«Ενα σπίτι είναι η έκφραση του ατόμου που ζει εκεί», λέει ο Τζιμ Ολσον, αρχιτέκτονας από το Σιάτλ, ο οποίος άρχισε να χτίζει το «Longbranch», το δικό του σπίτι, όταν ήταν 18 ετών, με 500 δολάρια που του έδωσε ο πατέρας του και τη βοήθεια ενός τοπικού ξυλουργού. Αυτή ακριβώς, όμως, είναι και η ουσία του «Life Meets Art: Inside the Homes of the World’s Most Creative People», του δημοσιογράφου Σαμ Λούμπελ (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Phaidon). Το λεύκωμα περιλαμβάνει εικόνες από εσωτερικά 250 κατοικιών στα οποία έζησαν ή ζουν ακόμη άνθρωποι γνωστοί, όπως και ο Ολσον, για τη δημιουργικότητά τους.
Πολλά από τα σπίτια είναι επισκέψιμα, ενώ μερικά μπορούν ακόμα και να ενοικιαστούν, και παρουσιάζονται με αλφαβητική σειρά. Αρχή γίνεται με την κατοικία του Φινλανδού Αλβαρ Ααλτο στο Ελσίνκι, και το σαλόνι του, γεμάτο με τα εμβληματικά έπιπλα του πρωτοπόρου αρχιτέκτονα και designer. Τελευταίο στη σειρά παρουσιάζεται το ξύλινο σπίτι του μεγάλου σουηδού ζωγράφου Αντερς Τσορν, στη Μόρα, ένα από τα πιο ασυνήθιστα σπίτια της συλλογής.
Τι λένε, λοιπόν, όλα αυτά τα σπίτια για τους ιδιοκτήτες τους; Το σίγουρο είναι ότι δεν υποστηρίζουν τη συνηθισμένη εικόνα του «πεινασμένου καλλιτέχνη στη σοφίτα». Το βιβλίο, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, είναι γεμάτο με πολυτελή, κομψά και πλούσια διακοσμημένα και επιπλωμένα σπίτια.
«Αν δεν μου άρεσε ένα μέρος, το απέρριπτα», παραδέχεται ο Σαμ Λούμπελ στην εισαγωγή του. Αλλά θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι πρόκειται για απόσταγμα καλού γούστου, ή ότι είναι μια Βίβλος για διακοσμητές, γράφει η Αντρεα Μαρεσάλ Γουότσον στην ιστοσελίδα του BBC. Αν και πολλά δωμάτια είναι σε μεγάλο βαθμό επιμελημένα, συνήθως υπάρχει μια αίσθηση προσωπικότητας, η αύρα του ιδιοκτήτη, είτε στα παλιά πιάνα, τις βιβλιοθήκες και τα γραφεία είτε στις συλλογές με αντίκες και τα προσωπικά του αντικείμενα. «Τα έπιπλα και τα προσωπικά αντικείμενα ενός καλλιτέχνη μπορούν να πουν την ιστορία τους», λέει στο BBC η επιμελήτρια της National Trust, Λούσι Πόρτεν.
Το βιβλίο φιλοδοξεί να βοηθήσει τους αναγνώστες να κατανοήσουν περισσότερο τους διάσημους ιδιοκτήτες τους, πράγμα, βέβαια, που γίνεται πιο αποτελεσματικά, όταν ο ιδιοκτήτης είναι και ο δημιουργός, γράφει ο Φρεντ Μπέρνσταϊν στο Introspective. Αλλωστε, τι θα μπορούσε να μάθει κανείς για τον Φρανκ Σινάτρα από μια φωτογραφία του κομψού σπιτιού του στο Παλμ Σπρινγκς γνωρίζοντας ότι –σύμφωνα με το βιβλίο–, ο αρχιτέκτονάς του, Ε. Στιούαρτ Γουίλιαμς, χρειάστηκε να πείσει τον σταρ να μη χτίσει ένα αρχοντικό γεωργιανού στυλ…
Αντίθετα, μεγάλο μέρος της επίπλωσης στο σπίτι του Βικτόρ Ουγκό στο Παρίσι «δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον Ουγκό, που συνεργαζόταν με ξυλουργούς, συνδυάζοντας ανόμοια κομμάτια για να συνθέσει ένα νέο», γράφει ο Σαμ Λούμπελ, ο οποίος έχει εκδώσει άλλα εφτά βιβλία στον οίκο Phaidon.
Οι συνδέσεις μεταξύ ιδιοκτήτη και σπιτιού δεν είναι πάντα εμφανείς. Δεν υπάρχει τίποτα το μυστηριώδες στο σαλόνι της Αγκαθα Κρίστι στο Ντέβον, και το αρχοντικό του Τσάρλι Τσάπλιν στην Ελβετία δεν είναι ιδιαίτερα κινηματογραφικό, ούτε υπάρχουν σημάδια σάτιρας και χιούμορ στο βικτωριανό αρχοντικό των 25 δωματίων στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ, όπου ο Μαρκ Τουέιν έγραψε τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» και τον «Χάκλμπερι Φιν».
Και (για να είμαστε ειλικρινείς), το σπίτι του Πάμπλο Νερούδα στη Χιλή δεν είναι ιδιαίτερα ποιητικό. Ωστόσο, οι φωτογραφίες είναι όμορφες και τα σχόλια του Λούμπελ ενδιαφέροντα. Και τα περισσότερα σπίτια είναι πραγματικά εκπληκτικά, αποζημιώνοντας τον αναγνώστη.
Το σπίτι του Σαλβαδόρ Νταλί στην Κόστα Μπράβα της Ισπανίας, αλλά και το καταφύγιο του Ζαν Κοκτό στη Νότια Γαλλία, είναι υπέροχα δείγματα σουρεαλιστικής υπερβολής. Στην εισαγωγή του ο Λούμπελ αναφέρει ότι η Κοκό Σανέλ είχε πει κάποτε πως εσωτερικό ενός σπιτιού είναι «μια φυσική προβολή της ψυχής». Ενα καλό παράδειγμα είναι η Villa Santo Sospir στο χωριό Σεν-Ζαν-Καπ-Φερά κοντά στη Νίκαια, όπου έζησε για μεγάλο διάστημα ο Κοκτό, ένας από τους πιο πολυσχιδείς καλλιτέχνες του μεσοπολέμου και μέλος της γαλλικής πρωτοπορίας.
Η βίλα ανήκε στην προστάτιδά του, Φρανσίν Βάισβαϊλερ, η οποία κάλεσε τον Κοκτό το 1950 να κάνει διακοπές για μια εβδομάδα και δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έμενε 11 χρόνια. Στο διάστημα αυτό, ο Κοκτό κάλυψε τους τοίχους της βίλας με σχέδια εμπνευσμένα κυρίως από θέματα της ελληνικής μυθολογίας, «προσπαθώντας να νικήσει το πνεύμα της καταστροφής που κυριάρχησε στην εποχή μας». Και εξήγησε ότι «διακοσμήσαμε επιφάνειες που οι άντρες ονειρεύονται να καταστρέψουν». Ο Κοκτό ονόμαζε τα σκίτσα του «τατουάζ», έτσι το σπίτι, εθνικό μνημείο, πλέον έγινε γνωστό ως η «βίλα με τα τατουάζ».
Μερικές από τις εικόνες του βιβλίου είναι γνώριμες, όπως το σπίτι με τους ροζ τοίχους του μοντερνιστή αρχιτέκτονα Λουίς Μπαραγκάν και το μπλε σπίτι της Φρίντα Κάλο, και τα δύο στην Πόλη του Μεξικού, το «Γυάλινο Σπίτι» του Φίλιπ Τζόνσον στο Νιου Κάνααν, στο Κονέκτικατ, αλλά και τα διάσημα ατελιέ του Φράνσις Μπέικον (μοναδικό για την ακαταστασία του) στο Δουβλίνο και του Τζάκσον Πόλοκ στο Λονγκ Αϊλαντ της Νέας Υόρκης. Τα ατελιέ όλων των καλλιτεχνών, άλλωστε, είναι γοητευτικά. «Το από πού προέρχεται η τέχνη ασκούσε ανέκαθεν γοητεία τους ανθρώπους. Συχνά είναι ένα μυστήριο ακόμη και για τον καλλιτέχνη», λέει στο BBC Culture η Λουίζα Μπακ, ανταποκρίτρια της Art Newspaper. «Το ατελιέ είναι το χωνευτήρι, εκεί όπου ξεκινά η αλχημεία», λέει.
Ωστόσο, το «Life Meets Art» παρουσιάζει και πολλά λιγότερο γνωστά σπίτια, όπως η φουτουριστική «Casa Orgánica», το οικολογικό σπίτι-σπήλαιο από τσιμέντο του αρχιτέκτονα Χαβιέ Σενόσιεν στα περίχωρα της Πόλης του Μεξικού. Εξίσου εκκεντρική και με ελεύθερη μορφή είναι επίσης η κατοικία της Νίκι ντε Σεν Φαλ, στην Τοσκάνη. Εχει «μια ποιότητα παραισθησιογόνου, σαν παραμύθι σπασμένο σε κομμάτια που επανασυναρμολογήθηκαν», γράφει ο Λούμπελ.
Πολλά από τα σπίτια έχουν γίνει από άνδρες αρχιτέκτονες που έγιναν πελάτες του εαυτού τους. Ο Νόρμαν Φόστερ, για παράδειγμα, μεταμόρφωσε έναν «καταθλιπτικό» πενταώροφο πύργο χτισμένο το 1950 (το μόνο που πουλιόταν στην περιοχή όταν έψαχνε) σε μια πλαγιά του Καπ Φερά στη Γαλλική Ριβιέρα, σε ένα οικογενειακό εξοχικό από γυαλί και χάλυβα. «Κάθε λογικό άτομο που θα έβλεπε το σπίτι θα έλεγε “είσαι εντελώς τρελός!”» είχε πει ο Φόστερ, ο οποίος πούλησε το ακίνητο το 2006.
Τα σπίτια τού «Life Meets Art» είναι αναμφίβολα φωτογενή. Σήμερα κάποια από αυτά είναι μουσεία και φιλοξενούν τα έργα του καλλιτέχνη που έζησε και εργάστηκε εκεί στο παρελθόν, ενώ σε άλλα ταιριάζει περισσότερο ο χαρακτηρισμός «βωμός». Ενας βωμός αφιερωμένος στην τέχνη του υπάρχει και στο σπίτι του ιάπωνα κεραμίστα Καβάι Καντζιρό, όπου παρουσιάζονται όλα τα δείγματα της τέχνης του.
Ιδρυτής μαζί με άλλους του κινήματος τέχνης Μινγκέι, ο Καβάι συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα αδελφό του και έχτισε ένα σπίτι στα περίχωρα του Κιότο, με στοιχεία αγροικίας και μοντέρνας αστικής κατοικίας, που αντανακλά ξεκάθαρα το πάθος του να συνδυάζει μοντέρνες τεχνικές με παραδοσιακές εργασίες.