Ο Σάιμον Κούπερ άρχισε να εργάζεται στους Financial Times το 1994, γράφοντας επί μία τετραετία την καθημερινή στήλη για τις νομισματικές ισοτιμίες. Αποχώρησε το 1998 αλλά επέστρεψε το 2002 ως αθλητικός συντάκτης (sports columnist), καταλήγοντας τα τελευταία χρόνια να αρθρογραφεί στην κορυφαία βρετανική εφημερίδα επί παντός επιστητού, για την οικονομία, για την πολιτική, για τον πολιτισμό, για βιβλία και για ταξίδια όσο και για τον αθλητισμό.
Ο γεννημένος στην Ουγκάντα από Νοτιοαφρικανούς γονείς, μεγαλωμένος στην Ολλανδία και σπουδαγμένος στην Οξφόρδη και στο Χάρβαρντ βρετανός δημοσιογράφος, έχει τιμηθεί με πολλά δημοσιογραφικά βραβεία ενώ αρθρογραφεί και για έντυπα στην Ιαπωνία, στην Ελβετία, στην Ολλανδία και σε άλλες χώρες. Οπότε δεν προκαλεί έκπληξη ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο εκλεκτών αρθρογράφων στον κόσμο.
Πιο πρόσφατη απόδειξη τη ευρυμάθειας και της οξυδέρκειας που τον διακρίνουν, αλλά και το ότι έχει πάθος με τον αθλητισμό όσο και με την πολιτική, αποτελεί η απάντηση που δίνει στο ερώτημα «γιατί η πολιτική δεν μπορεί να είναι αξιοκρατική όπως είναι η ελίτ του ποδοσφαίρου;».
Κατά τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς ο Κούπερ εξέδωσε δύο βιβλία για τις ελίτ. Το «Barça» το οποίο εστιάζεται στην «άνοδο και στην πτώση του συλλόγου που θεμελίωσε το σύγχρονο ποδόσφαιρο», σύμφωνα με τον υπότιτλο του βιβλίου, και το «Chums» (Παλιόφιλοι) στις σελίδες του οποίου εξηγεί πώς μια ομάδα αποφοίτων, ανδρών κυρίως, μετρίων ικανοτήτων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με επικεφαλής τον Μπόρις Τζόνσον, κατέληξαν να κυβερνούν τη Βρετανία.
Στο άρθρο του διερωτάται αμέσως εάν οι επιδόσεις όλων όσοι ανήκουν στις «πολιτικές και μορφωτικές» ελίτ μεγάλων χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία είναι όντως κορυφαίες, όπως είναι πράγματι κορυφαίες οι επιδόσεις όλων όσοι ανήκουν στην αφρόκρεμα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Και η απάντηση που δίνει ως κατεξοχήν ειδήμων είναι όχι.
Βιομηχανία παραγωγής ταλέντων
«Για να παίξει κάποιος σε μια ποδοσφαιρική ομάδα κορυφαίας κλάσεως, όπως η Μπαρτσελόνα μέχρι περίπου το 2019, έπρεπε να είναι ένας από τους 200, περίπου, καλύτερους ποδοσφαιριστές στον κόσμο. Ολοι οι παίκτες προετοιμάζονταν για αυτό από την παιδική ηλικία, μέσω αλλεπάλληλων διαδικασιών επιλογής. Μετά από κάθε σεζόν, οκτώ έως 10 αγόρια από κάθε ομάδα στην La Masia, την ακαδημία νέων της Barça αντικαθίστανται από νεοφερμένους που επιλέγονται από εκατομμύρια αγόρια που θέλουν να γίνουν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Το μέσο παιδί αντέχει μόλις τρία χρόνια στη Masia. Στο ποδόσφαιρο, η ποιότητα υπερισχύει του βιογραφικού, της εμφάνισης ή του χρώματος του δέρματος», εξηγεί ο Κούπερ. Και προς επίρρωση των λεγομένων του επικαλείται έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
«Την ημέρα που ένας μικροσκοπικός 16χρονος Αργεντινός με περίεργο κούρεμα προπονήθηκε με την πρώτη ομάδα της Μπαρτσελόνα, ο Ροναλντίνιο, ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου τότε, παρατήρησε ότι το παιδί, ο Λιονέλ Μέσι, θα έπρεπε να παίζει ήδη με την πρώτη ομάδα», αναφέρει ο Κούπερ. Αλλά στο ποδόσφαιρο «οι παίκτες πρέπει να αποδίδουν συνεχώς», για αυτό όταν ο Ροναλντίνιο άρχισε να χάνει τον βηματισμό του (ποικιλοτρόπως) τον έδιωξαν, δίχως, φυσικά, να λάβουν υπόψη το λαμπρό, αναμφίβολα, βιογραφικό του.
«Η αποτυχία στον αθλητισμό είναι ξεκάθαρη και τιμωρείται. Ακόμη και το να διατηρήσεις το επίπεδό σου δεν αρκεί, γιατί το ποδόσφαιρο εξελίσσεται σχεδόν κάθε μήνα. Το προπονητικό προσωπικό πρέπει να συνεχίσει να καινοτομεί. Οταν η Μπάρτσα σταμάτησε να το κάνει αυτό, κατέρρευσε, με αποκορύφωμα το 8-2 από την Μπάγερν Μονάχου το 2020», θυμίζει ο Κούπερ. Και στη συνέχεια συγκρίνει το εν λόγω αυστηρότατο καθεστώς που διέπει την αφρόκρεμα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου με την κατάσταση που επικρατεί στους κόλπους των πολιτικών και μορφωτικών ελίτ σε μεγάλες χώρες του κόσμου.
Το Χάρβαρντ δεν είναι η Masia
«Εάν έχεις γεννηθεί στη σωστή κάστα, η επιλογή δεν είναι πολύ αυστηρή. Τα κορυφαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ το 2017 δέχτηκαν περισσότερους φοιτητές από το πλουσιότερο 1% παρά από το φτωχότερο 50%. Και τα κορυφαία πανεπιστήμια σπανίως διώχνουν όσους δεν αποδίδουν καλά. Στο Χάρβαρντ μια μελέτη το 2019 αποκάλυψε ότι το 43% των λευκών φοιτητών ήταν είτε αθλητές με υποτροφία είτε παιδιά ή συγγενείς αποφοίτων, δωρητών ή καθηγητών και μελών του προσωπικού. Οι περισσότεροι από αυτούς τους φοιτητές δεν θα γίνονταν δεκτοί διαφορετικά. Ωστόσο, σχεδόν όλοι καταφέρνουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Με λίγα λόγια, το Χάρβαρντ δεν είναι η Masia. Τα κορυφαία πανεπιστήμια έχουν άλλες προτεραιότητες πέρα από την αριστεία» συνοψίζει, πολύ εύστοχα, ο αρθρογράφος των FT.
Ωστόσο αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως οι απόφοιτοι των εν λόγω ιδρυμάτων, μαζί με το πτυχίο τους, παίρνουν και μια «ισόβια κάρτα εισόδου στην κορυφή». Τα δίκτυα στα οποία ανήκουν «οδηγούν στις καλύτερες δουλειές, και εντός μιας κυβέρνησης, όπου οι ηγέτες αρέσκονται να στρατολογούν φίλους, συντρόφους και συγγενείς. Η επιλογή στην πολιτική αφορά κυρίως την κοινωνικότητα και την εκλεξιμότητα, όχι τα προσόντα διακυβέρνησης», γράφει ο Κούπερ, υπογραμμίζοντας πως σε αντίθεση με μία ποδοσφαιρική ομάδα που πρέπει να κερδίζει αγώνες, μια κυβέρνηση πρέπει κυρίως να ικανοποιεί ψηφοφόρους και αυτό έχει ελάχιστη σχέση με την ορθή διακυβέρνηση.
Για να αξιολογηθεί μια συγκεκριμένη πολιτική, όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση, για παράδειγμα, ή την εκπαίδευση, ενδέχεται να πρέπει να περάσουν δεκαετίες πρώτα. «Η βασική δουλειά της κυβέρνησης είναι να αποτρέπει καταστροφές, αλλά οι ψηφοφόροι σπάνια ανταμείβουν τους πολιτικούς για πράγματα που δεν συμβαίνουν. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις γενικά καταψηφίζονται εξαιτίας περιορισμένων κοινωνικών δεξιοτήτων, πολιτιστικών ψευδοπολέμων ή παγκόσμιων υφέσεων», καταλήγει ο Κούπερ, αποκαλύπτοντας πως «πέρασα τη δημοσιογραφική μου καριέρα κινούμενος μεταξύ αθλητισμού και σημαντικότερων θεμάτων. Ανησυχούσα πως το ποδόσφαιρο είναι κατώτερο θέμα από την πολιτική. Πλέον δεν ανησυχώ».