Προς το τέλος της αυτοβιογραφίας του, ο ηθοποιός Μάθιου Πέρι, ο οποίος πρόσφατα έφυγε από τη ζωή στα 54 χρόνια του, είχε γράψει για μια συνάντηση όπου η μητέρα του τού είπε πως ήταν υπερήφανη για εκείνον: «Ηθελα σε όλη μου τη ζωή να την ακούσω να το λέει. Οταν της το επεσήμανα, μου είπε: “Τι θα γίνει; Θα με συγχωρέσεις ποτέ;”».
Πρόκειται για την έκφραση της ντροπής που διαιωνίζεται μέσα στους κόλπους μιας οικογένειας, αναφέρουν οι New York Times: δύο άνθρωποι λαχταρούν την εκατέρωθεν αναγνώριση και άφεση, και απαντούν σε ένα άμεσο αίτημα για αγάπη εκείνης της στιγμής, με τον καθένα τους να εκφράζει και ένα διαφορετικό αίτημα.
Η ντροπή είναι το κυρίαρχο θέμα των απομνημονευμάτων του Πέρι και, όπως φαίνεται, της ίδιας του της ζωής. Ο διάσημος ηθοποιός, προς τιμήν του, ήταν αποφασισμένος να σπάσει τον φαύλο κύκλο. «Σε συγχωρώ» είπε στη μητέρα του – και υπάρχει ένας τόνος πραγματικής έκπληξης στη φωνή του στην ηχητική έκδοση του βιβλίου, το οποίο αφηγείται ο ίδιος.
Γράφει για το πώς συγχώρησε και τον πατέρα του, ο οποίος εγκατέλειψε τη μητέρα του όταν εκείνος ήταν μωρό. Και εκφράζει επανειλημμένα τη λατρεία του για τους στενούς φίλους, τους συμπρωταγωνιστές, τις ερωμένες και τους βοηθούς του, μαζί με την ελπίδα να τον συγχωρήσουν κάποια μέρα για όλα όσα τους έκανε, καθώς οι εθισμοί τού κατέστρεφαν τη ζωή.
Στην πραγματικότητα, το μοναδικό άτομο που ο Μάθιου Πέρι αδυνατεί να συγχωρήσει, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, είναι ο εαυτός του. Τον θεωρεί άξιο κατηγορίας για όλα όσα του συνέβησαν. Τον αποκαλεί εγωιστή και τεμπέλη, ναρκισσιστή και ταυτόχρονα ανασφαλή.
Ακόμη και όταν αγωνίζεται για τη ζωή του στο νοσοκομείο, έχοντας υποστεί ρήξη παχέος εντέρου –προκλήθηκε από επιπλοκές που επέφερε ο εθισμός του στα οπιούχα–, ντρέπεται τόσο πολύ ώστε μετά βίας μπορεί να μιλήσει, καθώς, όπως γράφει, «ο μεγαλύτερος φόβος μου είχε γίνει πραγματικότητα, δηλαδή ότι το έκανα εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου».
Ομολογεί ότι ταπεινώθηκε από την καλή του τύχη και τη φήμη του, αηδιασμένος που είχε πετύχει τόσα πολλά έχοντας κάνει τόσα λίγα. Η ζωή του Πέρι, όπως γράφει ο ίδιος, φαινόταν να έχει γίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα μια εκδήλωση της ντροπής του – ένα ένοχο βάρος που δεν μπορούσε να αντέξει.
Η ντροπή έχει τη δύναμη να δηλητηριάζει όλα τα υποτιθέμενα οφέλη της επιτυχίας: Μπορεί να μετατρέψει τα χρήματα σε αυτοκαταστροφή, τη φήμη σε εφ’ όρου ζωής κατάρα και την αγάπη σε φόβο ακύρωσης – ότι θα γίνει κάποτε γνωστό πόσο απαίσιος, τεμπέλης, εγωιστής θεωρείς ότι είσαι.
Η ντροπή μπορεί ακόμη και να μετατρέψει μια γλυκιά συνομιλία μεταξύ μητέρας και γιου σε σοβαρό πόνο ανάγκης, ενοχής και αποξένωσης. Οπως είχε πει ο Μπεν Αφλεκ στο περιοδικό Vanity Fair για τα δικά του βάσανα στο παρελθόν, «η ντροπή είναι πραγματικά τοξική. Δεν υπάρχει θετικό υποπροϊόν της ντροπής. Αν κουβαλάς την ντροπή μαζί σου στον Παράδεισο, ο ίδιος ο Παράδεισος δίνει την αίσθηση της κόλασης».
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τους μακροχρόνιους αγώνες του εκλιπόντος, αλλά μόνο ένας άνθρωπος που έχει βιώσει τις καταστροφικές συνέπειες της μόνιμης ντροπής είναι ικανός να τους κατανοήσει πλήρως. Οι υπόλοιποι, συχνά αντιμετωπίζουμε τα λάθη των ανθρώπων ως ηθικές αποτυχίες και διαμορφώνουμε τους θανάτους τους σε ιστορίες αποτροπής, αντί να αναγνωρίζουμε τη δική μας έντονη ανάγκη για αγάπη και σύνδεση – και να αποδεχόμαστε την ντροπή μας.
Μια όμορφη κληρονομιά της ζωής του Πέρι είναι ότι, παρά το τεράστιο βάρος της ντροπής του, είπε την αλήθεια για τα πάντα. Αρνήθηκε να αντιμετωπίσει τις πιο ντροπιαστικές, φρικτές και ποταπές στιγμές του σαν μυστικό. Πίστευε αληθινά ότι η ειλικρίνειά του για τις ανάγκες, τον πόνο και τις μεγάλες αποτυχίες του θα μπορούσαν να βοηθήσουν κάποιον άλλον.
Και ποια είναι η θεραπεία όλης αυτής της ντροπής; Ευτυχώς, ο ηθοποιός φάνηκε πως το κατάλαβε στο τέλος: να συγχωρήσεις τον εαυτό σου. Και όταν βρεις τη συγχώρεση μέσα στην καρδιά σου, ξαφνικά, εμφανίζεται παντού. Αυτό που είναι απίστευτα λυπηρό αλλά τελικά ελπιδοφόρο είναι ότι στο τέλος του βιβλίου ο Πέρι φαίνεται να ξυπνάει – μέσα από τις απλές χαρές της ευγνωμοσύνης, της σύνδεσης και της ενσυναίσθησης.
Δείχνει έτοιμος να συγχωρήσει τον εαυτό του που δεν ανταποκρίθηκε στα δικά του πρότυπα τελειομανίας. Η ειλικρίνειά του μπροστά στον τεράστιο πόνο του, οφείλει να μας θυμίζει ότι όλες οι ανθρώπινες ζωές σχηματίζονται μέσα από ένα κουβάρι λαθών. Ο Πέρι λέει στον εαυτό του στην τελευταία πρόταση του βιβλίου του: «Κοιτάζω το νερό και λέω πολύ ήσυχα: “Ισως τελικά να μην είμαι τόσο κακός άνθρωπος”».