Πόσο καλά πάει η οικονομία και γιατί (αφού πάει καλά) ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε τόσο «κουμπωμένος» στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, σε σημείο που αναγκάστηκαν οι υπουργοί να εξηγούν ότι με τα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων προς μισθωτούς, συνταξιούχους, ένστολους και τις φτωχές οικογένειες «εξαντλήθηκαν τα δημοσιονομικά περιθώρια» του προϋπολογισμού;
Η απάντηση θα ήταν πολύ απλή αν, εκτός από τα καλά νέα και τις αναμφισβήτητες επιδόσεις της οικονομίας –η οποία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,2% το πρώτο εξάμηνο του 2024 όταν η οικονομία της ευρωζώνης αγωνίζεται να ξεφύγει από τη στασιμότητα (αναπτύχθηκε μόλις 0.7%), τη μείωση της ανεργίας στο 9% από 18% που ήταν πριν από πέντε χρόνια, την υπερθέρμανση του τουρισμού και της αγοράς των ακινήτων που φέρνει εισοδήματα (ενίοτε αδήλωτα) σε εργαζόμενους και ιδιοκτήτες–, η κυβέρνηση ενημέρωνε και τους πολίτες για τα αφανή χρέη και τις υποχρεώσεις που ανέλαβε το Δημόσιο αυτά τα χρόνια, με την κούρσα των εξοπλισμών και τις εκκρεμότητες του ΕΣΥ, των ΟΤΑ και του ΕΦΚΑ.
Οφειλές δηλαδή του κράτους που δημιουργήθηκαν ως απάντηση στην ένταση που προκάλεσε και διατηρεί με κάθε ευκαιρία η Τουρκία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και με την πάγια κακοδιαχείριση ευαίσθητων τομέων του Δημοσίου, όπως η Υγεία και οι συντάξεις, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν ξεπεράστηκαν ποτέ.
Κοιτάζοντας, λοιπόν, τη μεγάλη εικόνα, αναζητήσαμε ειλικρινείς απαντήσεις μιλώντας με στελέχη του υπουργείου Οικονομικών και κυρίως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που κρατάει και το ταμείο.
Τίποτε δεν μοιάζει αντιφατικό αν μπει κανείς στα παπούτσια του υπουργού Εθνικής Οικονομίας – του «τσάρου της οικονομίας» όπως χαρακτηρίζαμε κάποτε τον εκάστοτε υπουργό Οικονομίας.
Αυτός σήμερα είναι ο Κωστής Χατζηδάκης. Ο οποίος πιστεύει και μεταδίδει σε όλους τους τόνους ότι για να συνεχίσουν να είναι θετικές οι εξελίξεις στην οικονομία και να μην ξαναμπλέξει η χώρα με επιτηρήσεις και μνημόνια, πρέπει να βγουν τα «αγκάθια», τόσο της εξωτερικής πολιτικής όσο και της εσωτερικής ανικανότητας –και τριτοκοσμικής ανοργανωσιάς– της δημόσιας διοίκησης. Το διαπιστώνει όποιος πηγαίνει έναν συγγενή του που υποφέρει στα επείγοντα νοσοκομείων, με αναμονή οκτώ έως δέκα ώρες.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η οικονομία πάει καλά γιατί αμέσως μετά την πανδημία μειώθηκε το δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 2% του ΑΕΠ και έπαψε να αναπτύσσεται χρόνο με τον χρόνο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 500.000 πολίτες να βρουν δουλειά, όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με αυτά, η αύξηση της απασχόλησης έχει οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας κατά πάνω από οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, από 18% το 2019 σε 9,5% σήμερα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες και στους νέους, που βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο (πάνω από 30%), μειώθηκε κατά 10 και 16,5 μονάδες αντίστοιχα.
Ο καθρέφτης αυτής της εικόνας, όμως, δείχνει ότι η ανάπτυξη στηρίχθηκε κατά 70% στην ιδιωτική κατανάλωση, στον τουρισμό και στις εξαγωγές (κυρίως πετρελαιοειδών), και σε ποσοστό χαμηλότερο από 10% στις επενδύσεις.
Οπως λένε οι μελετητές, το αποτέλεσμα αυτής της ανισορροπίας ανάμεσα σε κατανάλωση και επενδύσεις δεν εξασφαλίζει τη σιγουριά ότι στο μέλλον η οικονομία θα είναι στιβαρή και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με τρόπο βιώσιμο. Δεν αρκεί η αυξημένη κατανάλωση. Αυτός ο δρόμος οδηγεί σε αύξηση των εισαγωγών και, το κυριότερο, του πληθωρισμού. Το έργο το έχουμε ξαναδεί τη δεκαετία του 2000 και είναι επικίνδυνο.
Αυτές οι διαπιστώσεις ασφαλώς συνιστούν «αγκάθια» για τον υπουργό, ο οποίος επειγόντως καλείται να κινητοποιήσει τους επενδυτικούς πόρους (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ και Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), αλλά και ιδιωτικά κεφάλαια που θα στρέφονται σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία – και όχι μόνο σε εξαγορές ακινήτων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.
Ο κ. Χατζηδάκης γνωρίζει καλά τη «συνταγή» της οικονομίας της αγοράς, όπως και τα στενά όρια στα οποία πρέπει να κινείται για να κρατά τη χώρα στις δημοσιονομικές ράγες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό από τα νοικοκυριά και τις κοινωνικές ομάδες που έχουν πληγεί από την ακρίβεια (κυρίως των τροφίμων, που έχει παγιωθεί στην αγορά) είναι γιατί ο υπουργός λέει «όχι σε μειώσεις ΦΠΑ, που θα μειώνουν τον πληθωρισμό, και όχι σε παροχές με αυξήσεις τύπου ΑΤΑ, που θα καλύπτουν τις απώλειες από τον πληθωρισμό». Υπάρχουν όμως λόγοι.
Τρείς το λάδι, τρείς το ξύδι…
Εδώ η απάντηση είναι απλή για όλους όσοι έζησαν την εποχή των μνημονίων. Το παράδειγμα που τα λέει όλα (σ.σ.: το μεταφέρουμε όπως μας το ανέλυσαν μελετητές του ΚΕΠΕ) είναι το εξής:
♦ Οπως ένα νοικοκυριό υπολογίζει ότι η αύξηση της τιμής του ελαιολάδου στα 13 ευρώ το λίτρο ή της φέτας στα 14 ευρώ θα στοιχίσει –μαζί με τις άλλες ανατιμήσεις των σουπερμάρκετ– π.χ. 60 ευρώ παραπάνω τον μήνα σε σύγκριση με πέρυσι, έτσι και ο υπουργός σκέφτεται ότι…
- Κάθε 10 ευρώ αύξησης τον μήνα που θα δώσει στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων θα του στοιχίσει 70 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό 2025. Υπολογίστε το κόστος όταν υπόσχεται αυξήσεις 40 ευρώ τον μήνα.
- Κάθε 10 ευρώ αύξηση στους συνταξιούχους θα του στοιχίσει επιπλέον 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο (το τεράστιο δημοσιονομικό κόστος) ο υπουργός πάγωσε αιτήματα και πιέσεις για επιπρόσθετες παροχές.
Το Δημόσιο χρωστάει 2,5 δισ. ευρώ σε ιδιώτες
Το μεγαλύτερο, όμως, αγκάθι είναι ότι, παρά την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων και τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου (υποχρεώσεις που ξεπέρασαν τις 90 ημέρες) προς ιδιώτες προμηθευτές των νοσοκομείων και των υπουργείων, κατασκευαστές, γιατρούς, διαγνωστικά κέντρα και φαρμακεία του ΕΟΠΠΥ ξεπέρασαν τα 2,5 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου.
Συγκεκριμένα, τα νοσοκομεία του ΕΣΥ βουλιάζουν στα χρέη, καθώς χρωστούν 1,2 δισ. ευρώ σε προμηθευτές φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού. Ακολουθούν τα χρέη του ΕΟΠΠΥ προς τους γιατρούς και τα φαρμακεία, που ξεπερνούν τα 600 εκατ. ευρώ και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (που αποτελούν τη μόνιμη πληγή), καθώς οφείλουν πάνω από 300 εκατ. ευρώ σε τοπικούς εργολάβους και κατασκευαστές με τους οποίους συνεργάζονται.
Η λίστα των χρεών συμπληρώνεται με τις οφειλές του ΕΦΚΑ σε συνταξιούχους, καθώς βρίσκονται σε εκκρεμότητα:
α. Η απονομή άνω των 30.000 επικουρικών συντάξεων
β. Η προσαύξηση της σύνταξης όσων συνταξιούχων εργάζονταν τα προηγούμενα πέντε χρόνια, μέχρι να αποχωρήσουν οριστικά.
Τέλος, εκκρεμούν από το υπουργείο Οικονομικών οι επιστροφές ΦΠΑ σε εκατοντάδες εξαγωγικές επιχειρήσεις συνολικού ποσού άνω των 250 εκατ. ευρώ.
850 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο για τις Behlarra
Ολα αυτά τα χρέη και το κόστος των εξοπλιστικών προγραμμάτων από την προμήθεια των φρεγατών Behlarra, που θα αρχίσουν να παραλαμβάνονται το 2025, και την παραγγελία 18 έως 24 νέων πολεμικών αεροσκαφών F35, αυξάνουν σημαντικά τις δαπάνες του Δημοσίου για τα τέσσερα επόμενα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο θα μεσολαβήσουν και οι εκλογές, ενώ το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας θα πρέπει να τηρηθεί με ευλάβεια.
Μόνο για το 2025 από τον προϋπολογισμό θα πρέπει να διατεθούν 1,5 δισ. ευρώ για εξοπλισμούς, καθώς τα 850 εκατ. ευρώ θα πρέπει να καταβληθούν με την παραλαβή της πρώτης γαλλικής φρεγάτας, από τις τέσσερις που θέλει να αποκτήσει η Ελλάδα (η κυβέρνηση έχει παραγγείλει ήδη τρείς και διαπραγματεύεται την τέταρτη). Για την προμήθεια των F35 το κόστος εκτιμάται ότι θα κυμανθεί γύρω στα 3,5 δισ. δολάρια.
Δεσμεύσεις στις Βρυξέλλες έως το 2028
Με αυτά τα δεδομένα και τον «κορσέ» του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Διαρθρωτικού Προγράμματος που υποβλήθηκε (το προσχέδιο) στις Βρυξέλλες, η Ελλάδα δεσμεύεται ότι θα συγκρατεί τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών γύρω στο 3% κάθε χρόνο, όταν η οικονομία θα αναπτύσσεται με ρυθμό τουλάχιστον 2,2% για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Ολα αυτά προκειμένου να υποχωρήσει το δημόσιο χρέος τουλάχιστον στο 130% του ΑΕΠ (από 160% εφέτος) μέχρι το τέλος του 2028. Ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας με δεδομένη την εμπειρία της περασμένης δεκαετίας.
Ο κ. Χατζηδάκης γνωρίζει ακόμη πως όλα όσα προβλέπει η συμφωνία που υπογράφει τώρα με τις Βρυξέλλες (στόχοι και μέτρα) θα κλειδώσουν τον οδικό χάρτη μέχρι και το 2028, καθώς με βάση το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας η αναθεώρηση των στόχων θα γίνεται ανά τέσσερα χρόνια. Πρακτικά, λοιπόν, από τώρα το οικονομικό επιτελείο γνωρίζει ότι κάθε χρόνο μέχρι και το 2028 θα έχει στη διάθεσή του επιπλέον 3-3,5 δισ. ευρώ για δαπάνες και παροχές. Αλλά και τα έξοδα είναι πολλά και οι υποχρεώσεις μεγάλες…