυανής Ακτής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «μόνο το επινοημένο μέρος της ζωής μας –το εξωπραγματικό μέρος– είχε κάποιο σχέδιο, μια κάποια οποιαδήποτε ομορφιά».