Αν, παρουσιάζοντας μια ταινία, σας έλεγαν ότι αναφέρεται σε ένα ζευγάρι που θρηνεί για την απώλεια του παιδιού του, ότι διαδραματίζεται σε μια σκοτεινή και μυστηριώδη Βενετία, και η πλοκή της καθορίζεται από δύο περίεργες γεροντοκόρες αδελφές, η μία από τις οποίες είναι τυφλή και μέντιουμ, ανέφεραν επίσης πολλή θλίψη να πλανάται στα κανάλια, μια καταδίωξη μέσα στην έρημη πόλη, αλλά και μια σκηνή σεξ γεμάτη ένταση, τι από όλα αυτά θα κολλούσε τελικά στο μυαλό σας;
Το «Μετά τα μεσάνυχτα» («Do not Look Now»), μεταφυσικό θρίλερ -μεταφορά στον κινηματογράφο της ομώνυμης νουβέλας της Δάφνης ντι Μωριέ- του 1973 και μια από τις καλύτερες ταινίες του βρετανού σκηνοθέτη Νίκολας Ρεγκ, έχει μείνει στη μνήμη των περισσότερων θεατών κυρίως για την ερωτική σκηνή, διάρκειας τεσσεράμισι λεπτών, με την υπέροχη Λόρα (Τζούλι Κρίστι) και τον Τζον (Ντόναλντ Σάδερλαντ). Εχει μάλιστα αναδειχτεί σε έναν από τους πιο αισθησιακούς θρύλους του σινεμά. Και ξαναπαίζεται αυτή την εβδομάδα, σε επιλεγμένους κινηματογράφους του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η σκηνή, γράφει η βρετανική Telegraph, μπορεί να περιγραφεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι να επικροτήσει κανείς τη δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη. Το σεξ αρχίζει σιγά σιγά, με δυο ανθρώπους ξαπλωμένους δίπλα δίπλα, με το μυαλό τους απορροφημένο σε διάφορες σκέψεις.
Αρκεί όμως ένα απλό άγγιγμα για να φουντώσει ένα πάθος, που εξακολουθεί σήμερα –ύστερα από σχεδόν μισόν αιώνα- να είναι καυτό, και πολύ πιο παραστατικό από ό,τι συνήθως τολμά να δείξει το Χόλιγουντ. (Το να κάνει ένας άνδρας στοματικό σεξ σε μια γυναίκα, για παράδειγμα, ήταν σπάνιο τότε αλλά εξακολουθεί να είναι.)
Με ιδιοφυή τρόπο ο Ρεγκ κατακερματίζει τη σκηνή βάζοντας ανάμεσα σφήνες από στιγμιότυπα, που ακολουθούν, με το ζευγάρι να ντύνεται και να ετοιμάζεται ήρεμα για την έξοδό του.
Οι φήμες που κυκλοφόρησαν τότε εξακολουθούν να ακούγονται: μήπως η σκηνή του σεξ ήταν τόσο αληθοφανής γιατί στην πραγματικότητα ήταν αληθινή; Με άλλα λόγια, το έκαναν ή δεν το έκαναν; (Και όπως συμβαίνει με πολλούς καλούς τίτλους, η ουσία δεν βρίσκεται στην απάντηση αλλά στην ευχαρίστηση που προκαλεί η ερώτηση.)
Ο δεύτερος τρόπος περιγραφής της σκηνής (και ο συνηθέστερος) είναι πιο γρήγορος: οι φήμες παραλείπονται…
H τελευταία αναφορά έγινε το 2011, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο με τις αναμνήσεις του παραγωγού Πίτερ Μπαρτ, «Infamous Players». Σε ένα απόσπασμα, για όσα υποτίθεται ότι είδε στα γυρίσματα της ταινίας του Ρεγκ, ο Μπαρτ αναφέρει:
«Το βλέμμα μου έπεσε στους ηθοποιούς και καθηλώθηκα. Καθώς άλλαζαν θέσεις, μου ήταν σαφές ότι δεν έπαιζαν απλά: γ… μπροστά στην κάμερα. “Νικ”, ψιθύρισα στον σκηνοθέτη. “Δεν περιμένουν να πεις cut;” “Θέλω απλά να είμαι βέβαιος ότι το ‘χω”, μουρμούρισε. “Ο π… του – κινείται μέσα έξω”, του ψιθύρισα. “Αυτό είναι πέρα από την κάλυψη του θέματος”. “Cut”, είπε ο Ρεγκ. Οι ηθοποιοί δεν έδειχναν να τον ακούνε ή απλά δεν νοιάζονταν. Αποφάσισα να τρέξω για να προλάβω το αεροπλάνο μου».
Ο Πίτερ Μπαρτ προσθέτει ότι ο Γουόρεν Μπίτι, σύντροφος της Κρίστι εκείνη την εποχή, εμφανίστηκε «μερικούς μήνες αργότερα» έξαλλος στο στούντιο, ζητώντας να του επιτραπεί η πρόσβαση στον χώρο του μοντάζ.
Οι περιγραφές του ήταν τόσο άκομψες ώστε ακόμα και ο Σάδερλαντ, που νοιάζεται ελάχιστα για τα κουτσομπολιά, ένιωσε την ανάγκη να αντιδράσει: «Δεν είναι αλήθεια. Τίποτα από αυτά. Ούτε το σεξ. Ούτε ότι το είδε. Από την αρχή μέχρι το τέλος υπήρχαν τέσσερις άνθρωποι σε εκείνον τον χώρο. Ο Νικ Ρεγκ (σκηνοθέτης), ο Τόνι Ρίτσμοντ (κινηματογραφιστής), η Τζούλι Κρίστι και εγώ. Κανένας άλλος» δήλωσε.
Και ο Ρεγκ, συνηθισμένος σε τέτοια πράγματα, έναν χρόνο αργότερα είπε σε τηλεοπτική συνέντευξή του ότι «το γ… συνεχίζεται. Και οι άνθρωποι πιάνονται στην παγίδα».
Η «παγίδα» ήταν προσχεδιασμένη. Το 1973, όταν η ταινία πέρασε από αξιολόγηση στις ΗΠΑ, η MPAA (Motion Picture Association Of America) ζήτησε από τον Νίκολας Ρεγκ να κόψει από τη σκηνή εννέα καρέ –διάρκειας περίπου 0,3 δευτερολέπτων- για να αποφύγει τη σήμανση «X» (αυστηρώς ακατάλληλη). Ο σκηνοθέτης υπάκουσε φυσικά, πράγμα που ικανοποίησε ηθικά όχι μόνο το κοινό, αλλά και τους διαφημιστές της ταινίας. Οσο για τους χρηματοδότες του, μπορούσαν πλέον να καυχηθούν ότι η αμερικανική λογοκρισία είχε «απαγορεύσει» τη σκηνή…
Στην ουσία, όμως, ήταν μια μάλλον παραπλανητική κίνηση του γραφείου PR. Από νομικής πλευράς, το «X» θα σήμαινε απλά ότι η ταινία ήταν κατάλληλη για θεατές ηλικίας 17 ετών και άνω (αντί 18 ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο). Να σημειωθεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η σήμανση «Χ» άρχισε να κερδίζει σε σχέση με τον χαρακτηρισμό πορνογραφία που έχει σήμερα (και σύντομα θα την αντικαθιστούσε). Και δεδομένου ότι δεν υπήρχε αξιολόγηση υψηλότερη από το «Χ», ήταν εύκολο να υπονοηθεί ότι κάτι hardcore είχε κοπεί.
Σε κάθε περίπτωση, η ταινία «Μετά τα μεσάνυχτα» εξακολουθεί να είναι ένα αριστούργημα, σε όλες οι πτυχές της, από τις εκπληκτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών και την ατμόσφαιρα, που αποπνέει μελαγχολία, θλίψη αλλά και κάτι μόνιμα δυσοίωνο, μέχρι το αναπάντεχο, βίαιο φινάλε. Εν τέλει, ο Ρεγκ έχει δίκιο όταν λέει ότι δεν μπορείς να απολαύσεις το σεξ, αν δεν έχεις τον θάνατο στο πίσω μέρος του μυαλού σου…