Σε όλους αρέσουν τα σεξουαλικά σκάνδαλα, πόσο μάλλον όταν είναι επίσης κομψά, και αυτοί που ντροπιάζονται είναι μέλη της υψηλής κοινωνίας. Τέτοια θέλουν να ακούν οι άνθρωποι… Και μια τέτοια ιστορία περιγράφει το «A Very British Scandal».
Η μίνι σειρά των τριών επεισοδίων, η οποία άρχισε να προβάλλεται στην πλατφόρμα Amazon Prime Video στις 22 Απριλίου, αφηγείται την πραγματική ιστορία της διαπόμπευσης της δούκισσας του Αργκάιλ, η σεξουαλική ζωή της οποίας αποκαλύφθηκε λεπτομερώς σε μια δικαστική υπόθεση της δεκαετίας του 1960, που δημιούργησε φρενίτιδα στα μέσα ενημέρωσης και καθήλωσε το έθνος. Την ατιμασμένη αριστοκράτισσα υποδύεται η ηθοποιός Κλερ Φόι, η οποία έλαβε το πρώτο της Emmy Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας σε Δραματική Σειρά με τον ρόλο της βασίλισσας Ελισάβετ σε νεαρή ηλικία στην ιστορική σειρά του Netflix «Το Στέμμα».
Και τον περασμένο Δεκέμβριο, όπως γράφει ο Μάθιου Αντερσον στους New York Times, όταν το BBC μετέδωσε το «A Very British Scandal», σχεδόν επτά εκατομμύρια άνθρωποι συντονίστηκαν για να το παρακολουθήσουν. (Δείτε το trailer της σειράς στο Youtube)
Η νέα σειρά γυρίστηκε σε συνέχεια του «A Very English Scandal», άλλης μια εξαιρετικά δημοφιλούς συμπαραγωγής της Amazon και του BBC σε σκηνοθεσία Στίβεν Φρίαρς με πρωταγωνιστή τον Χιου Γκραντ. Σε τρία επεισόδια, επίσης, παρουσιάζει την ιστορία του Τζέρεμι Θορπ, ενός φερέλπιδος πολιτικού από το Ντέβον και επικεφαλής του Φιλελεύθερου Κόμματος τη δεκαετία του 1960, ο οποίος ωστόσο αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την αρχηγία του κόμματός του εξαιτίας της ερωτικής σχέσης του με ένα επίδοξο μοντέλο, τον νεαρό Νόρμαν Σκοτ, σε μια εποχή που στην Αγγλία, η ομοφυλοφιλία ήταν πράξη αξιόποινη.
Δίψα για κουτσομπολιό
«Είμαστε διεστραμμένοι, έτσι δεν είναι;» λέει η Κλερ Φόι, σε πρόσφατη συνέντευξή της στους New York Times αναφερόμενη στο ενδιαφέρον των Βρετανών για τέτοιου είδους ιστορίες: «Κατά βάθος, όλοι οι Βρετανοί τις λατρεύουν: Αγαπάμε το κουτσομπολιό και λατρεύουμε τα γαργαλιστικά πράγματα, στα οποία είναι ανακατεμένοι άλλοι», προσθέτει. «Εχουμε εμμονή με οτιδήποτε συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες».
Στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς, μια από τις φίλες της δούκισσας θρηνεί εξαιτίας της επιθυμίας του βρετανικού κοινού να μαθαίνει τι κάνουν οι άνθρωποι στις ανώτερες τάξεις: «Τα ανθρωπάκια κοιτούν προς το μέρος μας από τους βρώμικους λάκκους τους, γιατί δεν είμαστε σαν αυτούς», λέει η αριστοκράτισσα, την οποία υποδύεται η Τζούλια Ντέιβις. Αλλά οι ιστορίες για τη σεξουαλική ζωή της δούκισσας, προσθέτει, «μας τραβούν προς τα κάτω, ώστε να τους μοιάζουμε».
Ο χαρακτήρας, τον οποίο υποδύεται η Κλερ Φόι δεν ανήκε στα «ανθρωπάκια», αλλά ούτε ήταν πάντα αριστοκράτισσα. Η Εθελ Μάργκαρετ Κάμπελ, δούκισσα του Αργκάιλ, γεννήθηκε το 1912 στη Σκωτία, ως Μάργκαρετ Γουίγκαμ. Ο εκατομμυριούχος πατέρας της ήταν ένας αυτοδημιούργητος έμπορος υφασμάτων, ο οποίος το 1914 μετακόμισε με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη, όπου μεγάλωσε η Μάργκαρετ μέχρι τα 14 της, οπότε άρχισε να πηγαινοέρχεται στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η ομορφιά της συζητήθηκε πολύ στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων της εποχής, το ίδιο και οι έρωτές της με τον πρίγκιπα Αλι Χαν, τον δούκα του Κεντ, πρίγκιπα Τζορτζ και άλλους πολλούς. Ανάμεσά τους και η σχέση της –στα 18 της– με τον ηθοποιό Ντέιβιντ Νίβεν, που οδήγησε σε εγκυμοσύνη και μυστική έκτρωση. Τότε, «ξεχύθηκε η κόλαση», όπως είπε κάποτε η μαγείρισσα της οικογένειας Γουίγκαμ, αλλά η δούκισσα δεν αναφέρει το επεισόδιο στα απομνημονεύματά της. Ωστόσο, μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1993, εξακολουθούσε να λατρεύει τον διάσημο βρετανό ηθοποιό.
Μετά από μια σειρά σχέσεων και έναν γάμο με τον αμερικανό επιχειρηματία Τσαρλς Φράνσις Σουίνι (με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες και έναν γιο) που κατέληξε σε διαζύγιο, το 1951 η Μάργκαρετ έγινε η τρίτη σύζυγος του Ιαν Ντάγκλας Κάμπελ, 11ου δούκα του Αργκάιλ (στη σειρά τον υποδύεται ο ηθοποιός Πολ Μπέτανι), η οικογένεια του οποίου ανήκε στην αριστοκρατία της Σκωτίας από τις αρχές του 15ου αιώνα.
Δούκισσα, πλέον, η Μάργκαρετ Κάμπελ φρόντιζε την glamorous ζωή της και καλλιέργησε την κομψή παρουσία της στα media, θεωρώντας φίλους της τους αρθρογράφους εφημερίδων, που διατηρούσαν κοσμικές στήλες. Από νωρίς, εξάλλου, συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να βγάζει χρήματα από αυτό που στις μέρες μας ονομάζεται «προσωπικό brand», όταν το όνομά της, εμφανιζόταν σε κουτσομπολίστικα ταμπλόιντ.
Ο γάμος της, όμως, με τον δούκα διαλύθηκε, και τότες η δούκισσα έχασε τον έλεγχο της ιστορίας. Ηταν γνωστό ότι ο Κάμπελ ήταν εθισμένος στον τζόγο, το αλκοόλ και τα συνταγογραφούμενα ναρκωτικά, ενώ οι δύο πρώην σύζυγοί του –τα χρήματα των οποίων προσπάθησε να χρησιμοποιήσει για τη συντήρηση του κάστρου του στο Ινβερέρι- τον είχαν περιγράψει ως σωματικά βίαιο και συναισθηματικά σκληρό. Οταν υποψιάστηκε ότι η Μάργκαρετ τον απατούσε, και ενώ εκείνη βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, με τη βοήθεια κλειδαρά διέρρηξε ένα ντουλάπι στο σπίτι τους στο Μέιφεαρ.
Οι φωτογραφίες Polaroid με τη γυμνή δούκισσα, να κάνει, μεταξύ άλλων, στοματικό σεξ με έναν επίσης γυμνό άντρα, του οποίου το πρόσωπο δεν φαινόταν –εικάστηκε ότι ο «ακέφαλος» άντρας ήταν ο υπουργός Αμυνας Ντάνκαν Σάντις– παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο, όπου εκδικάστηκε η υπόθεση του διαζυγίου. Ο δούκας παρουσίασε μια λίστα με 88 άντρες με τους οποίους πίστευε ότι τον είχε απατήσει η σύζυγός του κατά τη διάρκεια του γάμου τους· ανάμεσά τους ήταν δύο μέλη της κυβέρνησης και τρία μέλη της βασιλικής οικογένειας.
Από τη λάμψη στην ατίμωση των δικαστών και των ταμπλόιντ
Η δυσάρεστη υπόθεση του διαζυγίου έκανε, πλέον, τη δούκισσα αντικείμενο κουτσομπολίστικων άρθρων στις εφημερίδες και ανεκδότων, και αργότερα, πρωταγωνίστρια σε μίνι σειρά, ακόμη και σε μια όπερα.
Αποφασίζοντας υπέρ του διαζυγίου το 1963, ο δικαστής είπε ότι η δούκισσα ήταν μια «εντελώς άτακτη γυναίκα» η οποία είχε επιδοθεί «σε αποκρουστικές σεξουαλικές δραστηριότητες για να ικανοποιήσει μια σεξουαλική όρεξη που μπορούσε να ικανοποιηθεί μόνο με αρκετούς άνδρες». Και χαρακτήρισε τη στάση της «εντελώς ανήθικη».
Οι λεπτομέρειες της υπόθεσης, που απασχόλησε για αρκετούς μήνες την κοινή γνώμη, παρουσιάστηκαν μαζί με τις φωτογραφίες του «ακέφαλου άνδρα» σε ενθουσιώδη άρθρα των βρετανικών εφημερίδων, και η Μάργκαρετ Κάμπελ από αστραφτερή κοσμική εκπρόσωπος της βρετανικής αριστοκρατίας έγινε η «βρώμικη δούκισσα».
Στη συνέχεια, η δούκισσα ξόδεψε την περιουσία, που κληρονόμησε από τον πατέρα της, σε μια σειρά από ανεπιτυχείς δικαστικές αγωγές και αμφίβολες επενδύσεις. Στην προσωπική της ζωή δεν τα πήγε πολύ καλύτερα: ήρθε σε ρήξη με μια κόρη της και πολλούς φίλους της. Πέθανε έχοντας πτωχεύσει, σε ηλικία 80 ετών, σε έναν οίκο ευγηρίας στο Λονδίνο, όπου την έβαλαν τα παιδιά της.
Η Σάρα Φελπς, η οποία έγραψε το σενάριο για το «A Very British Scandal», είπε στους New York Times ότι η περίπτωση της δούκισσας και το παραλήρημα των μέσων ενημέρωσης γύρω από πρόσωπό της αντιπροσώπευαν «το τέλος μιας εποχής». Ηταν «η γέννηση ενός διαφορετικού είδους δημοσιογραφίας και ένας τρόπος γραφής για το σεξ και το σκάνδαλο με έναν πολύ, πολύ έντονο τρόπο», είπε. Και συμπλήρωσε ότι άνοιξε τον δρόμο στα μέσα ενημέρωσης για μεταγενέστερες παρουσιάσεις γυναικών όπως οι Μπρίτνεϊ Σπίαρς, Εϊμι Γουαϊνχάουζ και Μέγκαν Μαρκλ, «με αυτή την κακία και τον θυμό για τις γυναίκες που βρίσκονται στο στόχαστρο της δημοσιότητας», είπε.
Η αρχική οργή μπορεί να έσβησε, ωστόσο η δούκισσα εξακολούθησε να είναι αντικείμενο ειρωνικών υπονοούμενων για δεκαετίες, όπως στην περίπτωση των χαμογελαστών ανδρών, που πόζαραν δίπλα στην πινακίδα επιβίβασης σε ένα σκωτσέζικο σκάφος με το όνομά της, που έγραφε: «Ουρά εδώ για τη δούκισσα του Αργκάιλ».
Εν τω μεταξύ, παρά την επίμονη οσμή του σκανδάλου, για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, η δούκισσα συνέχισε να είναι ενεργό μέλος της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου, όπως δήλωσε η 72χρονη συγγενής της, λαίδη Κόλιν Κάμπελ: «Είχε σίγουρα κακή φήμη, αλλά ποτέ δεν ήταν παρίας. Οι άνθρωποι κουτσομπολεύανε και έλεγαν: “Ω, κοίτα ποια είναι εδώ, η Μάργκαρετ Αργκάιλ”», πρόσθεσε. «Αλλά εκείνη απλά τους αγνοούσε».
Οταν τελείωσαν τα χρήματά της, η δούκισσα προσπάθησε ξανά «να μετατρέψει τη φήμη της σε εισόδημα». Το 1986, δημοσίευσε το «My Dinner Party Book», έναν οδηγό ψυχαγωγίας για νοικοκυρές, που ωστόσο περιλάμβανε και συμβουλές όπως: «ποτέ μην προσκαλείτε τον υπουργό Οικονομίας και δύο πρεσβευτές στο δείπνο σας ταυτόχρονα».
Δύο χρόνια αργότερα, στα 76 της, η δούκισσα εμφανίστηκε στο «Wogan», εκπομπή του BBC με μεγάλη ακροαματικότητα. Ο παρουσιαστής Τέρι Γουόγκαν την ρώτησε διακριτικά για το περιστατικό που την είχε κάνει τόσο διάσημη: «Τι γίνεται με τη δική σας ιστορία; Ηταν εξαιρετικά έντονη, πιστεύετε ότι θα γινόταν καλό σενάριο;».
«Ω, ας ευχηθούμε πως δεν θα γίνει», απάντησε η δούκισσα. «Ας μην τη σκεφτόμαστε καν», είπε.
Αναμφίβολα, πάντως, το σημερινό τηλεοπτικό κοινό θα νιώσει περισσότερη συμπάθεια για τη δούκισσα, η οποία τώρα μοιάζει με θύμα «στιγματισμού», ενώ η μη συναινετική κοινοποίηση των φωτογραφιών της θυμίζει «πορνό εκδίκησης», γράφει στους New York Times o Μάθιου Αντερσον. Είναι, εξάλλου, μάλλον απίθανο να την κατακρίνουν οι τηλεθεατές για μια σεξουαλική πράξη, για την οποία τώρα ορισμένα γυναικεία περιοδικά προσφέρουν συμβουλές. Ωστόσο, πολλοί μπορεί να δυσκολευτούν να συμπαθήσουν τη δούκισσα, την οποία η Κλερ Φόι παρουσιάζει σαν μια αλαζονική και δόλια σνομπ.
«Είπε ψέματα, απάτησε και έκανε πολλά απαίσια πράγματα. Προς υπεράσπισή της, της τα έκαναν επίσης», λέει η βρετανή ηθοποιός, η οποία ωστόσο δηλώνει τη συμπάθειά της στο πρόσωπο της δούκισσας, για τον τρόπο που της συμπεριφέρθηκαν τα media.
Μια «blowjob aria» για πρώτη φορά στην ιστορία του λυρικού θεάτρου
Η ιστορία της δούκισσας έχει εν τω μεταξύ εμφανιστεί και στο λυρικό θέατρο. Η όπερα «Powder Her Face», που συνέθεσε ο βρετανός συνθέτης Τόμας Αντες το 1995 σε ηλικία μόλις 24 ετών, σε λιμπρέτο του μυθιστοριογράφου Φίλιπ Χένσερ, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Cheltenham στην Αγγλία.
Εκτοτε, η όπερα με την «πιο άσεμνη άρια που γράφτηκε ποτέ», την οποία ο Αντες περιγράφει ως «μια όπερα για μια γυναίκα που τελικά παγιδεύεται σε έναν κόσμο αρωμάτων, φαντασίας και ανάμνησης», έχει παιχτεί πάνω από 300 φορές σε όλη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στην Αθήνα παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 2019 στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη και στον ρόλο της δούκισσας την αυστραλοβρετανή υψίφωνο Τζαστίν Βιάνι.
Η πολυτάραχη ζωή της δούκισσας, το όνομα της οποίας έγινε συνώνυμο με το σκάνδαλο, οι έρωτες, οι σεξουαλικές επιθυμίες και το διαζύγιο λειτουργούν ως πρίσμα, μέσα από το οποίο ο Αντες με τη μουσική του και ο Χένσερ με το καυστικό λιμπρέτο του διερευνούν τη σχέση φύλου, πολιτικής και εξουσίας. Ενώ η μίνι σειρά «A Very British Scandal» τελειώνει με την απόφαση του δικαστηρίου, το «Powder Her Face» φθάνει μέχρι το τέλος της ζωής της, όταν η Μάργκαρετ Κάμπελ είχε πλέον πτωχεύσει και ζούσε σε ένα ξενοδοχείο, που δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά.
Κυνική κοινωνική σάτιρα για τον αμοραλισμό, την παρακμή της ανώτερης τάξης και τη δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας, η όπερα του Αντες εισάγει το κοινό σε μια νέα εποχή του λυρικού θεάτρου. Σκάνδαλο στη ζωή, αλλά και στη σκηνή, με μια σειρά από ονειρικά flashback, το «Powder her face» αναπλάθει σημεία-κλειδιά της ιστορίας, μεταξύ άλλων και τη σχέση με τον «ακέφαλο άνδρα» σε μια άρια της δούκισσας, που αρχίζει με λέξεις και τελειώνει με μουγκρητά και βογγητά. Είναι η πρώτη όπερα, που έφερε στα λυρικά θέατρα του κόσμου την «blowjob aria», μια άκρως τολμηρή και δυσκολότατη άρια, που, όπως ήταν αναμενόμενο, πυροδότησε έντονες συζητήσεις.