Από τις αρχές Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου ο Τιμ Κουκ, το μεγάλο αφεντικό της Apple, είδε την αξία της εταιρείας του να μειώνεται κατά 220 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό κάθε άλλο παρά αμελητέο, δεδομένου ότι εάν αυτό είχε συμβεί στην Coca – Cola, θα κατέρρεε. Ο Κουκ, ωστόσο, παραμένει εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία στον κόσμο. Οι πρόσφατες απώλειες εγείρουν, όμως, ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που θα μπορέσει να πορευτεί η Apple στην μετά- iPhone εποχή –«ποιο θα είναι το επόμενο μεγάλο επίτευγμά της; Θα είναι ο Τιμ Κουκ ο άνθρωπος που θα το βρει;», διερωτώνται οι Times του Λονδίνου.
Σύμφωνα με τον Στιβ Μπλανκ, πρώην επιχειρηματία της Σίλικον Βάλεϊ και καθηγητή, σήμερα, στα πανεπιστήμια Στάνφορντ και Κολούμπια, το τελευταίο διάστημα τα υψηλόβαθμα στελέχη της Apple αισθάνονται όπως οι συνάδελφοί τους στη Microsoft όταν τα ηνία της εταιρείας ανέλαβε ο Στιβ Μπάλμερ. «Το πρόβλημα με τον Μπάλμερ ήταν ότι έχασε όλες τις τεχνολογικές αλλαγές που ήταν σημαντικές κατά τον 21ο αιώνα».
Ο Μπάλμερ διαδέχθηκε τον Μπιλ Γκέιτς το 2000 και παρέμεινε στη θέση του έως το 2014. Κατά τη θητεία του κατάφερε να διπλασιάσει τα κέρδη της Microsoft και να τριπλασιάσει τις πωλήσεις. Αλλά η τιμή της μετοχής της έχασε το 1/3 της αξίας της. Οι επικριτές του Μπάλμερ του προσάπτουν, μεταξύ άλλων, ότι δεν προέβλεψε την εκτίναξη της ζήτησης για έξυπνα κινητά.
Αντιθέτως, από τότε που ο Τιμ Κουκ διαδέχθηκε τον Στιβ Τζομπς, τον Αύγουστο του 2011, η τιμή της μετοχής της Apple τριπλασιάστηκε ενώ φέτος έγινε η πρώτη εταιρεία στον κόσμο η χρηματιστηριακή αξία της οποίας ξεπέρασε το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στην εξαιρετική επιτυχία του iPhone, οι πωλήσεις του οποίου αντιστοιχούν στα 2/3 των εσόδων της εταιρείας.
Το πρώτο iPhone παρουσιάστηκε το 2007 από τον ίδιο τον Τζομπς. «Πριν πεθάνει ο Τζομπς, παρουσίαζε ο ίδιος τα προϊόντα, γιατί τα γνώριζε πολύ καλά. Από τότε που ανέλαβε ο Κουκ, πάντα υπάρχει κάποιος άλλος», ανέφερε ο αμερικανός ειδικός, υποστηρίζοντας πως εάν ο Τζομπς υπήρξε ένας δημιουργικός οραματιστής που πρόσφερε το προβάδισμα στην Apple, προβλέποντας την εξέλιξη των καταναλωτικών τάσεων υπό την επίδραση της υψηλής τεχνολογίας, o Κουκ έχει τη φήμη ενός ειδικού σε τεχνικά θέματα, εξαιρετικού στη διαχείριση προβλημάτων και στις επιδιορθώσεις, ο οποίος όμως δεν ξεχωρίζει για τη δημιουργικότητα και τη διορατικότητά του.
Ελάχιστοι αμφισβητούν ότι ο Κουκ, έκανε μια «εξαιρετική δουλειά», βελτιστοποιώντας την αλυσίδα τροφοδοσίας της Apple και τα κύρια προϊόντα της. «Αλλά τα προϊόντα αυτά είναι παρωχημένα. Η Apple χρειάζεται κάποιον που θα έχει βρει ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο. Είτε έχουν έναν άσο στο μανίκι, ένα νέο προϊόν επαυξημένης ή εικονικής πραγματικότητας, είτε θα μετατραπούν σε μια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών. Συνήθως είναι δύσκολο για έναν διευθύνοντα σύμβουλο να φέρει τη ρήξη. Συχνά χρειάζεται κάποιο νέο πρόσωπο».
Έλλειψη δημιουργικότητας
Ο Κουκ επιδίωξε κυρίως να είναι ικανοποιημένοι οι μέτοχοι της Apple σε μια περίοδο στην οποία οι πωλήσεις έξυπνων κινητών μειώνονταν σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κατάφερε, αυξάνοντας τη λιανική τιμή πώλησης του iPhone. Αυτόν τον μήνα ανακοινώθηκε πως κατά τη διάρκεια του τρέχοντος φορολογικού έτους πωλήθηκαν 217,7 εκατομμύρια iPhone, σχεδόν όσα και πέρυσι, αλλά αρκετά λιγότερα από τα 231,2 εκατομμύρια του 2015. Όμως την τελευταία δεκαετία η μέση τιμή πώλησης ενός iPhone αυξήθηκε κατά 40% (220 δολάρια) με μεγαλύτερο μέρος της αύξησης να σημειώνεται πέρυσι, όταν κυκλοφόρησε το iPhone X των 999 δολαρίων.
Ταυτόχρονα αποτελεί όντως γεγονός πως από το 2016 κι έπειτα, χρονιά κατά την οποία κυκλοφόρησε το iPhone 7, η Apple δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα δημιουργική. Αλλά ούτε το iPhone 7 ήταν σημαντικά καλύτερο από το iPhone 6 που κυκλοφόρησε το 2014. Το iPhone 8 δεν πρόσφερε πολλά περισσότερα από iPhone 7 ενώ το περσινό iPhone Χ, παρότι ήταν αισθητά βελτιωμένο, κυκλοφόρησε σε υψηλή τιμή. Σήμερα ένα iPhone Xs Max κοστίζει περί τα 1.450 δολάρια, 50 παραπάνω από το πιο ισχυρό Macbook Air. Τιμές υψηλές ακόμα και για τους φανατικούς της εταιρείας οι οποίοι είτε επιλέγουν το παλιότερο και φτηνότερο iPhone 8, είτε εγκαταλείπουν την Apple, αγοράζοντας προϊόντα άλλων εταιρειών.
Περισσότερες από ένα δισεκατομμύριο συσκευές
Οι επιτελείς της εταιρείας εξακολουθούν να αισιοδοξούν ότι η Apple θα μπορέσει τελικά να πραγματοποιήσει μια επιτυχημένη μετάβαση από τα hardware (υλισμικό) στα software, υπογραμμίζοντας πως, σήμερα, καθημερινά ανά την υφήλιο χρησιμοποιούνται περίπου 1,3 δισ. συσκευές της, προσφέροντας, έτσι τη δυνατότητα στην εταιρεία να αυξήσει τις πωλήσεις λογισμικών -εφαρμογές από το App Store, αποθηκευτικό χώρο στο iCloud, μουσική από το AppleMusic- και να αναπτύξει περαιτέρω τις υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης μέσω του Apple Care.
Κάθε συσκευή της Apple αποφέρει κατά μέσο όρο στην εταιρεία 30 δολάρια τον χρόνο. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Morgan Stanley έως το 2023 οι πωλήσεις λογισμικών και υπηρεσιών θα αντιστοιχούν στο 30% επί των συνολικών εσόδων και στο 40% επί των μεικτών κερδών της εταιρείας. Ώθηση στην Apple αναμένεται να δώσει και η διαφαινόμενη αύξηση της ζήτησης για έξυπνες συσκευές που φοριούνται, όπως το Apple Watch, αν και οι καταναλωτές εξακολουθούν να εμφανίζονται επιφυλακτικοί με τα εν λόγω προϊόντα.
Παρότι ο κλάδος παροχής υπηρεσιών θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και να στηρίζει την κερδοφορία της εταιρείας, «εξακολουθούμε να θεωρούμε την Apple μια εταιρεία που παράγει προϊόντα», τόνισε από την πλευρά του ο Ρόμπερτ Σίρα, αναλυτής στην αμερικανική πολυεθνική εταιρεία παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών Guggenheim, προβλέποντας πως οι πωλήσεις των νέων iPhone θα μπορούσαν να μειωθούν περαιτέρω έως και 5% έως το τέλος της χρονιάς. Θεωρεί πως η αύξηση της τιμής δεν πρόκειται να καλύψει τις απώλειες και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθούν κατά 2% τα έσοδα από της πωλήσεις iPhone. Τις αρχικές τους εκτιμήσεις αναθεώρησαν αυτές τις ημέρες και οι ειδικοί της Goldman Sachs αναφέροντας πως έως το τέλος του έτους θα πωληθούν έως και 6% λιγότερες συσκευές ενώ μειωμένες έως και 5% θα είναι οι πωλήσεις και κατά το πρώτο τετράμηνο του 2019.
Παρά, ωστόσο, τις σημαντικές προκλήσεις που καλείται να ξεπεράσει μια από τις πιο πολύτιμες εταιρείες στον κόσμο, ο Τιμ Κουκ έκανε «εξαιρετική δουλειά για τους μετόχους» και αξίζει κάθε δολάριο από τα δεκάδες εκατομμύρια με τα οποία αμείφθηκε για τις υπηρεσίες του, υποστήριξε, καταλήγοντας ο Στιβ Μπλανκ. Αλλά «ο χρόνος τελείωσε. Η περίοδος της στρατηγικής του ολοκληρώθηκε. Το ερώτημα πλέον είναι το εξής: είναι σε θέση να επανεφεύρει την εταιρεία;».