Αν υπάρχει ένα πρόσωπο στο διπλωματικό σώμα της χώρας που έχει δει όλο το έργο στα διεθνή φόρα για την Ελλάδα εδώ και 42 χρόνια, αυτό είναι πιθανότατα η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου.
Εξήντα έξι ετών σήμερα, έχει δει την Ελλάδα στα πάνω της, για παράδειγμα ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 2005, στο χείλος του γκρεμού το 2015 (νύχτα στις Βρυξέλλες), και στη συνέχεια σε μια δύσκολη πορεία σταθεροποίησης. Οπως αρκετοί άνθρωποι με αδιαμφισβήτητη αξία, που «παίζουν» σύμφωνα με τους κανόνες αλλά λένε τη γνώμη τους με θάρρος (πράγμα μάλλον σπάνιο στο ΥΠΕΞ), η κυρία Παπαδοπούλου πολεμήθηκε τα τελευταία χρόνια ακόμη και με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη.
Το πιο βαρύ (και συνάμα το πιο άδικο) ήταν η στοχοποίησή της από τον Νίκο Κοτζιά και τον ΣΥΡΙΖΑ, που επιχείρησαν ουσιαστικά να την «τελειώσουν» επαγγελματικά.
Η Νεφέλη Λυγερού έγραψε τα εξής το 2019 στην ιστοσελίδα slpress.gr: «Σύμφωνα με τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, την περίοδο που στην ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών βρέθηκε ο Νίκος Κοτζιάς, η έμπειρη διπλωμάτις υπέστη έναν προσωπικό διωγμό. Ηταν τότε η Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην ΕΕ, όταν αμέσως μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία κατηγορήθηκε ότι δεν στήριξε από τη θέση της τη διαπραγμάτευση της περιόδου Βαρουφάκη».
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έκανε με πολλούς ανθρώπους, τη στοχοποίησε με ψεύδη. Με απόφαση Κοτζιά και «τη χαρακτηριστική μοχθηρία μιας σταλινικού τύπου εκκαθάρισης», θυμάται στέλεχος του ΥΠΕΞ, δόθηκαν στην Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου το 2015 τρεις επιλογές: να λάβει μετάθεση για την Κινσάσα (Κονγκό), το Μοντεβιδέο (Ουρουγουάη) ή το Σεράγεβο (Βοσνία και Ερζεγοβίνη). Τελικά, αρνούμενη να επιλέξει, εστάλη από τον Κοτζιά στην Ουρουγουάη.
Ο διωγμός στηριζόταν σε μια αταβιστική προσέγγιση εναντίον ενός ανθρώπου που ήταν όχι μόνο διπλωμάτης καριέρας, αλλά και πρόσωπο εγνωσμένου κύρους στον χώρο της, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Δήθεν, η κυρία Παπαδοπούλου, Μόνιμη Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην ΕΕ και στήριγμα του κ. Τσίπρα και της ομάδας του κατά τη 17ωρη διαπραγμάτευση του 2015, ήταν… με τη ΝΔ. Από την άλλη, ακόμη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έλεγαν τότε σε ιδιωτικές συζητήσεις –ποτέ όμως δημόσια– ότι είχε «μια σπάνια αίσθηση του εθνικού συμφέροντος».
Ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση: Το πνεύμα που επικρατούσε το 2015 στην τότε κυβέρνηση φωτίζεται από τα υπονοούμενα που είχαν διατυπωθεί ακόμη και για μέλη της ίδιας της διαπραγματευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, όπως γράφουν στο βιβλίο «Η Τελευταία Μπλόφα» η Ελένη Βαρβιτσιώτη και η Βικτώρια Δενδρινού, όταν ο Γιούνκερ ζήτησε να μπει σε μια σύσκεψη και ο –μετριοπαθής και μη λαϊκιστής– Γιώργος Χουλιαράκης συνέβη το εξής: «με το που μπήκε στο γραφείο (σ.σ.: ο Χουλιαράκης) ο Τσίπρας είπε με τόνο ειρωνικό: “Να κι ο Ευρωπαίος! Ο Γιούνκερ σε ζήτησε”». Κλείνει η παρένθεση.
Οταν το 2019 η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου βρέθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου ως επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του Μητσοτάκη, αντιμετώπισε δυσκολίες από μια μειοψηφία της τότε σύνθεσης. Γι’ αυτό και η επιλογή του τότε Πρωθυπουργού να την τοποθετήσει στο πιο τιμητικό πόστο για έναν διπλωμάτη, πρέσβειρα της Ελλάδας στις ΗΠΑ, ερμηνεύθηκε από πολλούς ως μια κίνηση που είχε ως στόχο να την προστατεύσει.
Το ενδιαφέρον είναι ότι τα τελευταία χρόνια επιχείρησαν να την υπονομεύσουν ισχυροί άνδρες. Ωστόσο με την επιμονή και τη σκληρή δουλειά της εκείνη κατάφερε να προχωρήσει. Ενώ οι υπονομευτές έμειναν στο… πουθενά
Ο διορισμός της στη νευραλγική πρεσβεία της Ουάσινγκτον το 2020 ανέδειξε πλήρως τις ικανότητες και το διαμέτρημά της. Το επιστέγασμα της δουλειάς της ήταν η υποδοχή που γνώρισε ο Μητσοτάκης από τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο (5ος/2022) και ο ενθουσιασμός που επικράτησε αμέσως μετά στο Κογκρέσο. Βρισκόταν ήδη στις ράγες και απέδιδε καρπούς μια συστηματική προσπάθεια αναζωογόνησης του ρόλου και της παρέμβασης της ελληνικής ομογένειας των ΗΠΑ στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Το έργο αυτό φέρει την προσωπική σφραγίδα της Παπαδοπούλου και πρέπει να συνεχιστεί.
Με καταγωγή από τα Φιλιατρά (αστειεύεται ότι και στα μέρη της έχουν «Πύργο του Αϊφελ», μια μικρή σχετικά απομίμηση του παρισινού), η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία το 1981. Στη διάρκεια της καριέρας της έχει περάσει, μεταξύ άλλων, από Αμάν, Τορόντο, Πρίστινα, Σεράγεβο, ΟΗΕ, ΕΕ, Ουρουγουάη, Σκόπια, Νέα Ορλεάνη και –φυσικά– Ουάσινγκτον. Αν ήταν να διαλέξει κανείς έναν τίτλο, αυτός θα ήταν το «Ολα είναι δρόμος», της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη.
Στα 39 της χρόνια η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου έχασε τον πολυαγαπημένο της σύζυγο. Στη συνέχεια, αφιερώθηκε ακόμη περισσότερο στη δουλειά της ως διπλωμάτις, ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο. Ανθρωποι από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους έχουν μιλήσει κατά καιρούς με θερμά λόγια για εκείνη. Τελευταίο παράδειγμα ο Δημήτρης Κούρκουλας, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, που έκανε την Τρίτη την ακόλουθη ανάρτηση:
«Δεν συνηθίζω να σχολιάζω τις επιλογές του Πρωθυπουργού για τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου. Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφερθώ στην συνεργασία μου με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, που ορίστηκε Υφυπουργός Εξωτερικών. Την περίοδο Ιανουάριος 2013 -Σεπτέμβριος 2014 υπηρέτησε ως Γενική Διευθύντρια Ευρωπαϊκών Υποθέσεων την εποχή που ήμουν Υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Η συμβολή της στη διοργάνωση και την επιτυχή διεξαγωγή της ελληνικής Προεδρίας του 1ου εξαμήνου του 2014 υπήρξε καθοριστική».
Μετά από τέσσερα έτη πετυχημένης θητείας του Νίκου Δένδια στο υπουργείο Εξωτερικών, ο νέος υπουργός Γιώργος Γεραπετρίτης –πρόσωπο κύρους και στενός συνεργάτης του Πρωθυπουργού– αναλαμβάνει με τη στήριξη της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου την ευθύνη της εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο στην πολιτική το καλό παρελθόν δεν μετράει. Ούτε αρκεί.
Ολα επομένως κρίνονται και θα κριθούν εκ του αποτελέσματος. Το οποίο στη διπλωματία παγίως περιλαμβάνει και κινδύνους που αποτρέπονται αλλά εμείς οι υπόλοιποι δεν μαθαίνουμε ποτέ ότι υπήρξαν. Οπως έλεγε ο Γουίλιαμ Λάιον Μακένζι Κινγκ, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Καναδά, «αυτό για το οποίο στο τέλος κρινόμαστε είναι αυτό που προλαμβάνουμε, συχνά ακόμη περισσότερο από αυτό που πετυχαίνουμε».